Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2011

ΤΟ ΗΦΑΙΣΤΕΙΟ ΤΟΥ ΒΥΘΟΥ ΒΡΥΧΑΤΑΙ !!!


Παραμόρφωση του Κολούμπο δείχνουν οι υποθαλάσσιες έρευνες
ανοιχτά της Σαντορίνης

Υπό «διακριτική παρακολούθηση» έχουν θέσει Γερμανοί και Έλληνες επιστήμονες
το υποθαλάσσιο ηφαίστειο Κολούμπο στη Σαντορίνη. Σε βάθος 500 μέτρων, φαίνεται
πως σιγά σιγά παραμορφώνεται προκαλώντας σειρά από ασθενείς σεισμικές δονήσεις
βαθιά κάτω από τον πυθμένα της θάλασσας.

«Είναι μια μικρή παραμόρφωση, μερικά χιλιοστά του χιλιοστού, την οποία ανιχνεύσαμε
τόσο στις πλαγιές του ηφαιστείου όσο και σε απόσταση 10 με 15 χιλιόμετρα
περιμετρικά από αυτό», λέει στα «ΝΕΑ» ο Μάρτιν Χεντς, υποψήφιος διδάκτορας
στο Ινστιτούτο Γεωφυσικής και Σεισμολογίας στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου.

Ο κ. Χεντς εξετάζει τα δεδομένα από τα ειδικά όργανα που πόντισε μαζί με
συναδέλφους του στο βορειοανατολικό άκρο της Σαντορίνης, με τη βοήθεια
του ωκεανογραφικού σκάφους «Αιγαίο». Κουνάει αρνητικά το κεφάλι του
λέγοντας ότι «δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι το ηφαίστειο αυτό, που εξερράγη
τελευταία φορά το 1650, πρόκειται να ξαναναστώσει το Αιγαίο στο άμεσο μέλλον».

Το ηφαίστειο Κολούμπο έχει ύψος περίπου 480 μέτρα και καταλήγει σε έναν
κρατήρα με διάμετρο περίπου 1,5 χιλιόμετρα. Μόλις 17 μέτρα πάνω από το
στόμιό του βρίσκεται η επιφάνεια της θάλασσας. «Κάτω από το Κολούμπο,
σε βάθος περίπου 5 χιλιόμετρα στο εσωτερικό της Γης, μεγάλες ποσότητες
μάγματος ακολουθούν ανοδική πορεία προσπαθώντας να βρουν διέξοδο προς
τον θαλάσσιο πυθμένα», λέει στα ΝΕΑ ο κ. Κώστας Παπαζάχος, αναπληρωτής
καθηγητής Γεωφυσικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

Κάτω από τον πυθμένα
«Καθώς το μάγμα και τα υδροθερμικά ρευστά ανέρχονται από τον μαγματικό
θάλαμο, συναντά τα πετρώματα κάτω από τον ηφαιστειακό κώνο και τα συμπιέζει,
σπάζοντάς τα και δημιουργώντας σεισμο-ηφαιστειακούς σεισμούς. Την ίδια στιγμή,
μέσα από τις ρωγμές των πετρωμάτων, αναζητούν διέξοδο προς τα πάνω,
υδροθερμικά αέρια όπως το υδρόθειο και το διοξείδιο του άνθρακα, τα οποία
έχουν πολύ μεγάλη θερμοκρασία που φθάνει ακόμη και τους 220 βαθμούς Κελσίου».

Να λοιπόν ένας λόγος για τον οποίο στον βυθό του βορειοδυτικού άκρου της
Σαντορίνης τα ειδικά όργανα των Ελλήνων και ξένων ειδικών κατέγραψαν μια
σειρά από σμήνη ασθενών σεισμών. Όπως λέει στα «ΝΕΑ» ο κ. Μ. Χεντς,
«μπορεί να φθάσουν τις μερικές εκατοντάδες τη μέρα». Με τη βοήθεια των
συναδέλφων του από το Πανεπιστήμιο του Αμβούργου πόντισε στο
υποθαλάσσιο ηφαίστειο ειδικούς αισθητήρες και όργανα, που λέγονται
κλισιόμετρα. Καθώς τα «μαύρα κουτιά» από τα υποθαλάσσια όργανα
μεταφέρθηκαν για ανάλυση στο Αμβούργο, οι ειδικοί διαπίστωσαν ότι
η παραμόρφωση του κώνου του ηφαιστείου και του πυθμένα περιμετρικά
του αποτελεί μια διαδικασία που εκτυλίσσεται με πολύ αργούς ρυθμούς
και έχει πολύ μεγάλη διάρκεια. «Δεν έχει σχέση δηλαδή με την απότομη
και βίαιη παραμόρφωση που προκαλεί στο έδαφος ένας μεγάλος σεισμός».

Υποβρύχιες «καμινάδες» εκτοξεύουν αέρια
Σαν μια ατμομηχανή που δεν σταματά ποτέ μοιάζει ο βυθός γύρω από το
ηφαίστειο Κολούμπο. Εκεί παρατηρήθηκαν ορισμένοι γεωλογικοί σχηματισμοί
που μοιάζουν με καμινάδες και οι οποίοι έχουν ύψος περίπου τέσσερα μέτρα.

Από μέσα τους, εκτοξεύονται με δύναμη υδροθερμικά αέρια, σε ύψος 10 μέτρα
από τον πυθμένα και έχουν θερμοκρασία μεγαλύτερη από 200 βαθμούς Κελσίου.
Αντιθέτως στο εσωτερικό της καλντέρας στη Σαντορίνη, τα αέρια που διαχέονται
από τον πυθμένα έχουν θερμοκρασίες που κυμαίνονται από 15 έως 17 βαθμούς
Κελσίου. Το φαινόμενο αυτό είναι σε συμφωνία με το γεγονός ότι κάτω από την
καλντέρα δεν καταγράφονται σεισμοί, σε αντίθεση με το Κολούμπο όπου η
εκδήλωσή τους είναι ιδιαίτερα έντονη.

Σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποίησαν επιστήμονες του Εργαστηρίου
Γεωφυσικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, οι περισσότεροι
σεισμοί κάτω από το ηφαίστειο συμβαίνουν σε βάθος από 6 έως 9 χιλιόμετρα,
κατά μήκος ενός κατακόρυφου «σωλήνα» ο οποίος συμπίπτει με τον δρόμο
ανόδου των μαγματικών ρευστών.

Το Κολούμπο ανήκει στο ηφαιστειακό κέντρο της Σαντορίνης όπου μαζί με το
Σουσάκι, τα Μέθανα, τη Μήλο και τη Νίσυρο αποτελούν το Ενεργό Ηφαιστειακό
Τόξο του Νότιου Αιγαίου. Η διαδικασία δημιουργίας του τόξου εικάζεται
ότι ξεκίνησε πριν απο 13 εκατομμύρια χρόνια όταν η ωκεάνια λιθόσφαιρα
της Μεσογείου (το βορειότερο τμήμα της Αφρικανικής πλάκας) υποβυθίζεται
κάτω από την ηπειρωτική λιθόσφαιρα του Αιγαίου με ρυθμό περίπου
3,5 έως 4 εκατοστών τον χρόνο.