Τρίτη, 8 Νοεμβρίου 2011
Εθνική αυτοκτονία
Του Σταύρου Χριστακόπουλου - Από σήμερα η «κυβέρνηση των πιστωτών» θα αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας στο όνομα της έκτης δόσης, της «παραμονής στο ευρώ», της αποτροπής της χρεοκοπίας, της πολλοστής κατά σειρά «σωτηρίας της χώρας». Με πρωθυπουργό, αν όλα πάνε κατά πώς συζητούνταν χθες το βράδυ, είτε έναν τραπεζίτη εκλεκτό της Μέρκελ είτε τον εκπρόσωπό μας στο ΔΝΤ. Με αντικείμενο τον έλεγχο της χρεοκοπίας της Ελλάδας, το ξεπούλημά της και την αλλαγή του νομικού καθεστώτος του χρέους της.Καθώς η μια εθνική ταπείνωση διαδέχεται την άλλη, η χώρα μας αφήνει πίσω πολιτική ανεξαρτησία, εθνική κυριαρχία και κάθε δυνατότητα να αποφασίζει για την τύχη της.
Με τον έναν απίστευτο τρόπο ο επίτροπος της Ε.Ε. για τις οικονομικές και νομισματικές υποθέσεις Όλι Ρεν, στον δρόμο που χάραξαν την περασμένη εβδομάδα η Μέρκελ και ο Σαρκοζί, έθεσε χθες με απίστευτο πολιτικό κυνισμό μια ακόμη προϋπόθεση για την «έκτη δόση»: «Περιμένουμε από την καινούργια κυβέρνηση που θα σχηματιστεί να δεσμευτεί εγγράφως πως θα τηρηθούν οι δεσμεύσεις για μεταρρυθμίσεις».
Η εγγύηση αυτή δεν θα ζητηθεί μόνο από τη νέα κυβέρνηση, αλλά επιπλέον από το ΠΑΣΟΚ και τη Ν.Δ., τα δύο κόμματα που θα τη στηρίξουν.
Παράλληλα η Άνγκελα Μέρκελ, την ώρα που η Ν.Δ. επέμενε με… non paper να υποστηρίζει ότι θα πρόκειται για «κυβέρνηση 100 ημερών», φρόντιζε να διαλύσει τις ψευδαισθήσεις και τα ψεύδη εντός Ελλάδος: η διάρκεια της δήθεν μεταβατικής κυβέρνησης θα τραβήξει όσο χρειαστεί ώστε αυτή να εγγυηθεί την υλοποίηση των υποχρεώσεων που η Ελλάδα έχει αναλάβει.
Έτσι μπορεί να προβάλλεται το τέλος Φεβρουαρίου ως εκλογικός χρόνος, αλλά, όπως από χθες προειδοποιήσαμε, καμιά τέτοια εγγύηση δεν μπορεί να παρασχεθεί, όποια κι αν είναι η συμφωνία μεταξύ των δύο ελληνικών κομμάτων. Ποιος άλλωστε θα μπει στον κόπο να δώσει τέτοια εγγύηση όταν η ευρωζώνη, το φετίχ του ελληνικού πολιτικού συστήματος, κλυδωνίζεται και απειλείται ανοιχτά με κατάρρευση;
Υπό «κανονικές» συνθήκες, αυτό που θα έπρεπε να μας απασχολήσει ήδη από σήμερα είναι ότι η υπό ανακοίνωση «κυβέρνηση των δανειστών» σηματοδοτεί, εκτός από την οικονομική και πολιτική κατοχή της Ελλάδας, και το τέλος του πολιτικού συστήματος, όπως το έχουμε γνωρίσει τις τελευταίες δεκαετίες. Η κυβέρνηση αυτή, συμπαρασύροντας και την αξιωματική αντιπολίτευση στα βαθιά της κρίσης, προεξοφλεί δύο εξελίξεις:
1. Την απώλεια κάθε προοπτικής μιας αυτοδύναμης μονοκομματικής διακυβέρνησης στο ορατό μέλλον. Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο τα περισσότερα μικρά κόμματα, κοινοβουλευτικά (ΛΑΟΣ) και μη κοινοβουλευτικά (ΔΗΜΑΡ, ΔΗΣΥ, Οικολόγοι Πράσινοι), με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, την καλοδέχονται ακόμη κι αν δεν συμμετέχουν σε αυτήν.
2. Τη έναρξη μιας – άγνωστο πόσο μακράς – περιόδου πολιτικής αστάθειας. Μια κυβέρνηση «φερτή» από τους δανειστές, η οποία δεν έχει προκύψει από εκλογές και δεν αποτυπώνει ούτε κατ’ ελάχιστον τα σημερινά πολιτικά δεδομένα, προορισμένη να υλοποιήσει ό,τι χειρότερο περιμέναμε την τελευταία διετία, προφανώς δεν θα μακροημερεύσει.
Δεδομένου μάλιστα ότι συμπεριλαμβάνει τις δύο μεγαλύτερες πολιτικές παρατάξεις και μειώνει στο ελάχιστο τις πιθανότητες της συνήθους δικομματικής εναλλαγής, ανοίγει τον δρόμο σε διαδοχικά πολυσυλλεκτικά κυβερνητικά σχήματα αμφίβολης βιωσιμότητας και πυροδοτεί τάσεις διάσπασης και αποσύνθεσης των παραδοσιακών πολιτικών σχηματισμών. Ενώ όμως η πολιτική διάλυση θα είναι σχετικά σύντομη, η ανασύνθεση του πολιτικού τοπίου είναι άγνωστο αν, πότε και πώς θα επιτευχθεί. Σίγουρα πάντως όχι πριν από την επίσημη πτώχευση της χώρας.
Με τον έναν απίστευτο τρόπο ο επίτροπος της Ε.Ε. για τις οικονομικές και νομισματικές υποθέσεις Όλι Ρεν, στον δρόμο που χάραξαν την περασμένη εβδομάδα η Μέρκελ και ο Σαρκοζί, έθεσε χθες με απίστευτο πολιτικό κυνισμό μια ακόμη προϋπόθεση για την «έκτη δόση»: «Περιμένουμε από την καινούργια κυβέρνηση που θα σχηματιστεί να δεσμευτεί εγγράφως πως θα τηρηθούν οι δεσμεύσεις για μεταρρυθμίσεις».
Η εγγύηση αυτή δεν θα ζητηθεί μόνο από τη νέα κυβέρνηση, αλλά επιπλέον από το ΠΑΣΟΚ και τη Ν.Δ., τα δύο κόμματα που θα τη στηρίξουν.
Παράλληλα η Άνγκελα Μέρκελ, την ώρα που η Ν.Δ. επέμενε με… non paper να υποστηρίζει ότι θα πρόκειται για «κυβέρνηση 100 ημερών», φρόντιζε να διαλύσει τις ψευδαισθήσεις και τα ψεύδη εντός Ελλάδος: η διάρκεια της δήθεν μεταβατικής κυβέρνησης θα τραβήξει όσο χρειαστεί ώστε αυτή να εγγυηθεί την υλοποίηση των υποχρεώσεων που η Ελλάδα έχει αναλάβει.
Έτσι μπορεί να προβάλλεται το τέλος Φεβρουαρίου ως εκλογικός χρόνος, αλλά, όπως από χθες προειδοποιήσαμε, καμιά τέτοια εγγύηση δεν μπορεί να παρασχεθεί, όποια κι αν είναι η συμφωνία μεταξύ των δύο ελληνικών κομμάτων. Ποιος άλλωστε θα μπει στον κόπο να δώσει τέτοια εγγύηση όταν η ευρωζώνη, το φετίχ του ελληνικού πολιτικού συστήματος, κλυδωνίζεται και απειλείται ανοιχτά με κατάρρευση;
Υπό «κανονικές» συνθήκες, αυτό που θα έπρεπε να μας απασχολήσει ήδη από σήμερα είναι ότι η υπό ανακοίνωση «κυβέρνηση των δανειστών» σηματοδοτεί, εκτός από την οικονομική και πολιτική κατοχή της Ελλάδας, και το τέλος του πολιτικού συστήματος, όπως το έχουμε γνωρίσει τις τελευταίες δεκαετίες. Η κυβέρνηση αυτή, συμπαρασύροντας και την αξιωματική αντιπολίτευση στα βαθιά της κρίσης, προεξοφλεί δύο εξελίξεις:
1. Την απώλεια κάθε προοπτικής μιας αυτοδύναμης μονοκομματικής διακυβέρνησης στο ορατό μέλλον. Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο τα περισσότερα μικρά κόμματα, κοινοβουλευτικά (ΛΑΟΣ) και μη κοινοβουλευτικά (ΔΗΜΑΡ, ΔΗΣΥ, Οικολόγοι Πράσινοι), με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, την καλοδέχονται ακόμη κι αν δεν συμμετέχουν σε αυτήν.
2. Τη έναρξη μιας – άγνωστο πόσο μακράς – περιόδου πολιτικής αστάθειας. Μια κυβέρνηση «φερτή» από τους δανειστές, η οποία δεν έχει προκύψει από εκλογές και δεν αποτυπώνει ούτε κατ’ ελάχιστον τα σημερινά πολιτικά δεδομένα, προορισμένη να υλοποιήσει ό,τι χειρότερο περιμέναμε την τελευταία διετία, προφανώς δεν θα μακροημερεύσει.