Τρίτη, 20 Σεπτεμβρίου 2011
Τέλος χρόνου και τέλος στα παραμύθια των επιτηδείων…
Του Δημήτρη Γιαννακόπουλου
Σύμφωνα με απόλυτα εξακριβωμένες πληροφορίες και για πρώτη φορά συστηματικά ο υπουργός οικονομικών και οι συνεργάτες του προσπάθησαν χθες στην επικοινωνία που είχαν με την τρόικα να κερδίσουν χρόνο για να μην οδηγηθούμε σε στάση πληρωμών, καθώς το κρατικό ταμείο σε τρείς εβδομάδες θα είναι απολύτως άδειο. Έδωσαν πραγματική μάχη για να εξηγήσουν ότι η κοινωνία δεν αντέχει άλλα μέτρα και εξήγησαν αναρμοδίως ότι αυτά που τους ζητούν θα έχουν ως συνέπεια την άμεση πτώση της κυβέρνησης, άρα και την κατάρρευση της προσπάθειας της τρόικας. Τέλος έγινε μια μάλλον δειλή απόπειρα να συναρτηθεί η επικοινωνιακή αδυναμία της κυβέρνησης ως προς την επιβολή νέων εξοντωτικών μέτρων με την αναποφασιστικότητα της Ευρωζώνης να...
προωθήσει ταχύτερα τα συμπεφωνημένα στο τελευταίο «πακέτο διάσωσης».
Αυτό εξόργισε ακόμη περισσότερο τα μέλη της τρόικας, τα οποία λένε ότι ο κ. Βενιζέλος ομιλεί μια διαφορετική γλώσσα από αυτούς και ότι δύσκολα μπορούν να συνεννοηθούν μαζί του. Μάλιστα έχει δημιουργηθεί κλίμα εναντίον του στα κέντρα των αποφάσεων και ξεκίνησε μια καμπάνια προς τους δημοσιογράφους των διεθνών ΜΜΕ, ώστε ο τελευταίος να θεωρηθεί απειλή για την προώθηση της συμφωνίας που δήθεν θα έδινε χρόνο στην Ελλάδα για δημοσιονομική ανάταξη και θα προστάτευε τη ζώνη του ευρώ από την πίεση της χρηματαγοράς. Όλα τώρα δείχνουν ότι τα πράγματα οδηγούνται επιτηδείως σε αδιέξοδο με την ευθύνη να μετακυλύεται από την τρόικα στη κυβέρνηση και μάλιστα με ιδιαίτερη έμφαση στον αρνητικό ρόλο – όπως υποστηρίζουν – του νέου υπουργού οικονομικών.
Αυτά είναι τα νέα. Η είδηση όμως είναι άλλη. ΗΠΑ, Γερμανία και Γαλλία κατέληξαν ότι δεν υπάρχει άλλος χρόνος για πειραματισμούς στην Ελλάδα και ότι το τραπεζικό σύστημα θα πρέπει να απορροφήσει άμεσα με ανακεφαλαίωση μια αναδιάρθρωση του ελληνικού δημόσιου χρέους 50-60%, ώστε αμέσως μετά να ξεκινήσει μια νέα προσπάθεια αναθεώρησης της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, με στόχο την οικονομική ολοκλήρωση σε σύντομο και σαφώς προσδιορισμένο χρονικό διάστημα. Τούτο όμως σε υψηλό πολιτικό και μάλλον αφηρημένο επίπεδο. Για την συγκεκριμενοποίηση ενός σχεδίου οικονομικής διακυβέρνησης στην ΕΕ και όχι απλώς στην ευρωζώνη, όπως επέμειναν οι ΗΠΑ, απαιτείται περισσότερο από ένα εξάμηνο, εντός του οποίου θα πρέπει να ηρεμήσει η χρηματαγορά και να εξασθενήσει ελαφρώς το κοινό νόμισμα, δίχως όμως ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη να ξεπεράσει το 2%.
Όλα αυτά δεν θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν δίχως την απαλλαγή από το «ελληνικό βάρος», το οποίο ναι μεν είναι σχετικά μικρό σε απόλυτα οικονομικά μεγέθη, αλλά εξελίχθητε δυσβάσταχτο πολιτικά, από τη στιγμή μάλιστα που η συμφωνία του καλοκαιριού αποδείχθηκε φάρσα: τόσο σε επίπεδο χρηματοπιστωτικής διαχείρισης (τράπεζες και άλλοι θεσμικοί επενδυτές), όσο και σε εκείνο της στρατηγικής του δανεισμού αυτού καθεαυτού, καθώς προέβλεπε χώρες της ευρωζώνης να δανείζουν την Ελλάδα με επιτόκιο χαμηλότερο από αυτό που πιθανότατα να δανείζονταν οι ίδιες στη σημερινή αρνητική χρηματοπιστωτική συγκυρία.
Η συζήτηση λοιπόν για τα νέα μέτρα που δήθεν θα (ξανα)σώσουν την Ελλάδα, είναι πλέον σε μεγάλο βαθμό προσχηματική. Γίνεται για τα μάτια του κόσμου και για να χωνέψουν οι Έλληνες και η διεθνής κοινή γνώμη ότι η Ελλάδα είναι μια εξαίρεση που απαιτεί ιδιαίτερη μεταχείριση. Δεν προσφέρεται ούτε η τρέχουσα συνταγή της τρόικας για άμεση, δραστική μείωση του κόστους εργασίας και κάθετο αποπληθωρισμό σε τιμές και μισθούς, ούτε ασφαλώς η φαιδρή συμφωνία για ανταλλαγή χρεών που αποδέχθηκε πρόχειρα η Γερμανία για την Ελλάδα, κάτω από την πίεση των τραπεζών και των ΗΠΑ. Τίποτε από αυτά δεν λύνει το πρόβλημα της παραγωγικής δομής της χώρας και το οξύ ανταγωνιστικό της πρόβλημα που συναρτάται κυρίως με το πρώτο, όπως επιτέλους διαπιστώνουν όσοι σοβαρά ενεπλάκησαν τον τελευταίο καιρό με το ελληνικό ζήτημα.
Το ερώτημα αυτή τη στιγμή τόσο στο Βερολίνο, όσο και στην Ουάσιγκτον είναι καθαρά πολιτικό και όχι οικονομικό: Να οδηγηθεί η Ελλάδα κάτω από την πίεση της τρόικας σε πολιτικο-κοινωνική κρίση που θα δικαιολογήσει την αδρανοποίησή της εντός της ευρωζώνης και μια απολύτως νέα διευθέτηση του ελληνικού ζητήματος, η οποία θα προϋποθέτει ασφαλώς αναδιάρθρωση του χρέους ή να συγκληθεί αμέσως μια Σύνοδος κορυφής, που θα παρουσιάσει ένα νέο σχέδιο «καραντίνα» για την Ελλάδα, για να αποσοβηθεί ο κίνδυνος κλιμάκωσης της κοινωνικής αναστάτωσης στη χώρα;
Το τελευταίο σενάριο έχει τρομερές θεσμικές δυσκολίες και σε κάθε περίπτωση απαιτείται αίτημα από ελληνικής πλευράς, το οποίο όμως δεν αρκεί να διατυπωθεί μόνον από τη κυβέρνηση - όπως λένε οικονομικοί παράγοντες των Βρυξελλών. Τίθεται ως προϋπόθεση η ρητή συμφωνία όλων των πολιτικών δυνάμεων και η κύρωση των νέων διευθετήσεων με τη μορφή διεθνούς σύμβασης από την ελληνική βουλή, με δέσμευση μάλιστα ότι θα υπάρξει συνταγματοποίηση των δημοσιονομικών όρων. Με δύο λόγια βρισκόμαστε ενώπιον μιας δραματικής κλιμάκωσης της κρίσης, καθώς πλέον ο χρόνος του παιγνίου της κυβέρνησης εντός της ΕΕ εξέπνευσε μαζί με τα παραμύθια των επιτηδείων του καθεστώτος. Το ζήτημα για τον ελληνικό λαό είναι αν θα αποδεχθεί να ενταχθεί σε μια απολύτως εξευτελιστική καραντίνα εντός της ΕΕ, ή αν θα αναζητήσει την πιθανότητα επιβίωσης έξω από την Ένωση. Αν θα υποταχθεί στη τύχη που του επιφυλάσσει το καθεστώς με τους διεθνείς «συμμάχους» του ή θα διεκδικήσει το δικαίωμα αυτοκυβέρνησης και πολιτικο-οικονομικής αυτοδιάθεσης. Και για να μην λαϊκίσουμε ούτε κατ’ ίχνος, το ερώτημα είναι εάν υπάρχει προοδευτική κοινωνία πατριωτών και αριστερές δυνάμεις που θα μπορούσαν να υποστηρίξουν από κοινού και οργανωμένα, δίχως υποκρισία, ιδιοτέλεια, μαξιμαλισμούς και σαχλαμάρες, ένα πρόγραμμα κοινωνικού και οικονομικού μετασχηματισμού, το οποίο εκτός από απαλλαγή από ένα μεγάλο μέρος του δημόσιου χρέους και αναδιάρθρωση του ιδιωτικού θα προέβλεπε την έκδοση εθνικού νομίσματος και «δραχμοποίηση» του συνολικού χρέους, ώστε να μπουν οι βάσεις για την δημιουργία ενός 20ετους αναπτυξιακού προγράμματος, το οποίο κρίνεται απαραίτητο.
Εύκολες και ανέξοδες λύσεις δεν υπάρχουν πλέον. Καλό είναι να εκλείψουν και οι τζάμπα μάγκες. Το καθεστώς με την πολιτικομεγαλοεπιχειρηματική τάξη οδήγησαν τη χώρα στο μη παρέκει: μπρος είναι ο γκρεμός και πίσω το ρέμα. Η κοινωνία θα υποστεί σε κάθε περίπτωση δραματική φτωχοποίηση. Το ζήτημα είναι αν έχουμε το κουράγιο και την πολιτική αρετή να προχωρήσουμε σχετικά ανεξάρτητα και δημιουργικά μπροστά, παρά τις τρομερές δυσκολίες που θα αντιμετωπίσουμε, ξαναφτιάχνοντας την διοίκηση και προτάσσοντας τον εκδημοκρατισμό με δική μας συνταγή ανάπτυξης, ή εάν προτιμήσουμε από το κρεβάτι των «ιατρών του ΔΝΤ» να περάσουμε στον «θάλαμο απομόνωσης» της ΕΕ, μέχρι να μας περάσει το «κολλητικό νόσημα» και να εξυγιανθούμε ανταγωνιστικώς, αφού φτωχύνουμε δραματικώς και βιώσουμε την ανεργία του ενός τετάρτου του εργατικού δυναμικού!
Για τους φίλους είναι μάλλον περιττό να αποσαφηνίσω, ότι από τη στιγμή που το καθεστώς και η κυβέρνηση απέφυγαν να ακολουθήσουν από την αρχή τη στρατηγική παραμονής μας στην ΕΕ που υπερασπίσθηκα δημοσίως, δεν θεωρώ ότι υπάρχει καλύτερη εθνική επιλογή πλέον πέραν από εκείνη που συνηγορεί υπέρ μιας καλά οργανωμένης αποχώρησης από την ΕΕ, με σκληρή όμως διαπραγμάτευση με τους εταίρους μας, προειδοποιώντας παράλληλα τη κυβέρνηση των ΗΠΑ ότι εάν δεν διασφαλίσει τα εθνικά μας συμφέροντα στη συγκυρία ατομικά, με τους συμμάχους της και μέσω των διεθνών θεσμών που ελέγχει, θα τινάξουμε το ΝΑΤΟ στον αέρα και θα κλονίσουμε την διεθνή πολιτική ισορροπία. Ο βρεγμένος τη βροχή δεν τη φοβάται! Δυστυχώς, έτσι όπως έχουν αυτή τη στιγμή τα πράγματα δεν βλέπω άλλη οδό που να συνδυάζει εκδημοκρατισμό με λαϊκή κυριαρχία και ανάπτυξη για την πατρίδα μας και αυτό με απόλυτη ευθύνη τόσο του δικομματισμού της μεταπολίτευσης όσο και εκείνων που τον στήριξαν στο εσωτερικό και από το εξωτερικό (κυρίως ΗΠΑ και Γερμανία), διότι έτσι τους συνέφερε.
Θα είμαι έτοιμος να αναθεωρήσω αυτή τη «σκληρή» στάση, αν υπάρξει έστω και μια σοβαρή προϋπόθεση θεσμικής αναδιοργάνωσης της Ένωσης με κατεύθυνση την υιοθέτηση μιας εντελώς διαφορετικής ευρωπαϊκής Συνθήκης που θα αντικαθιστούσε το τρέχον δόγμα του νεοφιλελευθερισμού, με κοινές πολιτικές που θα διασφάλιζαν μια δημοκρατική πορεία ενότητας με σεβασμό στην διαφορετικότητα. Όλα όμως δείχνουν ότι το στοίχημα για μια Ομοσπονδιακή Ευρώπη των λαών ούτε καν θα υπάρξει πολιτικά (και όχι απλώς ιδεαλιστικά), διότι ελάχιστοι φαίνεται να είναι πολιτικά ώριμοι, οικονομικά ευέλικτοι, στρατηγικά εμπνευσμένοι και αρκετά έξυπνοι για να πόνταραν σε αυτό.
Σύμφωνα με απόλυτα εξακριβωμένες πληροφορίες και για πρώτη φορά συστηματικά ο υπουργός οικονομικών και οι συνεργάτες του προσπάθησαν χθες στην επικοινωνία που είχαν με την τρόικα να κερδίσουν χρόνο για να μην οδηγηθούμε σε στάση πληρωμών, καθώς το κρατικό ταμείο σε τρείς εβδομάδες θα είναι απολύτως άδειο. Έδωσαν πραγματική μάχη για να εξηγήσουν ότι η κοινωνία δεν αντέχει άλλα μέτρα και εξήγησαν αναρμοδίως ότι αυτά που τους ζητούν θα έχουν ως συνέπεια την άμεση πτώση της κυβέρνησης, άρα και την κατάρρευση της προσπάθειας της τρόικας. Τέλος έγινε μια μάλλον δειλή απόπειρα να συναρτηθεί η επικοινωνιακή αδυναμία της κυβέρνησης ως προς την επιβολή νέων εξοντωτικών μέτρων με την αναποφασιστικότητα της Ευρωζώνης να...
προωθήσει ταχύτερα τα συμπεφωνημένα στο τελευταίο «πακέτο διάσωσης».
Αυτό εξόργισε ακόμη περισσότερο τα μέλη της τρόικας, τα οποία λένε ότι ο κ. Βενιζέλος ομιλεί μια διαφορετική γλώσσα από αυτούς και ότι δύσκολα μπορούν να συνεννοηθούν μαζί του. Μάλιστα έχει δημιουργηθεί κλίμα εναντίον του στα κέντρα των αποφάσεων και ξεκίνησε μια καμπάνια προς τους δημοσιογράφους των διεθνών ΜΜΕ, ώστε ο τελευταίος να θεωρηθεί απειλή για την προώθηση της συμφωνίας που δήθεν θα έδινε χρόνο στην Ελλάδα για δημοσιονομική ανάταξη και θα προστάτευε τη ζώνη του ευρώ από την πίεση της χρηματαγοράς. Όλα τώρα δείχνουν ότι τα πράγματα οδηγούνται επιτηδείως σε αδιέξοδο με την ευθύνη να μετακυλύεται από την τρόικα στη κυβέρνηση και μάλιστα με ιδιαίτερη έμφαση στον αρνητικό ρόλο – όπως υποστηρίζουν – του νέου υπουργού οικονομικών.
Αυτά είναι τα νέα. Η είδηση όμως είναι άλλη. ΗΠΑ, Γερμανία και Γαλλία κατέληξαν ότι δεν υπάρχει άλλος χρόνος για πειραματισμούς στην Ελλάδα και ότι το τραπεζικό σύστημα θα πρέπει να απορροφήσει άμεσα με ανακεφαλαίωση μια αναδιάρθρωση του ελληνικού δημόσιου χρέους 50-60%, ώστε αμέσως μετά να ξεκινήσει μια νέα προσπάθεια αναθεώρησης της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, με στόχο την οικονομική ολοκλήρωση σε σύντομο και σαφώς προσδιορισμένο χρονικό διάστημα. Τούτο όμως σε υψηλό πολιτικό και μάλλον αφηρημένο επίπεδο. Για την συγκεκριμενοποίηση ενός σχεδίου οικονομικής διακυβέρνησης στην ΕΕ και όχι απλώς στην ευρωζώνη, όπως επέμειναν οι ΗΠΑ, απαιτείται περισσότερο από ένα εξάμηνο, εντός του οποίου θα πρέπει να ηρεμήσει η χρηματαγορά και να εξασθενήσει ελαφρώς το κοινό νόμισμα, δίχως όμως ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη να ξεπεράσει το 2%.
Όλα αυτά δεν θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν δίχως την απαλλαγή από το «ελληνικό βάρος», το οποίο ναι μεν είναι σχετικά μικρό σε απόλυτα οικονομικά μεγέθη, αλλά εξελίχθητε δυσβάσταχτο πολιτικά, από τη στιγμή μάλιστα που η συμφωνία του καλοκαιριού αποδείχθηκε φάρσα: τόσο σε επίπεδο χρηματοπιστωτικής διαχείρισης (τράπεζες και άλλοι θεσμικοί επενδυτές), όσο και σε εκείνο της στρατηγικής του δανεισμού αυτού καθεαυτού, καθώς προέβλεπε χώρες της ευρωζώνης να δανείζουν την Ελλάδα με επιτόκιο χαμηλότερο από αυτό που πιθανότατα να δανείζονταν οι ίδιες στη σημερινή αρνητική χρηματοπιστωτική συγκυρία.
Η συζήτηση λοιπόν για τα νέα μέτρα που δήθεν θα (ξανα)σώσουν την Ελλάδα, είναι πλέον σε μεγάλο βαθμό προσχηματική. Γίνεται για τα μάτια του κόσμου και για να χωνέψουν οι Έλληνες και η διεθνής κοινή γνώμη ότι η Ελλάδα είναι μια εξαίρεση που απαιτεί ιδιαίτερη μεταχείριση. Δεν προσφέρεται ούτε η τρέχουσα συνταγή της τρόικας για άμεση, δραστική μείωση του κόστους εργασίας και κάθετο αποπληθωρισμό σε τιμές και μισθούς, ούτε ασφαλώς η φαιδρή συμφωνία για ανταλλαγή χρεών που αποδέχθηκε πρόχειρα η Γερμανία για την Ελλάδα, κάτω από την πίεση των τραπεζών και των ΗΠΑ. Τίποτε από αυτά δεν λύνει το πρόβλημα της παραγωγικής δομής της χώρας και το οξύ ανταγωνιστικό της πρόβλημα που συναρτάται κυρίως με το πρώτο, όπως επιτέλους διαπιστώνουν όσοι σοβαρά ενεπλάκησαν τον τελευταίο καιρό με το ελληνικό ζήτημα.
Το ερώτημα αυτή τη στιγμή τόσο στο Βερολίνο, όσο και στην Ουάσιγκτον είναι καθαρά πολιτικό και όχι οικονομικό: Να οδηγηθεί η Ελλάδα κάτω από την πίεση της τρόικας σε πολιτικο-κοινωνική κρίση που θα δικαιολογήσει την αδρανοποίησή της εντός της ευρωζώνης και μια απολύτως νέα διευθέτηση του ελληνικού ζητήματος, η οποία θα προϋποθέτει ασφαλώς αναδιάρθρωση του χρέους ή να συγκληθεί αμέσως μια Σύνοδος κορυφής, που θα παρουσιάσει ένα νέο σχέδιο «καραντίνα» για την Ελλάδα, για να αποσοβηθεί ο κίνδυνος κλιμάκωσης της κοινωνικής αναστάτωσης στη χώρα;
Το τελευταίο σενάριο έχει τρομερές θεσμικές δυσκολίες και σε κάθε περίπτωση απαιτείται αίτημα από ελληνικής πλευράς, το οποίο όμως δεν αρκεί να διατυπωθεί μόνον από τη κυβέρνηση - όπως λένε οικονομικοί παράγοντες των Βρυξελλών. Τίθεται ως προϋπόθεση η ρητή συμφωνία όλων των πολιτικών δυνάμεων και η κύρωση των νέων διευθετήσεων με τη μορφή διεθνούς σύμβασης από την ελληνική βουλή, με δέσμευση μάλιστα ότι θα υπάρξει συνταγματοποίηση των δημοσιονομικών όρων. Με δύο λόγια βρισκόμαστε ενώπιον μιας δραματικής κλιμάκωσης της κρίσης, καθώς πλέον ο χρόνος του παιγνίου της κυβέρνησης εντός της ΕΕ εξέπνευσε μαζί με τα παραμύθια των επιτηδείων του καθεστώτος. Το ζήτημα για τον ελληνικό λαό είναι αν θα αποδεχθεί να ενταχθεί σε μια απολύτως εξευτελιστική καραντίνα εντός της ΕΕ, ή αν θα αναζητήσει την πιθανότητα επιβίωσης έξω από την Ένωση. Αν θα υποταχθεί στη τύχη που του επιφυλάσσει το καθεστώς με τους διεθνείς «συμμάχους» του ή θα διεκδικήσει το δικαίωμα αυτοκυβέρνησης και πολιτικο-οικονομικής αυτοδιάθεσης. Και για να μην λαϊκίσουμε ούτε κατ’ ίχνος, το ερώτημα είναι εάν υπάρχει προοδευτική κοινωνία πατριωτών και αριστερές δυνάμεις που θα μπορούσαν να υποστηρίξουν από κοινού και οργανωμένα, δίχως υποκρισία, ιδιοτέλεια, μαξιμαλισμούς και σαχλαμάρες, ένα πρόγραμμα κοινωνικού και οικονομικού μετασχηματισμού, το οποίο εκτός από απαλλαγή από ένα μεγάλο μέρος του δημόσιου χρέους και αναδιάρθρωση του ιδιωτικού θα προέβλεπε την έκδοση εθνικού νομίσματος και «δραχμοποίηση» του συνολικού χρέους, ώστε να μπουν οι βάσεις για την δημιουργία ενός 20ετους αναπτυξιακού προγράμματος, το οποίο κρίνεται απαραίτητο.
Εύκολες και ανέξοδες λύσεις δεν υπάρχουν πλέον. Καλό είναι να εκλείψουν και οι τζάμπα μάγκες. Το καθεστώς με την πολιτικομεγαλοεπιχειρηματική τάξη οδήγησαν τη χώρα στο μη παρέκει: μπρος είναι ο γκρεμός και πίσω το ρέμα. Η κοινωνία θα υποστεί σε κάθε περίπτωση δραματική φτωχοποίηση. Το ζήτημα είναι αν έχουμε το κουράγιο και την πολιτική αρετή να προχωρήσουμε σχετικά ανεξάρτητα και δημιουργικά μπροστά, παρά τις τρομερές δυσκολίες που θα αντιμετωπίσουμε, ξαναφτιάχνοντας την διοίκηση και προτάσσοντας τον εκδημοκρατισμό με δική μας συνταγή ανάπτυξης, ή εάν προτιμήσουμε από το κρεβάτι των «ιατρών του ΔΝΤ» να περάσουμε στον «θάλαμο απομόνωσης» της ΕΕ, μέχρι να μας περάσει το «κολλητικό νόσημα» και να εξυγιανθούμε ανταγωνιστικώς, αφού φτωχύνουμε δραματικώς και βιώσουμε την ανεργία του ενός τετάρτου του εργατικού δυναμικού!
Για τους φίλους είναι μάλλον περιττό να αποσαφηνίσω, ότι από τη στιγμή που το καθεστώς και η κυβέρνηση απέφυγαν να ακολουθήσουν από την αρχή τη στρατηγική παραμονής μας στην ΕΕ που υπερασπίσθηκα δημοσίως, δεν θεωρώ ότι υπάρχει καλύτερη εθνική επιλογή πλέον πέραν από εκείνη που συνηγορεί υπέρ μιας καλά οργανωμένης αποχώρησης από την ΕΕ, με σκληρή όμως διαπραγμάτευση με τους εταίρους μας, προειδοποιώντας παράλληλα τη κυβέρνηση των ΗΠΑ ότι εάν δεν διασφαλίσει τα εθνικά μας συμφέροντα στη συγκυρία ατομικά, με τους συμμάχους της και μέσω των διεθνών θεσμών που ελέγχει, θα τινάξουμε το ΝΑΤΟ στον αέρα και θα κλονίσουμε την διεθνή πολιτική ισορροπία. Ο βρεγμένος τη βροχή δεν τη φοβάται! Δυστυχώς, έτσι όπως έχουν αυτή τη στιγμή τα πράγματα δεν βλέπω άλλη οδό που να συνδυάζει εκδημοκρατισμό με λαϊκή κυριαρχία και ανάπτυξη για την πατρίδα μας και αυτό με απόλυτη ευθύνη τόσο του δικομματισμού της μεταπολίτευσης όσο και εκείνων που τον στήριξαν στο εσωτερικό και από το εξωτερικό (κυρίως ΗΠΑ και Γερμανία), διότι έτσι τους συνέφερε.
Θα είμαι έτοιμος να αναθεωρήσω αυτή τη «σκληρή» στάση, αν υπάρξει έστω και μια σοβαρή προϋπόθεση θεσμικής αναδιοργάνωσης της Ένωσης με κατεύθυνση την υιοθέτηση μιας εντελώς διαφορετικής ευρωπαϊκής Συνθήκης που θα αντικαθιστούσε το τρέχον δόγμα του νεοφιλελευθερισμού, με κοινές πολιτικές που θα διασφάλιζαν μια δημοκρατική πορεία ενότητας με σεβασμό στην διαφορετικότητα. Όλα όμως δείχνουν ότι το στοίχημα για μια Ομοσπονδιακή Ευρώπη των λαών ούτε καν θα υπάρξει πολιτικά (και όχι απλώς ιδεαλιστικά), διότι ελάχιστοι φαίνεται να είναι πολιτικά ώριμοι, οικονομικά ευέλικτοι, στρατηγικά εμπνευσμένοι και αρκετά έξυπνοι για να πόνταραν σε αυτό.