Γράφει ο Ceteris Paribus
Η γερμανική ηγεσία διαλαλεί σε όλους την αδυναμία της να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε σημαντική πρόκληση μέχρι τις γερμανικές εκλογές με έναν τρόπο μη συνετό. Διότι έτσι αποποιείται μεν «μέχρι νεωτέρας», προβάλλοντας μια καλή δικαιολογία, τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το ρόλο της ως ηγεμονικής δύναμης στην Ευρωζώνη και την Ε.Ε., ταυτόχρονα όμως προβάλλει εμφατικά την αδυναμία της σε όλους τους ανταγωνιστές της.Είναι σαν να διαλαλεί: «όποιος θέλει να με πιέσει, η ευκαιρία να το κάνει είναι τώρα, η στιγμή της αδυναμίας μου είναι τώρα, διατελώ σε κατάσταση αναστολής του ηγεμονικού μου ρόλου…».
Όταν το «φωνάζεις» τόσο δυνατά, είναι βέβαιο ότι θα το «ακούσουν» όλοι, θα το πάρουν σοβαρά υπόψη τους και θα πράξουν αναλόγως…
Τα πράγματα γίνονται ακόμη χειρότερα επειδή αυτή η πολιτική αδυναμία «συντονίζεται» με το μεγάλο οικονομικό πρόβλημα που λέγεται Deutsche Bank. Που ο κόσμος όλος γνωρίζει ότι πίσω του κρύβονται οι «σκελετοί στην ντουλάπα» ολόκληρου του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος, αλλά και η μεγάλη απειλή ενός νέου, καταστροφικού «επεισοδίου» υποτροπής της παγκόσμιας χρηματο-οικονομικής κρίσης.
Τέλος, κανείς πλέον δεν πιστεύει ότι ύστερα από τις γερμανικές εκλογές η -όποια- γερμανική κυβέρνηση θα έχει λυμένα τα χέρια της. Αυτό είναι ακόμη χειρότερο, διότι όλο και περισσότεροι «παίκτες» της ευρωπαϊκής και παγκόσμιας πολιτικής σκέφτονται ότι το να περιμένουν τις γερμανικές εκλογές συνιστά χάσιμο χρόνου και ευκαιριών για πρωτοβουλίες. Έτσι, η γερμανική «έκκληση» που ισοδυναμεί με το «περιμένετε τις εκλογές μας και ύστερα βλέπουμε», παράγει το εντελώς αντίθετο αποτέλεσμα: ευνοεί την ανάπτυξη κάθε είδους «αυτοσχεδιασμών» και πρωτοβουλιών στο κενό που αφήνει η «υπό αναστολή» γερμανική ηγεμονία – που όλο και περισσότεροι αρχίζουν να εκτιμούν ότι είναι μονιμότερου χαρακτήρα.
Τα αποτελέσματα όλων αυτών μπορεί να τα δει κανείς εύγλωττα στο «θάρρος» που απέκτησαν χώρες όπως η Ουγγαρία και η Τσεχία ή στο δυνάμωμα της έντασης της «φωνής» ισχυρών Ευρωπαίων παραγόντων όπως ο Μάριο Ντράγκι, ο Ζαν-Πολ Γιουνκέρ, ο Ρέντσι.
Η γερμανική ηγεσία έχει την τάση να αντιμετωπίζει αυτούς τους «αυτοσχεδιασμούς» με ψυχραιμία, εκτιμώντας βάσιμα ότι πολλοί μπορεί να «γκρινιάζουν» ή «να κάνουν το κομμάτι τους», αλλά κανείς δεν έχει το σθένος να κάνει κάτι ουσιαστικό ούτε, πολύ περισσότερο, να διεκδικήσει το ρόλο του ηγεμόνα.
ΔΝΤ – Ευρώπη, ΗΠΑ – Γερμανία
Όμως οι πραγματικά καταλυτικές συνέπειες εντοπίζονται αλλού και συγκεκριμένα στις σχέσεις μεταξύ Ευρώπης και ΔΝΤ και, ακόμη πιο ιδιαίτερα, στις σχέσεις ΗΠΑ και Γερμανίας. Στο κρίσιμο αυτό ζήτημα, πληθαίνουν πλέον οι ενδείξεις ότι προσεγγίζουμε το σημείο μιας μεγάλης τομής, με πιθανότατα συγκλονιστικά αποτελέσματα – τουλάχιστον στην κλίμακα που καθορίζει τις τύχες χωρών όπως η Ελλάδα.
Ο «πόλεμος των προστίμων» ανάμεσα στις ευρωπαϊκές και αμερικανικές αρχές έχει φτάσει πλέον σε οριακό σημείο. Το πρόστιμο-«μαμούθ» 14 δισ. ευρώ των αμερικανικών αρχών στην Deutsche Bank, που ήταν «απάντηση» στο πρόστιμο των ευρωπαϊκών αρχών στην Apple, είναι χτύπημα «κάτω από τη ζώνη», αφού φέρνει την Deutsche Bank στα πρόθυρα της κατάρρευσης – με ό,τι συνεπάγεται αυτό για το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα εν συνόλω αλλά και την ίδια την επιβίωση των Ευρωζώνης και Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Με λίγα λόγια, τα πράγματα έχουν αγριέψει εξαιρετικά, και οι σχέσεις ΗΠΑ – Ευρώπης και ακόμη πιο ιδιαίτερα ΗΠΑ – Γερμανίας, κινούνται επί ξυρού ακμής.
Μέχρι σήμερα, στο δυτικό στρατόπεδο όλες οι «κόντρες» οδηγούν σε ένα νέο συμβιβασμό – και το πράγμα προχωράει έτσι. Τώρα όμως η ατμόσφαιρα «μυρίζει μπαρούτι». Για να το πούμε αλλιώς, από τη φάση των ασκήσεων ηγεμονίας, φαίνεται πως περνάμε στη φάση των πολιτικών κυριαρχίας. Οι ΗΠΑ αδράχνουν την ευκαιρία της κάμψης της γερμανικής ηγεμονίας στην Ευρώπη για να επιβάλουν ένα νέο «συμβόλαιο» στο πλαίσιο του δυτικού κόσμου. Αυτό δεν σημαίνει ότι αποκλείονται οι συμβιβασμοί, αλλά ότι αυτός που εξαναγκάζεται σε συμβιβασμό (εν προκειμένω η Γερμανία), θα νιώθει -και θα είναι- πραγματικά ηττημένος.
Αν έτσι έχουν τα πράγματα, πρόκειται για μια μεγάλη αλλαγή, που συμπαρασύρει πολλά και πολλούς.
Το πρόβλημα λοιπόν δεν είναι το «παιχνίδι» που κάνουν μικροί ευρωπαϊκοί «παίκτες» όπως ο Ούγγρος πρωθυπουργός Ορμπάν, οι χώρες του Βίσεγκραντ κ.λπ. ούτε καν το «παιχνίδι» τμήματος της βρετανικής ελίτ με το Brexit, αλλά η κρίση του Γερμανού ηγεμόνα και η αναδιάταξη των σχέσεων μεταξύ ΗΠΑ – Γερμανίας. Το «παιχνίδι» του ΔΝΤ σε σχέση με το ελληνικό πρόγραμμα είναι αυτή τη φορά οριακό ακριβώς γιατί οι σχέσεις σε αυτό τον άξονα ανατρέπονται και είναι σε ριζική επαναδιαπραγμάτευση.
Τί σημαίνουν όλα αυτά «δι’ ημάς τους πληβείους»;
Δεν είναι η πρώτη φορά που το ΔΝΤ εκφράζει τις διαφωνίες του για την «αρχιτεκτονική» του ελληνικού προγράμματος. Δεν είναι η πρώτη φορά που ζητεί με έμφαση η διαγραφή του χρέους σε συνδυασμό με πιο ρεαλιστικά πρωτογενή πλεονάσματα να αποτελέσουν τα βασικά δομικά υλικά της νέας αρχιτεκτονικής του ελληνικού προγράμματος. Είναι όμως η πρώτη φορά που φαίνεται διατεθειμένο να το «τραβήξει στα άκρα».
Το άρθρο αυτό ήταν ήδη «στα σκαριά» όταν έπεσαν σαν κεραυνός οι δηλώσεις του υπουργού Οικονομικών κ. Ευκλείδη Τσακαλώτου ότι πρέπει να γίνει κοινοβουλευτικός διάλογος για τις προοπτικές παραμονής της Ελλάδας στην Ευρωζώνη. Τέτοιου χαρακτήρα δηλώσεις ανήκουν στην κατηγορία αυτών που ανασκευάζονται αμέσως συνοδεία τυποποιημένων διευκρινίσεων του τύπου «δεν είπα αυτό», «δεν εννοούσα αυτό», «οι δηλώσεις μου παρερμηνεύτηκαν» κ.λπ. κ.λπ.
Μπορούμε και πρέπει να προσπεράσουμε τέτοιες εκ των υστέρων «διευκρινίσεις» και να πάμε στην ουσία: οι συζητήσεις στους κόλπους των δανειστών δεν αφορούν πλέον την υλοποίηση του ήδη συμφωνηθέντος τρίτου ελληνικού προγράμματος, αλλά την αναδόμησή του. Αν υπάρξει αποτυχία να συμφωνηθεί -ή να συμφωνηθεί «έγκαιρα»- μια τέτοια αναδόμηση, τότε η «βαλίτσα» θα πάει πιο μακριά: θα τεθεί ντεφάκτο σε συζήτηση η συμμετοχή της Ελλάδας στην Ευρωζώνη.
Ένα νέο ελληνικό πρόγραμμα με νέα «αρχιτεκτονική» σημαίνει 4ο μνημόνιο. Επειδή όμως είναι μάλλον ανέφικτο να συμφωνηθεί πριν τις γερμανικές εκλογές, και επειδή μέχρι τότε παρεμβάλλονται «αιώνες» και πολλά μπορεί να συμβούν, είναι πολύ πιθανόν οι εξελίξεις να «προσπεράσουν» αυτή τη δυνατότητα, να «υπερπηδήσουν» αυτό το στάδιο και να οδηγήσουν στην ντεφάκτο συζήτηση της συμφωνημένης εξόδου από την Ευρωζώνη.
Όλα τα υπόλοιπα, προσλαμβάνουν πλέον τη μορφή τρεχουσών διαχειρίσεων. Το μεν ΔΝΤ θέλει να ολοκληρωθεί η δεύτερη αξιολόγηση για να μην επιδεινωθεί η βάση των συζητήσεων για ένα νέο ελληνικό πρόγραμμα. Και η Γερμανία θέλει να ολοκληρωθεί η δεύτερη αξιολόγηση για να μην αναγκαστεί να διαχειριστεί μια νέα ελληνική «τρικυμία» στο βραχυπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα. Κατά τα άλλα, κανείς δεν πιστεύει πραγματικά ότι το παρόν, τρίτο ελληνικό πρόγραμμα είναι η απάντηση στη διαχείριση της ελληνικής κρίσης. Στο τραπέζι έχουν πέσει πλέον οι «ριζικές» φόρμουλες. Μέχρι, όχι πολύ μακριά από σήμερα, οι καιροί να κάνουν αναπόφευκτη είτε τη μία είτε την άλλη, αναλόγως και των λοιπών εξελίξεων στη διεθνή οικονομία, την Ευρώπη και την Ελλάδα…
Υ.Γ. Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος ήταν εκ των πλέον «ευρωπαϊστών» του κεντρικού στελεχικού δυναμικού του ΣΥΡΙΖΑ. Το γεγονός ότι προέβη σε τέτοιες δηλώσεις αποδεικνύει ότι «κάτι έχει ακούσει», ότι το ζήτημα έχει ήδη ανεπισήμως τεθεί από τμήματα των δανειστών – παρά προφανώς τη δική του ή τη γενικότερη κυβερνητική θέληση. Πριν μερικά χρόνια, ο κ. Βενιζέλος παραδέχτηκε εκ των υστέρων πως το 2011 του είχε τεθεί ευθέως από τον Γερμανό υπουργό Οικονομικών κ. Σόιμπλε η πρόταση για συμφωνημένη έξοδο από το ευρώ. Προσωπικά, δεν θα εκπλαγώ αν κάποια στιγμή στο μέλλον ο κ. Τσακαλώτος αποκαλύψει ότι τον Οκτώβριο του 2016 του είχε γίνει ανάλογη πρόταση…
Η γερμανική ηγεσία διαλαλεί σε όλους την αδυναμία της να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε σημαντική πρόκληση μέχρι τις γερμανικές εκλογές με έναν τρόπο μη συνετό. Διότι έτσι αποποιείται μεν «μέχρι νεωτέρας», προβάλλοντας μια καλή δικαιολογία, τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το ρόλο της ως ηγεμονικής δύναμης στην Ευρωζώνη και την Ε.Ε., ταυτόχρονα όμως προβάλλει εμφατικά την αδυναμία της σε όλους τους ανταγωνιστές της.Είναι σαν να διαλαλεί: «όποιος θέλει να με πιέσει, η ευκαιρία να το κάνει είναι τώρα, η στιγμή της αδυναμίας μου είναι τώρα, διατελώ σε κατάσταση αναστολής του ηγεμονικού μου ρόλου…».
Όταν το «φωνάζεις» τόσο δυνατά, είναι βέβαιο ότι θα το «ακούσουν» όλοι, θα το πάρουν σοβαρά υπόψη τους και θα πράξουν αναλόγως…
Τα πράγματα γίνονται ακόμη χειρότερα επειδή αυτή η πολιτική αδυναμία «συντονίζεται» με το μεγάλο οικονομικό πρόβλημα που λέγεται Deutsche Bank. Που ο κόσμος όλος γνωρίζει ότι πίσω του κρύβονται οι «σκελετοί στην ντουλάπα» ολόκληρου του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος, αλλά και η μεγάλη απειλή ενός νέου, καταστροφικού «επεισοδίου» υποτροπής της παγκόσμιας χρηματο-οικονομικής κρίσης.
Τέλος, κανείς πλέον δεν πιστεύει ότι ύστερα από τις γερμανικές εκλογές η -όποια- γερμανική κυβέρνηση θα έχει λυμένα τα χέρια της. Αυτό είναι ακόμη χειρότερο, διότι όλο και περισσότεροι «παίκτες» της ευρωπαϊκής και παγκόσμιας πολιτικής σκέφτονται ότι το να περιμένουν τις γερμανικές εκλογές συνιστά χάσιμο χρόνου και ευκαιριών για πρωτοβουλίες. Έτσι, η γερμανική «έκκληση» που ισοδυναμεί με το «περιμένετε τις εκλογές μας και ύστερα βλέπουμε», παράγει το εντελώς αντίθετο αποτέλεσμα: ευνοεί την ανάπτυξη κάθε είδους «αυτοσχεδιασμών» και πρωτοβουλιών στο κενό που αφήνει η «υπό αναστολή» γερμανική ηγεμονία – που όλο και περισσότεροι αρχίζουν να εκτιμούν ότι είναι μονιμότερου χαρακτήρα.
Τα αποτελέσματα όλων αυτών μπορεί να τα δει κανείς εύγλωττα στο «θάρρος» που απέκτησαν χώρες όπως η Ουγγαρία και η Τσεχία ή στο δυνάμωμα της έντασης της «φωνής» ισχυρών Ευρωπαίων παραγόντων όπως ο Μάριο Ντράγκι, ο Ζαν-Πολ Γιουνκέρ, ο Ρέντσι.
Η γερμανική ηγεσία έχει την τάση να αντιμετωπίζει αυτούς τους «αυτοσχεδιασμούς» με ψυχραιμία, εκτιμώντας βάσιμα ότι πολλοί μπορεί να «γκρινιάζουν» ή «να κάνουν το κομμάτι τους», αλλά κανείς δεν έχει το σθένος να κάνει κάτι ουσιαστικό ούτε, πολύ περισσότερο, να διεκδικήσει το ρόλο του ηγεμόνα.
ΔΝΤ – Ευρώπη, ΗΠΑ – Γερμανία
Όμως οι πραγματικά καταλυτικές συνέπειες εντοπίζονται αλλού και συγκεκριμένα στις σχέσεις μεταξύ Ευρώπης και ΔΝΤ και, ακόμη πιο ιδιαίτερα, στις σχέσεις ΗΠΑ και Γερμανίας. Στο κρίσιμο αυτό ζήτημα, πληθαίνουν πλέον οι ενδείξεις ότι προσεγγίζουμε το σημείο μιας μεγάλης τομής, με πιθανότατα συγκλονιστικά αποτελέσματα – τουλάχιστον στην κλίμακα που καθορίζει τις τύχες χωρών όπως η Ελλάδα.
Ο «πόλεμος των προστίμων» ανάμεσα στις ευρωπαϊκές και αμερικανικές αρχές έχει φτάσει πλέον σε οριακό σημείο. Το πρόστιμο-«μαμούθ» 14 δισ. ευρώ των αμερικανικών αρχών στην Deutsche Bank, που ήταν «απάντηση» στο πρόστιμο των ευρωπαϊκών αρχών στην Apple, είναι χτύπημα «κάτω από τη ζώνη», αφού φέρνει την Deutsche Bank στα πρόθυρα της κατάρρευσης – με ό,τι συνεπάγεται αυτό για το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα εν συνόλω αλλά και την ίδια την επιβίωση των Ευρωζώνης και Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Με λίγα λόγια, τα πράγματα έχουν αγριέψει εξαιρετικά, και οι σχέσεις ΗΠΑ – Ευρώπης και ακόμη πιο ιδιαίτερα ΗΠΑ – Γερμανίας, κινούνται επί ξυρού ακμής.
Μέχρι σήμερα, στο δυτικό στρατόπεδο όλες οι «κόντρες» οδηγούν σε ένα νέο συμβιβασμό – και το πράγμα προχωράει έτσι. Τώρα όμως η ατμόσφαιρα «μυρίζει μπαρούτι». Για να το πούμε αλλιώς, από τη φάση των ασκήσεων ηγεμονίας, φαίνεται πως περνάμε στη φάση των πολιτικών κυριαρχίας. Οι ΗΠΑ αδράχνουν την ευκαιρία της κάμψης της γερμανικής ηγεμονίας στην Ευρώπη για να επιβάλουν ένα νέο «συμβόλαιο» στο πλαίσιο του δυτικού κόσμου. Αυτό δεν σημαίνει ότι αποκλείονται οι συμβιβασμοί, αλλά ότι αυτός που εξαναγκάζεται σε συμβιβασμό (εν προκειμένω η Γερμανία), θα νιώθει -και θα είναι- πραγματικά ηττημένος.
Αν έτσι έχουν τα πράγματα, πρόκειται για μια μεγάλη αλλαγή, που συμπαρασύρει πολλά και πολλούς.
Το πρόβλημα λοιπόν δεν είναι το «παιχνίδι» που κάνουν μικροί ευρωπαϊκοί «παίκτες» όπως ο Ούγγρος πρωθυπουργός Ορμπάν, οι χώρες του Βίσεγκραντ κ.λπ. ούτε καν το «παιχνίδι» τμήματος της βρετανικής ελίτ με το Brexit, αλλά η κρίση του Γερμανού ηγεμόνα και η αναδιάταξη των σχέσεων μεταξύ ΗΠΑ – Γερμανίας. Το «παιχνίδι» του ΔΝΤ σε σχέση με το ελληνικό πρόγραμμα είναι αυτή τη φορά οριακό ακριβώς γιατί οι σχέσεις σε αυτό τον άξονα ανατρέπονται και είναι σε ριζική επαναδιαπραγμάτευση.
Τί σημαίνουν όλα αυτά «δι’ ημάς τους πληβείους»;
Δεν είναι η πρώτη φορά που το ΔΝΤ εκφράζει τις διαφωνίες του για την «αρχιτεκτονική» του ελληνικού προγράμματος. Δεν είναι η πρώτη φορά που ζητεί με έμφαση η διαγραφή του χρέους σε συνδυασμό με πιο ρεαλιστικά πρωτογενή πλεονάσματα να αποτελέσουν τα βασικά δομικά υλικά της νέας αρχιτεκτονικής του ελληνικού προγράμματος. Είναι όμως η πρώτη φορά που φαίνεται διατεθειμένο να το «τραβήξει στα άκρα».
Το άρθρο αυτό ήταν ήδη «στα σκαριά» όταν έπεσαν σαν κεραυνός οι δηλώσεις του υπουργού Οικονομικών κ. Ευκλείδη Τσακαλώτου ότι πρέπει να γίνει κοινοβουλευτικός διάλογος για τις προοπτικές παραμονής της Ελλάδας στην Ευρωζώνη. Τέτοιου χαρακτήρα δηλώσεις ανήκουν στην κατηγορία αυτών που ανασκευάζονται αμέσως συνοδεία τυποποιημένων διευκρινίσεων του τύπου «δεν είπα αυτό», «δεν εννοούσα αυτό», «οι δηλώσεις μου παρερμηνεύτηκαν» κ.λπ. κ.λπ.
Μπορούμε και πρέπει να προσπεράσουμε τέτοιες εκ των υστέρων «διευκρινίσεις» και να πάμε στην ουσία: οι συζητήσεις στους κόλπους των δανειστών δεν αφορούν πλέον την υλοποίηση του ήδη συμφωνηθέντος τρίτου ελληνικού προγράμματος, αλλά την αναδόμησή του. Αν υπάρξει αποτυχία να συμφωνηθεί -ή να συμφωνηθεί «έγκαιρα»- μια τέτοια αναδόμηση, τότε η «βαλίτσα» θα πάει πιο μακριά: θα τεθεί ντεφάκτο σε συζήτηση η συμμετοχή της Ελλάδας στην Ευρωζώνη.
Ένα νέο ελληνικό πρόγραμμα με νέα «αρχιτεκτονική» σημαίνει 4ο μνημόνιο. Επειδή όμως είναι μάλλον ανέφικτο να συμφωνηθεί πριν τις γερμανικές εκλογές, και επειδή μέχρι τότε παρεμβάλλονται «αιώνες» και πολλά μπορεί να συμβούν, είναι πολύ πιθανόν οι εξελίξεις να «προσπεράσουν» αυτή τη δυνατότητα, να «υπερπηδήσουν» αυτό το στάδιο και να οδηγήσουν στην ντεφάκτο συζήτηση της συμφωνημένης εξόδου από την Ευρωζώνη.
Όλα τα υπόλοιπα, προσλαμβάνουν πλέον τη μορφή τρεχουσών διαχειρίσεων. Το μεν ΔΝΤ θέλει να ολοκληρωθεί η δεύτερη αξιολόγηση για να μην επιδεινωθεί η βάση των συζητήσεων για ένα νέο ελληνικό πρόγραμμα. Και η Γερμανία θέλει να ολοκληρωθεί η δεύτερη αξιολόγηση για να μην αναγκαστεί να διαχειριστεί μια νέα ελληνική «τρικυμία» στο βραχυπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα. Κατά τα άλλα, κανείς δεν πιστεύει πραγματικά ότι το παρόν, τρίτο ελληνικό πρόγραμμα είναι η απάντηση στη διαχείριση της ελληνικής κρίσης. Στο τραπέζι έχουν πέσει πλέον οι «ριζικές» φόρμουλες. Μέχρι, όχι πολύ μακριά από σήμερα, οι καιροί να κάνουν αναπόφευκτη είτε τη μία είτε την άλλη, αναλόγως και των λοιπών εξελίξεων στη διεθνή οικονομία, την Ευρώπη και την Ελλάδα…
Υ.Γ. Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος ήταν εκ των πλέον «ευρωπαϊστών» του κεντρικού στελεχικού δυναμικού του ΣΥΡΙΖΑ. Το γεγονός ότι προέβη σε τέτοιες δηλώσεις αποδεικνύει ότι «κάτι έχει ακούσει», ότι το ζήτημα έχει ήδη ανεπισήμως τεθεί από τμήματα των δανειστών – παρά προφανώς τη δική του ή τη γενικότερη κυβερνητική θέληση. Πριν μερικά χρόνια, ο κ. Βενιζέλος παραδέχτηκε εκ των υστέρων πως το 2011 του είχε τεθεί ευθέως από τον Γερμανό υπουργό Οικονομικών κ. Σόιμπλε η πρόταση για συμφωνημένη έξοδο από το ευρώ. Προσωπικά, δεν θα εκπλαγώ αν κάποια στιγμή στο μέλλον ο κ. Τσακαλώτος αποκαλύψει ότι τον Οκτώβριο του 2016 του είχε γίνει ανάλογη πρόταση…
Πηγή RizopoulosPost