Σάββατο, 12 Φεβρουαρίου 2011
ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ Ο ΤΟΥΡΚΟΦΑΓΟΣ
Ἀπό «Το Εἰκοσιένα» Πανηγυρικοί Λόγοι Ἀκαδημαϊκῶν, ἐκδ. Ἀκαδημία Ἀθηνῶν, Ἵδρυμα Κώστα καὶ Ἑλένης Οὐράνη, Ἀθῆναι 1977. Δημήτριος Kαμπουρόγλου (25 Μαρτίου 1927) Δημοσιευμένο στη Μυριόβιβλο . Ἕν ἀπὸ τὰ ὄνειρά μου ἦτο —καὶ συνήθως τὰ ὄνειρα τῆς ἡμέρας δὲν ἐπαληθεύουν— νὰ γράψω διὰ τοὺς ἐλληνοτουρκικοὺς πολέμους τοῦ Ἀγῶνος, ἐν συγκρίσει καὶ ἐκ παραλλήλου πρὸς τοὺς ἑλληνοπερσικοὺς τῆς ἀρχαιότητος, μετὰ προσφυγῆς ἐνίοτε, πρὸς πλήρη παραλληλισμόν, καὶ εἰς τὰ Ὁμηρικὰ ἔπη. Πρέπει νὰ ὁμολογήσω ἐν τούτοις, ὅτι τὴν σκέψιν ταύτην ὀφείλω εἰς τὸν Νικηταρᾶν, ὅστις βλέπων τοὺς Τούρκους φεύγοντας πανικόβλητους εἰς τὴν μάχην τῶν Δολιανῶν, ἐφώναζεν εἰς αὐτούς: «Σταθῆτε Πέρσαι νὰ πολεμήσωμε!» —Περσιάνους μάλιστα τοὺς ἀπεκάλει. Εἰς τὸν Νικηταρᾶν δὲ καὶ θὰ περιορισθῶ σήμερον. Δὲν θὰ τὸν βιογραφήσω ὅμως• διότι θὰ ἦτο ἀνάγκη τότε νὰ ἀναπτύξω ὅλον τὸν ἀπελευθερωτικὸν τῶν Ἑλλήνων Ἀγῶνα, ἀφοῦ εἰς τὰς σημαντικωτέρας μάχας, καὶ ἐντὸς καὶ ἐκτὸς τῆς Πελοποννήσου, παρέστη καὶ ἔδρασεν ὁ Νικηταρᾶς μετὰ τοῦ Κολοκοτρώνη, τοῦ Ὑψηλάντου, τοῦ Ὀδυσσέως, τοῦ Καραϊσκάκη καὶ ἄλλων, πάντοτε εἰς τοὺς κινδύνους πρῶτος, καὶ μόνον κατὰ τὴν διανομὴν τῶν λαφύρων φεύγων.
Εἰς τὴν ἀνακοίνωσίν μου ταύτην, θὰ σταθῶ εἰς ἕν ἰδίως σημεῖον τοῦ βίου του, πολὺ χαρακτηριστικὸν ὅμως, προτάσσων κατ’ ἀνάγκην εἰσαγωγικά τινα.
Κατὰ τὸ ἔτος 1822 ἡ Τουρκία, ἀπηλλαγμένη ὁπωσδήποτε ἐξωτερικῶν κινδύνων καὶ ἐσωτερικῶν περισπασμῶν, ἀποκεφαλίσασα δὲ καὶ τὸν Ἀλῆ Πασᾶν, ἀπεφάσισε νὰ συγκεντρώσῃ ὅλας αὐτῆς τὰς στρατιωτικὰς δυνάμεις καὶ νὰ τὰς ρίψῃ εἰς τὴν Πελοπόννησον, πρὸς ἐξοντωτικὴν ἀπόσβεσιν πάσης ἐν αὐτῇ ἐπαναστατικῆς ἑστίας, καταστρεφομένου συγχρόνως καὶ παντὸς ἴχνους Ἑλληνικῆς ζωῆς ἐπιπροσθούσης τυχὸν εἰς τὴν πορείαν τῆς στρατιᾶς της.
Καὶ ἔφθασεν ἡ διαταγὴ τοῦ Διβανίου, ὅπως αἱ δυνάμεις αὗται συγκεντρωθοῦν εἰς τὴν Λάρισσαν, ὅπου νὰ προσκομισθῇ, ἐν ἀπιστεύτῳ ἀφθονίᾳ πᾶν ἐφόδιον πολέμου, τροφῆς καὶ τρυφῆς ἀκόμη, ἀλλὰ καὶ πᾶν μεταφορικὸν μέσον. Ἀρχηγὸς τῆς στρατιᾶς ταύτης ὡρίσθη ὁ κυρίως συντελέσας εἰς τὴν καταστροφὴν τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ Χουρσήτ, στρατηλάτης νοήμων, ἀνδρεῖος, πεπειραμένος καὶ ὠμός. Αὐτὸς εἶχε καὶ εἰδικοὺς λόγους μίσους ἐναντίον τῶν Ἐλλήνων, τῆς Πελοποννήσου ἰδίως, διότι κατὰ τὴν ἅλωσιν τῆς Τριπολιτσᾶς καὶ τοὺς θησαυρούς του κατέλαβαν οἱ ἐπαναστᾶται καὶ τὰς γυναῖκάς του ἠχμαλὠτισαν. Συγχρόνως τὸ Διβάνιον ἀπεφάσισε τὸν καταρτισμὸν καὶ πάλιν μεγάλου στόλου ἐξ 100 καὶ πλέον σκαφῶν μικρῶν καὶ μεγάλων, διὰ τῆς συμμετοχῆς καὶ πλοίων τῆς Ἀλγερίας, τῆς Τύνιδος καὶ τῆς Αἰγύπτου. Μέγας κίνδυνος ὀλέθρου ἀπειλεῖ ὁμολογουμένως τὴν Ἐλλάδα καὶ εἶναι ἀνάγκη νὰ τὴν προστατεύση ἡ θεία Δύναμις. Καὶ τὴν προστατεύει.Κάποιος δηλαδὴ εἰς τὸ Διβάνιον, ἰσχυρὸς καὶ φθονερὸς συγχρόνως —ἐκ τοῦ μὴ σπανίζοντος εἴδους αὐτοῦ— θὰ ὑπέδειξεν, ὅτι ἀρκετὰ ἐδοξάσθη ὁ Χουρσήτ, καὶ ὅτι μία ἐπὶ πλέον ἐπιτυχία θὰ ἔχη ὡς φυσικὴν συνέπειαν καὶ πρόσθετον δύναμιν, ἡ ὁποία δυνατὸν νὰ δημιουργήσῃ καὶ καμμίαν νέαν ἀποστασίαν. Ἄλλως τε ὁ Χουρσὴτ ἐσφετερίσθη τοὺς θησαυροὺς τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ, ἐκ τῶν ὁποίων μικρὸν μόνον μέρος ὰπέστειλεν εἰς τὸν Χαζενέν.
Καὶ ἀπεφασίσθη ν’ ἀντικατασταθεῖ ὁ Χουρσὴτ εἰς τὴν ἀρχηγίαν τῆς ἐναντίον τῶν Ἑλλήνων ἐκστρατείας ταύτης, καὶ νὰ διαταχθῇ ὅπως παραμείνη εἰς Λάρισσαν ὡς ἀνώτατος ἐπόπτης πάσης ἐνεργείας πρὸς συγκρότησιν τῆς στρατιᾶς. Προσθέτως ὅμως ὑπεδείχθη εἰς αὐτὸν νὰ καταγίνῃ διὰ νὰ καταρτίσῃ ὁπωσδήποτε καὶ τὴν λογοδοσίαν του.
Διάδοχός του ὡρίσθη ὁ συμπράξας μετ’ αὺτοῦ εἰς τὸν κατὰ τοῦ Ἀλῆ πόλεμον καὶ ἱκανὰ συναποκομίσας Μαχμοὺτ Πασᾶς, ὁ γνωστότατος ὡς Δράμαλης. Ὁ Δράμαλης ἦτο ἀνὴρ καταγωγῆς εὐγενοῦς ἦτο νέος, ἀκμαῖος, ὡραῖος, μεγαλοπρεπής, πλούσιος καὶ ριψοκίνδυνος• ἀλλ’ ἐπηρμένος καὶ κοῦφος — ἀνοητότατος ἂν θέλετε.
Εἶχε δὲ καὶ πρόσθετον χάρισμα: ἦτο φιλοχρήματος. Ἀπόδειξις τούτου ἡ ἀκράτητος χαρὰ τὴν ὁποίαν ἠσθάνθη, ὅταν εἰς τὸν Ἀκροκόρινθον κατεδείχθη εἰς αὐτὸν ἡ κρύπτη τοῦ Κιαμήλ, ἐξ ἧς παρέλαβε θησαυρὸν ὁλόκληρον, ἐπαυξήσας αὐτὸν διὰ τῆς ὡραίας χήρας τοῦ Κιαμήλ, τὴν ὁποίαν καὶ συνεζεύχθη.
Ὑπὸ τὸν Δράμαλην τώρα ἐτάχθησαν ἐννέα πασάδες, ἐν οἷς καὶ εἷς πρώην μέγας Βεζύρης καὶ πολλοὶ Δερέμπεηδες, πάντες σχεδὸν γνωστοὶ καὶ ἐξ ὀνόματος.
Οἱ συγκεντρωθέντες εἰς τὴν Λάρισσαν πολεμισταὶ ἀνήρχοντο εἰς 30 χιλιάδας, ἔχοντες ὡς πυρῆνα τοὺς δεδοκιμασμένους ἄνδρας εἰς τὸν κατὰ τοῦ Ἀλῆ ἀγῶνα.
Τὸ στράτευμα αὐτὸ εἶχεν ἀνάλογον πυροβολικόν, ἀλλὰ καὶ μέγαν ἀριθμὸν ἱππικοῦ. Ὑπῆρχον δὲ 20 χιλιάδες πολεμικῶν ἵππων, 30 χιλιάδες μεταγωγικῶν ἵππων καὶ ἡμιόνων καὶ 500 καμῆλες.
Ἡ ἐκκίνησις τῶν ἐπιδρομέων αὐτῶν, τελευτῶντος τοῦ Ἰουνίου τοῦ 1822, ὑπῆρξε πομπική. Τὴν περιγράφει καὶ ξένος αὐτόπτης:
Ὁ θόρυβος ὡμοίαζε πρὸς μυκηθμοὺς παμμεγίστης ἀγέλης ταύρων. Προηγοῦντο πολυάριθμοι Δερβίσαι καὶ παντὸς εἴδους λειτουργοί του Ἀλλάχ, ἀγέρωχοι καὶ ἀλαλάζοντες. Ἠκούοντο στίχοι τοῦ Κορανίου, θρησκευτικὰ καὶ πολεμικὰ ἄσματα καὶ παντὸς εἴδους βαρβαρόφωνα ὄργανα. Τοὺς ἤχους συνεπλήρουν πυροβολισμοὶ χαρᾶς. Μετὰ τὴν πρωτοπορίαν ταύτην ἤρχοντο οἱ πολυάριθμοι καὶ ποικιλωτάτης μορφῆς καὶ περιβολῆς πολεμισταί, καὶ μετ’ αὐτοὺς πολυπληθεῖς ὑπάλληλοι, ἀστρολόγοι, νεκρομάντεις, γόητες καὶ θαυματοποιοί, πωληταὶ καπνοῦ, ὀπίου, θεριακῆς, παντὸς εἴδους ἐδωδίμων, ποτοπῶλαι, μεταπρᾶται, τροφοδόται, ἀλλὰ καὶ σιδηρουργοί, ἱπποκόμοι, ὑπηρέται, ἀργυραμοιβοί, λησταί, δήμιοι καὶ ἀρκετοὶ τυχοδιῶκται.
Ἤρχοντο κατόπιν οἱ φορτηγοὶ ἵπποι καὶ οἱ ἡμίονοι, φέροντες σκηνάς, ἀποσκευάς, ὅπλα, πολεμεφόδια καὶ τροφάς. Τελευταῖαι ἐβάδιζον μετὰ νωχελοῦς ἀξιοπρεπείας αἱ κατάφορτοι καμῆλαι.
Εἰς τὸν θόρυβον τοῦ μέσῳ νεφελῶν σκόνης βαδίζοντος πολυσυνθέτου αὐτοῦ συγκροτήματος, προσέδιδαν κάτι ἐξόχως δαιμονιῶδες οἱ χρεμετισμοὶ 40 χιλιάδων ἵππων.
Δὲν θὰ παρακολουθήσωμεν τὰς καταστροφὰς τῶν ὀρδῶν τούτων• ἄλλως τε ἀρκετὰ σχετικὰ ἔχουν γραφεῖ. Ἑκάστην ἐκ τῶν καταστροφῶν αὐτῶν ἀνήγγελλεν ὁ Δράμαλης εἰς τὸ Διβάνιον ὡς νίκην ἔνδοξον. Καὶ ἡ Κωνσταντινούπολις ἐπανηγύριζε, χειροκροτούντων τῶν μισελλήνων —διότι ὑπῆρξαν καὶ τοιοῦτοι.
Θὰ σταθῶμεν μόνον ἐπ’ ὀλίγον εἰς ὑψηλὴν καὶ περίοπτον θέσιν τῶν Γερανείων ὀρέων τῆς Μεγαρίδος: «ἀέρες» ὀνομάζεται ἡ θέσις αὕτη ὑπὸ τοῦ λαοῦ.
Ἐκεῖ ὁ Δράμαλης καθήσας ἐπὶ εἴδους τινός θρόνου, ἔδειξε τὴν Πελοπόννησον ἔξαλλος ἐξ ἐνθουσιασμοῦ καὶ λαβὼν στάσιν ἐξόχως μεγαλοπρεπῆ, διένειμε τὰς ἐπαρχίας τῆς Πελοποννήσου εἰς τοὺς κορυφαίους τῶν ὑπ’ αὐτόν, κατόπιν δὲ διέταξε γενικὴν ὁμοβροντίαν, ἐκτελεσθεῖσαν ὁπωσδήποτε, καὶ ἐπροχώρησε.
Τὴν 5 Ἰουλίου ἡ στρατιὰ διῆλθε τὸν Ἰσθμόν• εἰσέβαλεν εἰς τὴν Πελοπόννησον, καὶ κατέλαβε τὴν Κόρινθον ἀμαχητί. Κατόπιν ὁ Δράμαλης ἐπροχώρησε πρὸς τὴν Ἀργολίδα πανστρατιᾷ, μὴ ἀποδεχθεὶς ἐν τῇ οἰήσει του τὰ προταθέντα εἰς αὐτὸν διάφορα στρατηγικὰ σχέδια.
Ποῦ νὰ φαντασθῇ ὅμως ὁ Δράμαλης, ὅτι ὄπισθέν του, κατὰ τὴν προσφυεστάτην ἔκφρασιν: «ἐκλείσθησαν αἱ πύλαι». Ἡ Ἑλλὰς ἦτο ἡνωμένη τότε• μικροδιαφωνίαι τινὲς καὶ μικροέριδες ἐσίγησαν ἐνώπιον τοῦ γενικοῦ κινδύνου.
Καὶ εἶναι πολὺ χαρακτηριστικὴ μία περισωθεῖσα ἐπιστολὴ τοῦ Ὀδυσσέως Ἀνδρίτζου, ἀγγέλλουσα τὴν κάθοδον τοῦ Δράμαλη:
«Σᾶς στέλνω 30 χιλιάδες τούρκους γιὰ νὰ ὁμονοήσετε. Κάμετέ τους ὅ,τι ἠμπορεῖτε. Ἐγὼ σᾶς ὑπόσχομαι νὰ μὴν περάσουν ἄλλοι.»
Καὶ πράγματι, οἱ περίφημοι στρατηγοὶ καὶ ὁπλαρχηγοὶ τῆς Ρούμελης παρημπόδιζον ὅσον ἠδύναντο πᾶσαν μετὰ τοῦ Δράμαλη ἐπικοινωνίαν τοῦ Χουρσήτ, ὁ ὁποῖος ἴσως κατὰ βάθος καὶ νὰ μὴ εἶχε καὶ μεγάλην ἐπιθυμίαν νὰ συντρέξῃ τὸν σφετεριστὴν τῆς δόξης του.
Τὸ στρατηγικὸν σχέδιον τῶν Ἑλλήνων ἀρχηγῶν κατεστρώθη ὁμοφώνως. Συνίστατο δὲ εἰς τὸ νὰ κρατήσουν τὴν Ἀκρόπολιν τοῦ Ἄργους καὶ τὰς μεγάλας πηγὰς τῶν ὑδάτων τῆς Ἀργολίδος, νὰ παρεμποδίσουν δέ, κατὰ τὸ δυνατόν, τὴν διὰ διαφόρων ὁδῶν πρὸς τὴν Τριπολιτσὰν προέλασιν τοῦ στρατεύματος τοῦ Δράμαλη, ὥστε, παραμένον τοῦτο κατ’ ἀνάγκην ἐφ’ ἱκανὸν χρόνον εἰς τὸ Ἄργος, νὰ λιμοκτονηθῇ• διότι προλαβόντες κατέκαυσαν ἤδη οἱ Ἕλληνες πᾶσαν ἀποθήκην σίτου, ὡς καὶ τὰς θημωνιὰς ἀκόμη αὐτάς• κατέστρεψαν δὲ καὶ οἱαδήποτε τρόφιμα εὑρισκόμενα τυχὸν ἐν τῷ τόπῳ.
Τὸ σχέδιον ὅμως αὐτὸ ὑπεβοήθησε πολὺ καὶ ἡ παροιμιώδης λειψυδρία τοῦ ἔτους αὐτοῦ, καθ’ ὅ, καὶ τὰ φρέατα, ἀλλὰ καὶ αἱ πηγαὶ καὶ οἱ ποταμίσκοι ἀκόμη, ἐξηράνθησαν• ἐνῷ ὁ ἥλιος τῆς Ἑλλάδος ἐξηκόντιζε τὸ φοβερώτερον τοῦ Ἰουλίου πῦρ, ἐξ ἄλλου δὲ ἀνομβρία δεινὴ ἐπεκράτει: «χαλκοῦ γεγονότος πρὸς ὑετὸν οὐρανοῦ».
Παρ’ ὅλα ταῦτα οὐδὲν ἴσως θὰ κατωρθοῦτο ἄνευ τῆς ἀδρανείας τοῦ Τουρκικοῦ στόλου.Ὅταν ἐπεφάνη οὗτος πλέων πρὸς τὸν Ἀργολικὸν κόλπον ἀπελπισία κατέλαβε πάντας.
Ἔξαφνα ὅμως ὁ στόλος μετέβαλε διεύθυνσιν, ἀποφασίσαντος ἴσως τοῦ Καπετὰν ἀγᾶ νὰ δράσῃ ἐντὸς τοῦ Κορινθιακοῦ κόλπου, ἀφοῦ προηγουμένως παραλάβῃ ἐκ Πατρὼν τὸν νέον Καπετὰν πασᾶν, τὸν διάδοχον τοῦ Καρᾶ Ἀλῆ, ὅστις, ὡς γνωστόν, πυρίκαυστος καὶ καταμωλωπισμένος ἀπέθανεν, ἀφοῦ εἶδε καιομένην τὴν ναυαρχίδα του, διὰ τοῦ πυρσοῦ τοῦ Κανάρη.
Ὅπως ὀρθῶς διατυπώνει τὸ φαινόμενον τοῦτο, εἰς τὰ ναυτικὰ τῆς ἐκστρατείας τοῦ Δράμαλη, δόκιμος ἱστορικός: «Ὁ στόλος αὐτός, ὡσὰν νὰ μὴ ἐφρόντιζε περὶ τῶν συμφερόντων τοῦ Κράτους του, ὡσὰν νὰ ἦτο ξένος ὁ ἐν τῇ Ἀργολίδι ἀγών, ἀντὶ νὰ εἰσπλεύσῃ, καὶ συμπράττων μετὰ τοῦ στρατοῦ, νὰ καταστρέψῃ διὰ μιᾶς τὰ πάντα, ἐξηκολούθησε τὸν πλοῦν του πρὸς τὰς Πάτρας».
Παρέμεινε δ’ ἐκεῖ ὁ στόλος, μετὰ τοὺς πανηγυρισμοὺς ἐπὶ τῇ ἀναρρήσει τοῦ νέου Καπετὰν πασᾶ, τοῦ συνεχίσαντος πλὴν ἄλλων καὶ τὰς καταχρήσεις τῶν προκατόχων του, παρέμεινεν ἐκεῖ πλέον τοῦ μηνός, καθ’ ὅν χρόνον ἡ παρουσία του ἦτο ἀπαραίτητος εἰς τὸν κρατοῦντα καὶ τοῦ Ναυπλίου Δράμαλην.
Ὁ κρύφιος λόγος ἐν τούτοις τῆς μετατροπῆς τῶν ἀρχικῶν ἴσως σκέψεων τοῦ Καπετὰν ἀγᾶ δυνατὸν νὰ ἦτο, τὸ ὅτι ἐφοβεῖτο οὗτος —πλησίον τῆς Ὕδρας μάλιστα καὶ τῶν Σπετσῶν εὑρισκόμενος—ὄχὶ μόνον τὰ ἑλληνικὰ πυρπολικά, ἀλλὰ καὶ τὰ λοιπὰ πλοῖα, καὶ τὰ πλοιάρια ἀκόμη.
Καὶ δὲν ἔχομεν ἀνάγκην νὰ μάθωμεν τοὺς τοιούτους τουρκικοὺς φόβους ἀπὸ ἱστορικοὺς καὶ χρονογράφους, Ἕλληνας καὶ μή.
Περιεσώθη καὶ παραμένει ἀνέκδοτος ἐν τῷ πρωτοτύπῳ χειρογράφῳ της ἐπίσημος καὶ λεπτομερὴς ἔκθεσις τοῦ Ἀρχηγοῦ τοῦ Τουρκοαιγυπτιακοῦ ναυτικοῦ ἐπιτελείου.
Μία περικοπὴ τῆς ἐκθέσεως ταύτης λέγει τὰ ἑξῆς:
«Σύσσωμος ὁ στόλος ἡμῶν ἔπλεεν• ὅταν πλησίον μιᾶς τῶν νησίδων ἐθεάθησαν δύο Ἑλληνικὰ πλοῖα. Ὅλα τὰ ἐλαφρά μας ἐκινήθησαν ὅπως τὰ καταδιώξουν. Τότε τὸ ἕν ἐκ τῶν δύο Ἑλληνικῶν πλοίων ἔκαμε σημεῖον διὰ καπνοῦ καὶ μετ’ ὀλίγον ἐφάνη ἐξερχομένη διὰ μέσου τῶν νησίδων μοῖρα τοῦ Ἑλληνικοῦ στολίσκου. Περὶ τὴν ἑσπέραν τὰ Ἑλληνικὰ πλοῖα ἐπλησίασαν πολύ, πυροβολοῦντα καὶ διὰ μικρῶν πυροβόλων. Ἡ ἀμάθειά μας, περὶ τὸ κινεῖσθαι καὶ μάχεσθαι εἰς γραμμήν, ἔρριψε τὴν ἀταξίαν καὶ τὴν σύγχυσιν εἰς τὸν στόλον μας, καὶ ὢ ἐντροπή! δεκατρεῖς φρεγάτες, δεκαὲξ κορβέτες καὶ 32 ἐλαφρὰ πλοῖα ἐτράπησαν εἰς ἄτακτον φυγήν, καταδιωκόμενα ὑπὸ μικρῶν Ἑλληνικῶν πλοιαρίων».
Εἰς τὴν Ἀργολίδα οἱ ἄνδρες τοῦ Δράμαλη ἤρχισαν νὰ πεινοῦν, τὰ δὲ κτήνη νὰ ἀποθνήσκουν. Αἱ μεμψιμοιρίαι μικρὸν κατὰ μικρὸν ὑψώθησαν εἰς κατακρίσεις καὶ εἰς συγκρούσεις. Ἀπειθαρχία καὶ γενικὴ κατακραυγή. Τὴν κατάστασιν ἐπεδείνουν καὶ μυστικοὶ πράκτορες τοῦ Χουρσήτ, ἐνσπείροντες τὴν ἀπόγνωσιν.
Ὁ Δράμαλης ἤλπισεν ὅτι εἰς τὴν Ἀκρόπολιν τουλάχιστον τοῦ Ἄργους θὰ εὑρίσκοντο ἀποταμιεύματα τροφίμων. Ἀλλ’ οἱ Τοῦρκοι, φαντασθέντες ὅτι ἐπὶ τέλους τὴν ἐκυρίευσαν, εὗρον αὐτὴν κενὴν ἀνθρώπων, οἵτινες εἶχον κατορθώσει νὰ διαφύγουν ἀπαρατήρητοι, ἀφοῦ ἐξήντλησαν καὶ τὸ τελευταῖον τοῦ φρουρίου παξιμάδι.
Εἶχε δὲ καὶ κωμικόν τι ἐπεισόδιον ἡ ἐκπόρθησις αὕτη. Ὁπλαρχηγός τις δηλαδὴ ἐκ τῶν γενναιότερων, ὅστις ὑπῆρξεν ἐπί τινα χρόνον καὶ φρούραρχος, εἶχεν ἀποκοιμηθῆ καὶ ἐλησμονήθη. Ὁ θόρυβος τὸν ἐξύπνησεν. Ἔξαφνα δὲ εὑρέθη μεταξὺ πλήθους Τούρκων• ἥρπασε τότε αὐτὸς ἕν κατακείμενον καβοῦκι καὶ τὸ ἐφόρεσε• προσποιούμενος δὲ τὸν Τοῦρκον ἐφώναζε δυνατώτερα τῶν ἄλλων καὶ διέφυγε καὶ αὐτός.
Τέλος ὁ Δράμαλης ἀπεφάσισε νὰ ὑποχώρησῃ πρὸς τὴν Κόρινθον ὅπου καὶ τὴν ἀρωγὴν τοῦ στόλου διὰ τοῦ Κόλπου ἐθεώρει βεβαίαν καὶ τὴν μετὰ τοῦ Χουρσὴτ ἐπικοινωνίαν εὐχερεστέραν. Διέδωσεν ὅμως, πολὺ ἐπιτηδείως μάλιστα, ὅτι παρασκευάζεται, ὅπως πάσῃ θυσίᾳ προχώρησῃ πρὸς τὴν Τριπολιτσάν. Ἀλλ’ εἰς τὴν Πελοπόννησον ὑπῆρχε τότε μία στρατηγικὴ κεφαλὴ σκεπτομένη καὶ μία χεὶρ ἐκτελοῦσα. Ἡ κεφαλὴ ἦτο τοῦ Κολοκοτρώνη καὶ ἡ χεὶρ ἦτο τοῦ Νικηταρᾶ. Κατανοήσας τὴν πρόθεσιν τοῦ Δράμαλη ὁ Κολοκοτρώνης ἔταξε διαφόρους ἐκλεκτοὺς σωματάρχας εἰς ἐπίκαιρα σημεῖα τῶν Δερβενακίων. Διὰ νὰ μὴ χρονοτριβῇ δὲ εἰς συζητήσεις μετὰ τῶν ἀντιφρονούντων, ἔλαβε καὶ μέτρα τινὰ διὰ τὴν τυχὸν πρὸς τὴν Τριπολιτσὰν προέλασιν τοῦ Δράμαλη, χωρὶς νὰ πιστεύῃ εἰς αὐτήν.
pamet-thessaloniki
Εἰς τὴν ἀνακοίνωσίν μου ταύτην, θὰ σταθῶ εἰς ἕν ἰδίως σημεῖον τοῦ βίου του, πολὺ χαρακτηριστικὸν ὅμως, προτάσσων κατ’ ἀνάγκην εἰσαγωγικά τινα.
Κατὰ τὸ ἔτος 1822 ἡ Τουρκία, ἀπηλλαγμένη ὁπωσδήποτε ἐξωτερικῶν κινδύνων καὶ ἐσωτερικῶν περισπασμῶν, ἀποκεφαλίσασα δὲ καὶ τὸν Ἀλῆ Πασᾶν, ἀπεφάσισε νὰ συγκεντρώσῃ ὅλας αὐτῆς τὰς στρατιωτικὰς δυνάμεις καὶ νὰ τὰς ρίψῃ εἰς τὴν Πελοπόννησον, πρὸς ἐξοντωτικὴν ἀπόσβεσιν πάσης ἐν αὐτῇ ἐπαναστατικῆς ἑστίας, καταστρεφομένου συγχρόνως καὶ παντὸς ἴχνους Ἑλληνικῆς ζωῆς ἐπιπροσθούσης τυχὸν εἰς τὴν πορείαν τῆς στρατιᾶς της.
Καὶ ἔφθασεν ἡ διαταγὴ τοῦ Διβανίου, ὅπως αἱ δυνάμεις αὗται συγκεντρωθοῦν εἰς τὴν Λάρισσαν, ὅπου νὰ προσκομισθῇ, ἐν ἀπιστεύτῳ ἀφθονίᾳ πᾶν ἐφόδιον πολέμου, τροφῆς καὶ τρυφῆς ἀκόμη, ἀλλὰ καὶ πᾶν μεταφορικὸν μέσον. Ἀρχηγὸς τῆς στρατιᾶς ταύτης ὡρίσθη ὁ κυρίως συντελέσας εἰς τὴν καταστροφὴν τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ Χουρσήτ, στρατηλάτης νοήμων, ἀνδρεῖος, πεπειραμένος καὶ ὠμός. Αὐτὸς εἶχε καὶ εἰδικοὺς λόγους μίσους ἐναντίον τῶν Ἐλλήνων, τῆς Πελοποννήσου ἰδίως, διότι κατὰ τὴν ἅλωσιν τῆς Τριπολιτσᾶς καὶ τοὺς θησαυρούς του κατέλαβαν οἱ ἐπαναστᾶται καὶ τὰς γυναῖκάς του ἠχμαλὠτισαν. Συγχρόνως τὸ Διβάνιον ἀπεφάσισε τὸν καταρτισμὸν καὶ πάλιν μεγάλου στόλου ἐξ 100 καὶ πλέον σκαφῶν μικρῶν καὶ μεγάλων, διὰ τῆς συμμετοχῆς καὶ πλοίων τῆς Ἀλγερίας, τῆς Τύνιδος καὶ τῆς Αἰγύπτου. Μέγας κίνδυνος ὀλέθρου ἀπειλεῖ ὁμολογουμένως τὴν Ἐλλάδα καὶ εἶναι ἀνάγκη νὰ τὴν προστατεύση ἡ θεία Δύναμις. Καὶ τὴν προστατεύει.Κάποιος δηλαδὴ εἰς τὸ Διβάνιον, ἰσχυρὸς καὶ φθονερὸς συγχρόνως —ἐκ τοῦ μὴ σπανίζοντος εἴδους αὐτοῦ— θὰ ὑπέδειξεν, ὅτι ἀρκετὰ ἐδοξάσθη ὁ Χουρσήτ, καὶ ὅτι μία ἐπὶ πλέον ἐπιτυχία θὰ ἔχη ὡς φυσικὴν συνέπειαν καὶ πρόσθετον δύναμιν, ἡ ὁποία δυνατὸν νὰ δημιουργήσῃ καὶ καμμίαν νέαν ἀποστασίαν. Ἄλλως τε ὁ Χουρσὴτ ἐσφετερίσθη τοὺς θησαυροὺς τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ, ἐκ τῶν ὁποίων μικρὸν μόνον μέρος ὰπέστειλεν εἰς τὸν Χαζενέν.
Καὶ ἀπεφασίσθη ν’ ἀντικατασταθεῖ ὁ Χουρσὴτ εἰς τὴν ἀρχηγίαν τῆς ἐναντίον τῶν Ἑλλήνων ἐκστρατείας ταύτης, καὶ νὰ διαταχθῇ ὅπως παραμείνη εἰς Λάρισσαν ὡς ἀνώτατος ἐπόπτης πάσης ἐνεργείας πρὸς συγκρότησιν τῆς στρατιᾶς. Προσθέτως ὅμως ὑπεδείχθη εἰς αὐτὸν νὰ καταγίνῃ διὰ νὰ καταρτίσῃ ὁπωσδήποτε καὶ τὴν λογοδοσίαν του.
Διάδοχός του ὡρίσθη ὁ συμπράξας μετ’ αὺτοῦ εἰς τὸν κατὰ τοῦ Ἀλῆ πόλεμον καὶ ἱκανὰ συναποκομίσας Μαχμοὺτ Πασᾶς, ὁ γνωστότατος ὡς Δράμαλης. Ὁ Δράμαλης ἦτο ἀνὴρ καταγωγῆς εὐγενοῦς ἦτο νέος, ἀκμαῖος, ὡραῖος, μεγαλοπρεπής, πλούσιος καὶ ριψοκίνδυνος• ἀλλ’ ἐπηρμένος καὶ κοῦφος — ἀνοητότατος ἂν θέλετε.
Εἶχε δὲ καὶ πρόσθετον χάρισμα: ἦτο φιλοχρήματος. Ἀπόδειξις τούτου ἡ ἀκράτητος χαρὰ τὴν ὁποίαν ἠσθάνθη, ὅταν εἰς τὸν Ἀκροκόρινθον κατεδείχθη εἰς αὐτὸν ἡ κρύπτη τοῦ Κιαμήλ, ἐξ ἧς παρέλαβε θησαυρὸν ὁλόκληρον, ἐπαυξήσας αὐτὸν διὰ τῆς ὡραίας χήρας τοῦ Κιαμήλ, τὴν ὁποίαν καὶ συνεζεύχθη.
Ὑπὸ τὸν Δράμαλην τώρα ἐτάχθησαν ἐννέα πασάδες, ἐν οἷς καὶ εἷς πρώην μέγας Βεζύρης καὶ πολλοὶ Δερέμπεηδες, πάντες σχεδὸν γνωστοὶ καὶ ἐξ ὀνόματος.
Οἱ συγκεντρωθέντες εἰς τὴν Λάρισσαν πολεμισταὶ ἀνήρχοντο εἰς 30 χιλιάδας, ἔχοντες ὡς πυρῆνα τοὺς δεδοκιμασμένους ἄνδρας εἰς τὸν κατὰ τοῦ Ἀλῆ ἀγῶνα.
Τὸ στράτευμα αὐτὸ εἶχεν ἀνάλογον πυροβολικόν, ἀλλὰ καὶ μέγαν ἀριθμὸν ἱππικοῦ. Ὑπῆρχον δὲ 20 χιλιάδες πολεμικῶν ἵππων, 30 χιλιάδες μεταγωγικῶν ἵππων καὶ ἡμιόνων καὶ 500 καμῆλες.
Ἡ ἐκκίνησις τῶν ἐπιδρομέων αὐτῶν, τελευτῶντος τοῦ Ἰουνίου τοῦ 1822, ὑπῆρξε πομπική. Τὴν περιγράφει καὶ ξένος αὐτόπτης:
Ὁ θόρυβος ὡμοίαζε πρὸς μυκηθμοὺς παμμεγίστης ἀγέλης ταύρων. Προηγοῦντο πολυάριθμοι Δερβίσαι καὶ παντὸς εἴδους λειτουργοί του Ἀλλάχ, ἀγέρωχοι καὶ ἀλαλάζοντες. Ἠκούοντο στίχοι τοῦ Κορανίου, θρησκευτικὰ καὶ πολεμικὰ ἄσματα καὶ παντὸς εἴδους βαρβαρόφωνα ὄργανα. Τοὺς ἤχους συνεπλήρουν πυροβολισμοὶ χαρᾶς. Μετὰ τὴν πρωτοπορίαν ταύτην ἤρχοντο οἱ πολυάριθμοι καὶ ποικιλωτάτης μορφῆς καὶ περιβολῆς πολεμισταί, καὶ μετ’ αὐτοὺς πολυπληθεῖς ὑπάλληλοι, ἀστρολόγοι, νεκρομάντεις, γόητες καὶ θαυματοποιοί, πωληταὶ καπνοῦ, ὀπίου, θεριακῆς, παντὸς εἴδους ἐδωδίμων, ποτοπῶλαι, μεταπρᾶται, τροφοδόται, ἀλλὰ καὶ σιδηρουργοί, ἱπποκόμοι, ὑπηρέται, ἀργυραμοιβοί, λησταί, δήμιοι καὶ ἀρκετοὶ τυχοδιῶκται.
Ἤρχοντο κατόπιν οἱ φορτηγοὶ ἵπποι καὶ οἱ ἡμίονοι, φέροντες σκηνάς, ἀποσκευάς, ὅπλα, πολεμεφόδια καὶ τροφάς. Τελευταῖαι ἐβάδιζον μετὰ νωχελοῦς ἀξιοπρεπείας αἱ κατάφορτοι καμῆλαι.
Εἰς τὸν θόρυβον τοῦ μέσῳ νεφελῶν σκόνης βαδίζοντος πολυσυνθέτου αὐτοῦ συγκροτήματος, προσέδιδαν κάτι ἐξόχως δαιμονιῶδες οἱ χρεμετισμοὶ 40 χιλιάδων ἵππων.
Δὲν θὰ παρακολουθήσωμεν τὰς καταστροφὰς τῶν ὀρδῶν τούτων• ἄλλως τε ἀρκετὰ σχετικὰ ἔχουν γραφεῖ. Ἑκάστην ἐκ τῶν καταστροφῶν αὐτῶν ἀνήγγελλεν ὁ Δράμαλης εἰς τὸ Διβάνιον ὡς νίκην ἔνδοξον. Καὶ ἡ Κωνσταντινούπολις ἐπανηγύριζε, χειροκροτούντων τῶν μισελλήνων —διότι ὑπῆρξαν καὶ τοιοῦτοι.
Θὰ σταθῶμεν μόνον ἐπ’ ὀλίγον εἰς ὑψηλὴν καὶ περίοπτον θέσιν τῶν Γερανείων ὀρέων τῆς Μεγαρίδος: «ἀέρες» ὀνομάζεται ἡ θέσις αὕτη ὑπὸ τοῦ λαοῦ.
Ἐκεῖ ὁ Δράμαλης καθήσας ἐπὶ εἴδους τινός θρόνου, ἔδειξε τὴν Πελοπόννησον ἔξαλλος ἐξ ἐνθουσιασμοῦ καὶ λαβὼν στάσιν ἐξόχως μεγαλοπρεπῆ, διένειμε τὰς ἐπαρχίας τῆς Πελοποννήσου εἰς τοὺς κορυφαίους τῶν ὑπ’ αὐτόν, κατόπιν δὲ διέταξε γενικὴν ὁμοβροντίαν, ἐκτελεσθεῖσαν ὁπωσδήποτε, καὶ ἐπροχώρησε.
Τὴν 5 Ἰουλίου ἡ στρατιὰ διῆλθε τὸν Ἰσθμόν• εἰσέβαλεν εἰς τὴν Πελοπόννησον, καὶ κατέλαβε τὴν Κόρινθον ἀμαχητί. Κατόπιν ὁ Δράμαλης ἐπροχώρησε πρὸς τὴν Ἀργολίδα πανστρατιᾷ, μὴ ἀποδεχθεὶς ἐν τῇ οἰήσει του τὰ προταθέντα εἰς αὐτὸν διάφορα στρατηγικὰ σχέδια.
Ποῦ νὰ φαντασθῇ ὅμως ὁ Δράμαλης, ὅτι ὄπισθέν του, κατὰ τὴν προσφυεστάτην ἔκφρασιν: «ἐκλείσθησαν αἱ πύλαι». Ἡ Ἑλλὰς ἦτο ἡνωμένη τότε• μικροδιαφωνίαι τινὲς καὶ μικροέριδες ἐσίγησαν ἐνώπιον τοῦ γενικοῦ κινδύνου.
Καὶ εἶναι πολὺ χαρακτηριστικὴ μία περισωθεῖσα ἐπιστολὴ τοῦ Ὀδυσσέως Ἀνδρίτζου, ἀγγέλλουσα τὴν κάθοδον τοῦ Δράμαλη:
«Σᾶς στέλνω 30 χιλιάδες τούρκους γιὰ νὰ ὁμονοήσετε. Κάμετέ τους ὅ,τι ἠμπορεῖτε. Ἐγὼ σᾶς ὑπόσχομαι νὰ μὴν περάσουν ἄλλοι.»
Καὶ πράγματι, οἱ περίφημοι στρατηγοὶ καὶ ὁπλαρχηγοὶ τῆς Ρούμελης παρημπόδιζον ὅσον ἠδύναντο πᾶσαν μετὰ τοῦ Δράμαλη ἐπικοινωνίαν τοῦ Χουρσήτ, ὁ ὁποῖος ἴσως κατὰ βάθος καὶ νὰ μὴ εἶχε καὶ μεγάλην ἐπιθυμίαν νὰ συντρέξῃ τὸν σφετεριστὴν τῆς δόξης του.
Τὸ στρατηγικὸν σχέδιον τῶν Ἑλλήνων ἀρχηγῶν κατεστρώθη ὁμοφώνως. Συνίστατο δὲ εἰς τὸ νὰ κρατήσουν τὴν Ἀκρόπολιν τοῦ Ἄργους καὶ τὰς μεγάλας πηγὰς τῶν ὑδάτων τῆς Ἀργολίδος, νὰ παρεμποδίσουν δέ, κατὰ τὸ δυνατόν, τὴν διὰ διαφόρων ὁδῶν πρὸς τὴν Τριπολιτσὰν προέλασιν τοῦ στρατεύματος τοῦ Δράμαλη, ὥστε, παραμένον τοῦτο κατ’ ἀνάγκην ἐφ’ ἱκανὸν χρόνον εἰς τὸ Ἄργος, νὰ λιμοκτονηθῇ• διότι προλαβόντες κατέκαυσαν ἤδη οἱ Ἕλληνες πᾶσαν ἀποθήκην σίτου, ὡς καὶ τὰς θημωνιὰς ἀκόμη αὐτάς• κατέστρεψαν δὲ καὶ οἱαδήποτε τρόφιμα εὑρισκόμενα τυχὸν ἐν τῷ τόπῳ.
Τὸ σχέδιον ὅμως αὐτὸ ὑπεβοήθησε πολὺ καὶ ἡ παροιμιώδης λειψυδρία τοῦ ἔτους αὐτοῦ, καθ’ ὅ, καὶ τὰ φρέατα, ἀλλὰ καὶ αἱ πηγαὶ καὶ οἱ ποταμίσκοι ἀκόμη, ἐξηράνθησαν• ἐνῷ ὁ ἥλιος τῆς Ἑλλάδος ἐξηκόντιζε τὸ φοβερώτερον τοῦ Ἰουλίου πῦρ, ἐξ ἄλλου δὲ ἀνομβρία δεινὴ ἐπεκράτει: «χαλκοῦ γεγονότος πρὸς ὑετὸν οὐρανοῦ».
Παρ’ ὅλα ταῦτα οὐδὲν ἴσως θὰ κατωρθοῦτο ἄνευ τῆς ἀδρανείας τοῦ Τουρκικοῦ στόλου.Ὅταν ἐπεφάνη οὗτος πλέων πρὸς τὸν Ἀργολικὸν κόλπον ἀπελπισία κατέλαβε πάντας.
Ἔξαφνα ὅμως ὁ στόλος μετέβαλε διεύθυνσιν, ἀποφασίσαντος ἴσως τοῦ Καπετὰν ἀγᾶ νὰ δράσῃ ἐντὸς τοῦ Κορινθιακοῦ κόλπου, ἀφοῦ προηγουμένως παραλάβῃ ἐκ Πατρὼν τὸν νέον Καπετὰν πασᾶν, τὸν διάδοχον τοῦ Καρᾶ Ἀλῆ, ὅστις, ὡς γνωστόν, πυρίκαυστος καὶ καταμωλωπισμένος ἀπέθανεν, ἀφοῦ εἶδε καιομένην τὴν ναυαρχίδα του, διὰ τοῦ πυρσοῦ τοῦ Κανάρη.
Ὅπως ὀρθῶς διατυπώνει τὸ φαινόμενον τοῦτο, εἰς τὰ ναυτικὰ τῆς ἐκστρατείας τοῦ Δράμαλη, δόκιμος ἱστορικός: «Ὁ στόλος αὐτός, ὡσὰν νὰ μὴ ἐφρόντιζε περὶ τῶν συμφερόντων τοῦ Κράτους του, ὡσὰν νὰ ἦτο ξένος ὁ ἐν τῇ Ἀργολίδι ἀγών, ἀντὶ νὰ εἰσπλεύσῃ, καὶ συμπράττων μετὰ τοῦ στρατοῦ, νὰ καταστρέψῃ διὰ μιᾶς τὰ πάντα, ἐξηκολούθησε τὸν πλοῦν του πρὸς τὰς Πάτρας».
Παρέμεινε δ’ ἐκεῖ ὁ στόλος, μετὰ τοὺς πανηγυρισμοὺς ἐπὶ τῇ ἀναρρήσει τοῦ νέου Καπετὰν πασᾶ, τοῦ συνεχίσαντος πλὴν ἄλλων καὶ τὰς καταχρήσεις τῶν προκατόχων του, παρέμεινεν ἐκεῖ πλέον τοῦ μηνός, καθ’ ὅν χρόνον ἡ παρουσία του ἦτο ἀπαραίτητος εἰς τὸν κρατοῦντα καὶ τοῦ Ναυπλίου Δράμαλην.
Ὁ κρύφιος λόγος ἐν τούτοις τῆς μετατροπῆς τῶν ἀρχικῶν ἴσως σκέψεων τοῦ Καπετὰν ἀγᾶ δυνατὸν νὰ ἦτο, τὸ ὅτι ἐφοβεῖτο οὗτος —πλησίον τῆς Ὕδρας μάλιστα καὶ τῶν Σπετσῶν εὑρισκόμενος—ὄχὶ μόνον τὰ ἑλληνικὰ πυρπολικά, ἀλλὰ καὶ τὰ λοιπὰ πλοῖα, καὶ τὰ πλοιάρια ἀκόμη.
Καὶ δὲν ἔχομεν ἀνάγκην νὰ μάθωμεν τοὺς τοιούτους τουρκικοὺς φόβους ἀπὸ ἱστορικοὺς καὶ χρονογράφους, Ἕλληνας καὶ μή.
Περιεσώθη καὶ παραμένει ἀνέκδοτος ἐν τῷ πρωτοτύπῳ χειρογράφῳ της ἐπίσημος καὶ λεπτομερὴς ἔκθεσις τοῦ Ἀρχηγοῦ τοῦ Τουρκοαιγυπτιακοῦ ναυτικοῦ ἐπιτελείου.
Μία περικοπὴ τῆς ἐκθέσεως ταύτης λέγει τὰ ἑξῆς:
«Σύσσωμος ὁ στόλος ἡμῶν ἔπλεεν• ὅταν πλησίον μιᾶς τῶν νησίδων ἐθεάθησαν δύο Ἑλληνικὰ πλοῖα. Ὅλα τὰ ἐλαφρά μας ἐκινήθησαν ὅπως τὰ καταδιώξουν. Τότε τὸ ἕν ἐκ τῶν δύο Ἑλληνικῶν πλοίων ἔκαμε σημεῖον διὰ καπνοῦ καὶ μετ’ ὀλίγον ἐφάνη ἐξερχομένη διὰ μέσου τῶν νησίδων μοῖρα τοῦ Ἑλληνικοῦ στολίσκου. Περὶ τὴν ἑσπέραν τὰ Ἑλληνικὰ πλοῖα ἐπλησίασαν πολύ, πυροβολοῦντα καὶ διὰ μικρῶν πυροβόλων. Ἡ ἀμάθειά μας, περὶ τὸ κινεῖσθαι καὶ μάχεσθαι εἰς γραμμήν, ἔρριψε τὴν ἀταξίαν καὶ τὴν σύγχυσιν εἰς τὸν στόλον μας, καὶ ὢ ἐντροπή! δεκατρεῖς φρεγάτες, δεκαὲξ κορβέτες καὶ 32 ἐλαφρὰ πλοῖα ἐτράπησαν εἰς ἄτακτον φυγήν, καταδιωκόμενα ὑπὸ μικρῶν Ἑλληνικῶν πλοιαρίων».
Εἰς τὴν Ἀργολίδα οἱ ἄνδρες τοῦ Δράμαλη ἤρχισαν νὰ πεινοῦν, τὰ δὲ κτήνη νὰ ἀποθνήσκουν. Αἱ μεμψιμοιρίαι μικρὸν κατὰ μικρὸν ὑψώθησαν εἰς κατακρίσεις καὶ εἰς συγκρούσεις. Ἀπειθαρχία καὶ γενικὴ κατακραυγή. Τὴν κατάστασιν ἐπεδείνουν καὶ μυστικοὶ πράκτορες τοῦ Χουρσήτ, ἐνσπείροντες τὴν ἀπόγνωσιν.
Ὁ Δράμαλης ἤλπισεν ὅτι εἰς τὴν Ἀκρόπολιν τουλάχιστον τοῦ Ἄργους θὰ εὑρίσκοντο ἀποταμιεύματα τροφίμων. Ἀλλ’ οἱ Τοῦρκοι, φαντασθέντες ὅτι ἐπὶ τέλους τὴν ἐκυρίευσαν, εὗρον αὐτὴν κενὴν ἀνθρώπων, οἵτινες εἶχον κατορθώσει νὰ διαφύγουν ἀπαρατήρητοι, ἀφοῦ ἐξήντλησαν καὶ τὸ τελευταῖον τοῦ φρουρίου παξιμάδι.
Εἶχε δὲ καὶ κωμικόν τι ἐπεισόδιον ἡ ἐκπόρθησις αὕτη. Ὁπλαρχηγός τις δηλαδὴ ἐκ τῶν γενναιότερων, ὅστις ὑπῆρξεν ἐπί τινα χρόνον καὶ φρούραρχος, εἶχεν ἀποκοιμηθῆ καὶ ἐλησμονήθη. Ὁ θόρυβος τὸν ἐξύπνησεν. Ἔξαφνα δὲ εὑρέθη μεταξὺ πλήθους Τούρκων• ἥρπασε τότε αὐτὸς ἕν κατακείμενον καβοῦκι καὶ τὸ ἐφόρεσε• προσποιούμενος δὲ τὸν Τοῦρκον ἐφώναζε δυνατώτερα τῶν ἄλλων καὶ διέφυγε καὶ αὐτός.
Τέλος ὁ Δράμαλης ἀπεφάσισε νὰ ὑποχώρησῃ πρὸς τὴν Κόρινθον ὅπου καὶ τὴν ἀρωγὴν τοῦ στόλου διὰ τοῦ Κόλπου ἐθεώρει βεβαίαν καὶ τὴν μετὰ τοῦ Χουρσὴτ ἐπικοινωνίαν εὐχερεστέραν. Διέδωσεν ὅμως, πολὺ ἐπιτηδείως μάλιστα, ὅτι παρασκευάζεται, ὅπως πάσῃ θυσίᾳ προχώρησῃ πρὸς τὴν Τριπολιτσάν. Ἀλλ’ εἰς τὴν Πελοπόννησον ὑπῆρχε τότε μία στρατηγικὴ κεφαλὴ σκεπτομένη καὶ μία χεὶρ ἐκτελοῦσα. Ἡ κεφαλὴ ἦτο τοῦ Κολοκοτρώνη καὶ ἡ χεὶρ ἦτο τοῦ Νικηταρᾶ. Κατανοήσας τὴν πρόθεσιν τοῦ Δράμαλη ὁ Κολοκοτρώνης ἔταξε διαφόρους ἐκλεκτοὺς σωματάρχας εἰς ἐπίκαιρα σημεῖα τῶν Δερβενακίων. Διὰ νὰ μὴ χρονοτριβῇ δὲ εἰς συζητήσεις μετὰ τῶν ἀντιφρονούντων, ἔλαβε καὶ μέτρα τινὰ διὰ τὴν τυχὸν πρὸς τὴν Τριπολιτσὰν προέλασιν τοῦ Δράμαλη, χωρὶς νὰ πιστεύῃ εἰς αὐτήν.
pamet-thessaloniki