Τετάρτη 31 Μαρτίου 2021

Η ΕΛΛΑΔΑ ΕΥΓΝΩΜΟΝΟΥΣΑ ... ΚΑΙ ΑΣΘΜΑΙΝΟΥΣΑ !!!

 

Η Επανάσταση του 1821: Η Ελλάδα ευγνωμονούσα και ασθμαίνουσα


Του Γεωργίου Παπασίμου

Η βαρύτητα της εθνεγέρτιας Επανάστασης του 1821, ως το αφετηριακό γεγονός του νεοελληνικού Κράτους και της συλλογικής ελευθερίας του ελληνικού Έθνους, επιδρά καταλυτικά τόσο εσωτερικά στην ίαση του πολυτραυματισμένου κοινωνικού ιστού, όσο και διεθνώς, αν αξιολογήσει κανείς ορθά τις λαμπρές εκδηλώσεις σε όλα τα εμβληματικά μνημεία του πλανήτη. Είναι πράγματι εντυπωσιακό το γεγονός ότι ακόμα και σήμερα, διακόσια χρόνια μετά αυτή παρέχει στην ευγνωμονούσα, αλλά ασθμαίνουσα, τύποις μεταμνημονιακή Ελλάδα, οξυγόνο εθνικής ανάτασης και αξιοπρέπειας, παρά τον διαβρωτικό και υπονομευτικό ρόλο των πάσης φύσεως των εθνομηδενιστικών στοιχείων και γραφικών πατριδοκάπηλων. Παράλληλα, παρέχει ενίσχυση της διεθνούς υποστήριξης στις σημερινές, ρευστές και δύσκολες γεωπολιτικές συγκυρίες, όπου οι εθνικοί κίνδυνοι είναι και πάλι ισχυρά παρόντες από την επαναφορά των νεο-οθωμανικών οραμάτων της Τουρκίας και των διακηρυγμένων στρατηγικών σχεδίων περί «γαλάζιας πατρίδας», που απειλούν ευθέως τις δύο κρατικές οντότητες του Ελληνισμού στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο.

Παρά τα επιτεύγματα και τις προσπάθειες του λαού μας σε όλα αυτά τα διακόσια χρόνια, η αντικειμενική απεικόνιση καταδεικνύει τον ανολοκλήρωτο αυτής της Επανάστασης. Όχι μόνο δεν έγινε δυνατή η ένταξη στο ελληνικό Κράτος του συνόλου των ελληνικών εδαφών, αλλά υπήρξε τελικά και δραματική συρρίκνωση του μείζονος Ελληνισμού και η ταύτιση του στα πλαίσια του σημερινού ελληνικού Κράτους μετά την Μικρασιατική καταστροφή του 1922. Παράλληλα το νεοελληνικό Κράτος, δεν κατόρθωσε να μεταβληθεί σε ένα οικονομικά ισχυρό κράτος, που αποτελεί όρο της ανεξαρτησίας του στην πολύπαθη ευρύτερη περιοχή μας. Απόδειξη αυτού, η χρεωκοπία και η μνημονιακή κηδεμονία που σε συνδυασμό με την συνεχιζόμενη δημογραφική αιμορραγία απειλεί την εξαφάνισή του, την ώρα που η γειτονική Τουρκία φτάνει τα 100.000.000 κατοίκους.

Η Επανάσταση του 1821 είχε διπλό χαρακτήρα, αφενός την εθνική απελευθέρωση από τον οθωμανικό ζυγό, εξού και ο ρόλος της ως εθνεγέρτιας του μικρού αλλά ιστορικού έθνους των Ελλήνων, και αφετέρου την πολιτικοκοινωνική διάσταση της Ελευθερίας και της Ισότητας, όπως διατυπώθηκε από τον ακμάζοντα από τον 18ο αιώνα νεοελληνικό Διαφωτισμό, που εμποτίστηκε από τον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό και από τις ριζοσπαστικές ιδέες της γαλλικής Επανάστασης. Τυχόν αφαίρεση ή υποτίμηση του ενός στοιχείου έναντι του άλλου είναι βέβαιο ότι αποδομεί τον λαμπρό χαρακτήρα της. Περαιτέρω, είναι δεδομένο ότι ο εθνικοαπελευθερωτικός χαρακτήρας υπήρξε το πρωταρχικό και κύριο στοιχείο αυτής, καθόσον το κύριο καθήκον της ήταν η αποτίναξη του τουρκικού ζυγού και η δημιουργία ανεξάρτητου Κράτους, που θα απελευθέρωνε όλα τα εδάφη που κατοικούνταν από το ελληνικό στοιχείο. Δεν πρέπει όμως να παραγνωρίζονται οι κοινωνικές και ταξικές αντιθέσεις, που ενυπήρχαν οδηγώντας στους αλλεπάλληλους οδυνηρούς εμφύλιους πολέμους, σχεδόν λίγο μετά την έναρξη της.

Παρά όμως τον αδιαμφισβήτητο εθνικοαπελευθερωτικό χαρακτήρα της, αυτή βρίσκεται αντιμέτωπη με μεγάλα τμήματα της ελληνικής «διανόησης», που επιχειρούν την επιβολή ιδεολογικών προταγμάτων τους, με στόχο την υποβάθμιση του εθνικοαπελευθερωτικό χαρακτήρα αυτής και της φύσης της ως εθνογέρτιας. Χαρακτηριστικά, υπάρχουν αυτοί που προτάσσουν τον ατομοκεντρικό χαρακτήρα, δηλαδή την ελευθερία του ατόμου έναντι της αυθαιρεσίας του Κράτους και όχι την ελευθερία του γένους από τον Οθωμανό δυνάστη (Χατζής, Καλύβας κλπ) και αυτοί που ακυρώνουν την μορφή της ως εθνεγέρτιας, ισχυριζόμενοι ότι το ελληνικό ‘Εθνος δημιουργήθηκε μετά από αυτήν (Λιάκος κλπ).

Πέραν της ιστορικής και κοινωνικής μονομέρειας των δύο αυτών κυρίαρχων ρευμάτων στα ελληνικά πανεπιστήμια, ο κίνδυνος είναι η απονεύρωση και η υποτίμηση του ισχυρού πατριωτικού και δημοκρατικού μηνύματος της Επανάστασης του 1821 στις σημερινές ρευστές και επικίνδυνες συνθήκες που αντιμετωπίζει ο ευρύτερος Ελληνισμός.

Οι προσπάθειες αυτές αποτυπώθηκαν και από τις ενέργειες της πλειοψηφίας των συμμετεχόντων στην διορισμένη Επιτροπή για τα διακόσια χρόνια, που επιχείρησαν συστηματικά να αποδομήσουν με έντεχνο τρόπο το εθνικοαπελευθερωτικό νόημα της Επανάστασης, που παραμένει βασικός πυρήνας νοηματοδότησης του παρόντος και του μέλλοντος του Ελληνισμού. Προσπάθησαν να επιβάλλουν την εθνοαποδομητική προπαγάνδα και την εμπέδωση αυτής της αντίληψης, τόσο από τη δεξιά όχθη στα πλαίσια της νεοφιλελεύθερης «κοσμοπολίτικης» ιδεολογίας, όσο και από την αριστερή όχθη, στα πλαίσια της «διεθνιστικής» αντίληψης του δικαιωματισμού.

Αυτό, όμως, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό, γιατί η Επανάσταση του 1821, είναι αποτυπωμένη βαθιά στην συνείδηση των Ελλήνων και, κάθε φορά, που οι συνθήκες απαιτούν τον επανακαθορισμό της πορείας τους και την αναζήτηση τρόπων για την διόρθωσή της, παίζει τον ρόλο του καταλύτη για την αναγκαία εθνική αφύπνιση.

Αυτή είναι περισσότερο από οτιδήποτε άλλο αναγκαία για την ασθμαίνουσα Ελλάδα. Απαιτείται ένα νέο παραγωγικό πρότυπο με στόχο την ενδογενή παραγωγή, η ποιοτική και καθολική ενίσχυση της παιδείας, η ανάδειξη του πολιτισμού και η έμφαση στον πατριωτισμό και τις συλλογικές αξίες. Μόνο έτσι μπορεί να υπάρξει σμίκρυνση της απόστασης από τους στόχους της Επανάστασης του 1821, κάτι που πρέπει να είναι το νέο όραμα του σύγχρονου Ελληνισμού, έτσι προκειμένου να υπάρξει ανάσχεση των κινδύνων από την νέο-οθωμανική απειλή, τη δημογραφική συρρίκνωση και την οικονομική και πνευματική καχεξία. Προέχει και επιβάλλεται δηλαδή ο αναστοχασμός και ο επανακαθορισμός της πορείας της χώρας μας.

Άρδην - Ρήξη

Κυριακή 28 Μαρτίου 2021

Ο ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΤΗΣ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ ΩΣ ΣΗΜΕΡΙΝΟ ΠΡΟΤΥΠΟ !!!

 

Γράφει ὁ Γεώργιος Κ. Ἔξαρχος, Κλασσικός Φιλόλογος, ΜΑ Ἑλληνικῆς Γλώσσας καί Λογοτεχνίας, Ὑπ. Διδάκτωρ Ἱστορίας Παν. Ἰωαννίνων
Ἄν ποτὲ τοῦτος ὁ δύσμοιρος τόπος ἀναδείξει πέντε-δέκα νεοέλληνες, σίγουρα ὁ Μακρυγιάννης θὰ καταταχθεῖ ἀνάμεσά τους. Ὁ ρουμελιώτης στρατηγὸς ἀποτελεῖ τὴν ἐνσάρκωση τοῦ ρωμηοῦ σὲ τοῦτον τὸν τόπο. Πρόκειται γιὰ μία ἀπὸ τὶς ἁγνότερες καὶ ἠρωικότερες μορφὲς ποὺ συνετέλεσαν στὸ «θαῦμα» τοῦ ΄21, προσωπικότητα ἀνιδιοτελῆ, ἑλληνορθόδοξη, μὲ ἔκδηλη τὴν λαικὴ εὐλάβεια. Ὅλα αὐτὰ δὲν θὰ μᾶς ἦταν γνωστά, ἂν ὁ γενναῖος στρατηγὸς δὲν συνέγραφε τὸ ἐκπληκτικὸ κείμενο τῶν Ἀπομνημονευμάτων του. Σὲ αὐτὸ τὸ ἔργο ὁ Μακρυγιαννης σημειώνει ἀναμνήσεις καὶ κρίσεις ἀπὸ τὰ χρόνια τῆς Ἐπανάστασης ἕως τὸ ἔτος 1851. Τὸ ἔργο αὐτὸ... ὁ ἀγωνιστὴς τὸ φύλαγε σὲ χειρόγραφες σημειώσεις στὸν κῆπο τοῦ σπιτιοῦ του.
Ὁ Γ. Βλαχογιάννης τὸ 1904 ἐξέδωσε, ἀφοῦ βεβαίως πρῶτα μετέγραψε τὸ ἔργο τοῦ Στρατηγοῦ.  Ὡστόσο τὸ ἔργο αὐτὸ θὰ ἔμενε περαιτέρω στὴν ἀφάνεια ἂν ὁ Γ. Σεφερης τὸ 1943 δὲν διέγειρε μέσα ἀπὸ ἄρθρα καὶ ἐργασίες του τὸ ἐνδιαφέρον ὄχι μόνο μεγάλου κύκλου διαννοουμένων ἀλλὰ καὶ τοῦ εὐρυτέρου κοινοῦ γιὰ τὸν Μακρυγιαννη. Ὁ νομπελίστας μας ποιητὴς γράφει: «τὸ Α καὶ τὸ Ω στὴν ζωὴ μου εἶναι ὁ Μακρυγιάννης…». Ὁ Σεφέρης λοιπόν, τολμᾶ νὰ ταυτίσει τὸν Στρατηγὸ μὲ τοὺς ἀρχαίους ἕλληνες συγγραφεῖς, καὶ θεωρεῖ πὼς τὰ Ἀπομνημονεύματα εἶναι μαζὶ μὲ τὸν Παπαδιαμάντη τὸ μεγαλύτερο κατόρθωμα τοῦ πεζοῦ λόγου στὴν νέα ἑλληνική. Ὁ Κ Ζουράρις ὑποστηρίζει «…ἐὰν τὸ γραπτό του εἶχε γραφῆ σὲ μία ἐποχὴ ὁπού ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα καὶ ἡ ἑλληνικὴ γραμματεία θὰ εἶχαν τὴν ἴδια καθολικότητα ἢ οἰκουμενικότητα μὲ τὴν ἐποχὴ τῆς κλασσικῆς Ἑλλάδας, τότε ὁ Μακρυγιάννης θὰ ἐβάραινε τὸ ἴδιο –ἀπὸ τὴν ἄποψη τῆς ἐπιστημονικῆς ἐγκυρότητας καὶ τῆς διαμορφώσεως τῶν σχημάτων τῆς πολιτικης– μὲ τὸν παγκόσμιο Θουκυδιδη1.»

Τὸ 1983 ἕνα ἄλλο χειρόγραφο τετράδιο βλέπει τὸ φῶς τῆς δημοσιότητας. Στὰ «Ὁράματα καὶ Θαύματα» ὁ Μακρυγιάννης περιγράφει προσωπικὰ βιώματα καὶ ἁγιοπνευματικές ἐμπειρίες μέσα ἀπὸ τὴν καθημερινότητα. Τὸ δεύτερο αὐτὸ «πόνημα» τοῦ Στρατηγοῦ καταδεικνύει περίτρανα πὼς ὁ ἴδιος ἦταν φορέας τῆς Κολλυβαδικῆς Ἀσκητικῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως (μαζὶ μὲ τὸν Παπουλάκο καὶ τὸν Κοσμᾶ Φλαμιάτο) καὶ ἄξιος συνεχιστὴς τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου, τοῦ Ἁγίου Μακαρίου Νοταρᾶ, τοῦ Κωνσταντίνου Οἰκονόμου τοῦ ἐξ Οἰκονόμων κ.ἂλ.

Ὁ Μακρυγιάννης γεννήθηκε πάμπτωχος καὶ ἐπέζησε στὰ 4 του χρόνια καθαρῶς ἀπὸ θαῦμα. Ὅταν «ἔπρεπε» μετὰ ἀπὸ «νουθεσίες» συγχωριανῶν της ἡ μάνα του νὰ τὸν ἀφήσει μὲς στὸ δάσος γιὰ νὰ σωθεῖ ἡ ἴδια καὶ ὅλο τὸ χωριὸ ἐξαιτίας τῶν κλαμάτων τοῦ τετράχρονου Γιαννάκη, αὐτὴ προτίμησε νὰ παραμείνει μὲ τὸ παιδί της κι ἂς πέθαιναν μαζί. Γὶ αὐτὸ θὰ πεῖ ὁ ἴδιος ἀργότερα, «ἡ μητέρα μου καὶ ὁ Θεὸς μᾶς ἔσωσε». Ὄχι ὅτι ἡ μάνα του ἦταν ἀνώτερη ἀπὸ τὸν Θεό, ἀλλὰ ὅπως λένε καὶ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, πρέπει κάποιος νὰ ἔχει τὴν δεκτικότητα τῆς Χάριτος, οὕτως ὥστε νὰ ἐνεργήσει ὁ Θεός, ἀλλιῶς ὁ Ἴδιος εἶναι «ἀνήμπορος» ἐπειδὴ σέβεται τὴν ἐλευθερία μας. Αὐτὴ ἡ φράση τοῦ Μακρυγιάννη δείχνει καὶ τὴν πρακτικὴ καὶ βιωματικὴ  θεολογία ποὺ κάτειχε ὁ στρατηγός. 

Ἡ μάνα του λοιπόν, ἦταν τὸ πηγαῖο πρότυπο τοῦ Μακρυγιάννη. Τοῦ ἐνστάλλαξε τὴν Πίστη καὶ τὴν Προσευχὴ στὴν Ζωή του. Αὐτὴ τὴν καλὴ «συνήθεια» τῆς προσευχῆς κληρονόμησε βεβαίως ἀπὸ τὴν μάννα του. Εἶναι γνωστὲς οἱ συμφωνίες του μὲ τὸν Ἀηγιάννη. Δεκατεσσάρων χρόνων παιδὶ βρέθηκε στὸ βουνὸ σὲ ἕνα πανήγυρι κλέφτικο. Πάνω στὸ πανήγυρι πῆρε τὰ ἅρματα τοῦ ἀφεντικοῦ του καὶ τὰ φόρεσε. Ὅταν αὐτὸς τὸν εἶδε νὰ φορᾶ τὰ σύνεργα τῆς ἐλευθερίας τὸν «ἔσπασε» στὸ ξύλο, ἐπειδὴ τὰ «μαγάρισε». Ὁ Μακρυγιάννης ἄρχισε νὰ κλαίει μὲ λυγμούς, ὄχι ἐπειδὴ δὲν ἄντεξε τὸ ξύλο, ἀλλὰ ἐπειδὴ τὸν θεώρησε ἀνάξιο νὰ φορᾶ ἅρματα. Τρέχοντας τότε στὸ εἰκόνισμα τοῦ Ἀηγιάννη τοῦ λέει, εἶδες τί ἔπαθα. Ἂν μὲ βοηθήσεις καὶ πάρω δικά μου ἅρματα, θὰ σοὺ φέρω ἕνα μεγάλο καντήλι νὰ φωτίζει. Ἔτσι καὶ ἔγινε.

Σὲ ἡλικία 17 ἐτῶν ἦταν ἕνας ἑκατομυριοῦχος πωλητὴς σιτηρῶν. Ἀπὸ αὐτὸ μόνο μποροῦμε νὰ ἀντιληφθοῦμε τὸ κοφτερὸ μυαλό του, ποὺ ἂν καὶ τίμιος ἔκανε τόσο μεγάλη περιουσία. Καθ' ὅλη τὴν διάρκεια τῆς Ἐπαναστάσεως «διηύθυνε» τὸ δικό του ἀσκέρι ἀπὸ ρουμελιῶτες, ποὺ χρηματοδοτοῦσε μόνος του! Ὁ Μακρυγιάννης δὲν μποροῦσε καμμία στιγμὴ νὰ μείνει ἄεργος, ἀκόμη καὶ μὲς στὴν φωτιὰ τοῦ πολέμου! Ὅταν εὕρισκε εὐκαιρία ἄφηνε γιὰ λίγο τὸ γιαταγάνι καί… πήγαινε γιὰ μεροκάματο! Κάπως ἔτσι λοιπὸν ἔμαθε καὶ γράμματα. Διηγεῖται ὁ ἴδιος: «ὁ σταθμός μου εἶναι ἐδῶ εἰς ἀργός. Κάθομαι καὶ ἀγρικιῶμαι μὲ τὴν Κυβέρνηση καὶ παντοῦ εἰς τὶς ἐπαρχίες μ' ἀρχὲς κι ἀξιωματικοὺς καὶ ὅποτε κάνει χρεία, φέρνω καὶ γύρα σὲ ὅλα τὰ μέρη αὐτὰ διὰ τὴν γενικὴ ἡσυχία ξακολουθῶ τὰ χρέη μου καθήμενος τὸν περισσότερον καιρὸν ἐδῶ.

Καὶ γιὰ νὰ μὴν τρέχω εἰς τοὺς καφενέδες καὶ σὲ ὅλα τοιοῦτα καὶ δὲν τὰ συνηθῶ –(ἤξερα ὀλίγον γράψιμο, ὅτι δὲν εἶχα πάγει εἰς δάσκαλο ἀπὸ τὰ αἰτία ὅπου θὰ ξηγηθῶ, μὴν ἔχοντας τοὺς τρόπους) περικαλοῦσα τὸν ἕνα φίλον καὶ τὸν ἄλλον καὶ μ' ἔμαθαν κάτι περισσότερο ἐδῶ εἰς Ἄργος, ὁπού κάθομαι ἄνεργος. Ἀφοῦ λοιπὸν καταγίνηκα ἕνα δύο μῆνες νὰ μάθω ἐτοῦτα τὰ γράμματα ὁπού βλέπετε, ἐφαντάστηκα νὰ γράψω τὸν βίον μου… δὲν ἔπρεπε νὰ ἔμπω εἰς αὐτὸν τὸ ἔργον ἕνας ἀγράμματος…
» Ὁ Στρατηγὸς ἔμαθε γράμματα μέσα σὲ δύο μῆνες! Τόσο ὀξυδερκὴς νοῦς ἦταν. Τὸ ἀξιοσημείωτο ὅμως εἶναι πὼς δὲν σύχναζε στὸν «ἐλεύθερο» χρόνο του στοὺς καφενέδες, ἀλλα ἤθελε να κάνει κάτι πιὸ δημιουργικό, νὰ μάθη γράμματα! Ἀλήθεια πόσο διαφέρει ὁ μπαρμπαΓιάννης ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς νεοέλληνες…

Ἕνα ἄλλο χαρακτηριστικὸ ποὺ διακατεῖχε τὸν Μακρυγιάννη ἦταν καὶ ἡ αὐτοθυσία του, ποὺ συνοδευόμενη μὲ τὴν λεβεντιὰ του ἔκανε «θαύματα». Βρισκόμαστε στὴν πιὸ κρίσιμη καμπὴ τοῦ Ἀγώνα. Τὸ Μεσολογγι ἔχει πέσει, ὁ Ἰμπραὴμ σπέρνει τὸν τρόμο καὶ τὸν πόνο στὸν Μωριᾶ. Ἂν ὁ Ἰμπραημ (τὸν ὁποῖο ὑποβοηθοῦσαν Γάλλοι ἀξιωματικοὶ μαζὶ μὲ τὸ πυροβολικὸ τους) κατελάμβανε τὸ Ναύπλιο ὁ Ἀγώνας θὰ ἐθεωρεῖτο λῆξας. Τότε ὁ Μακρυγιάννης παίρνει τὴν ἀπόφαση νὰ τὸν ἀντιμετωπίση μὲ 350 παλληκάρια στοὺς Μύλους. Λίγο πρὶν τὴν μάχη εἶχε μία συνομιλία μὲ τὸν Γάλλο ναύαρχο Δεριγνύ. «Ἐκεῖ ὀπούφτιαχνα τὶς θεσες εἰς τοὺς Μύλους ἦρθε ὁ Ντερνὺς νὰ μὲ ἰδῆ. Μοῦ λέγει: Τί κανεὶς αὐτοῦ; Αὐτὲς οἱ θέσες εἶναι ἀδύνατες. Τί πόλεμο θὰ κάνετε μὲ τὸν Μπραΐμη αὐτοῦ; 

Τοῦ λέγω: εἶναι ἀδύνατες οἱ θέσεις καὶ ἐμεῖς, ὅμως εἶναι δυνατὸς ὁ Θεὸς ὅπου μᾶς προστατεύει, καὶ θὰ δειξωμεν τὴν τύχη μᾶς σ' αὐτὲς τὶς θέσες τὶς ἀδύνατες. Κι ἂν εἴμαστε ὀλίγοι εἰς τὸ πλῆθος τοῦ Μπραΐμη, παρηγοριόμαστε μ' ἕναν τρόπον, ὅτι ἡ τύχη μᾶς ἔχει τοὺς Ἕλληνες πάντοτε ὀλίγους. Ὅτι ἀρχὴ καὶ τέλος, παλαιόθεν καὶ ὡς τώρα ὅλα τὰ θεριὰ πολεμοῦν νὰ μᾶς φᾶνε καὶ δὲν μποροῦνε, τρῶνε ἀπό μᾶς καὶ μένει καὶ μαγιά. Καὶ ὀλίγοι ἀποφασίζουν νὰ πεθάνουν, καὶ ὅταν κάνουν αὐτείνη τὴν ἀπόφασιν, λίγες φορὲς χάνουν καὶ πολλὲς κερδαίνουν. Ἡ θέση ὁπού εἴμαστε σήμερα ἐδῶ εἶναι τοιούτη καὶ θὰ ἰδοῦμεν τὴν τύχη μας οἱ ἀδύνατοι μὲ τοὺς δυνατούς.’Τρὲ μπιεν’ μοῦ λέγει κί ἀναχώρησε ὁ ναύαρχος». Ὁ Μακρυγιάννης σὰν ἄλλος Δαυὶδ νικᾶ τὸν Γολιάθ. Ἡ Πίστη του στὸν Θεὸ τὸν ἔκανε νὰ μεγαλουργήσει. Παρολίγον ὅμως νὰ χάσει τὸ χέρι του, τὸ ὁποῖο χτυπήθηκε σοβαρά. Ἄλλο ἕνα παράσημο γιὰ τὸν γενναῖο Στρατηγὸ. «Ἔχω δύο πληγὰς εἰς τὴν κεφαλήν, ἄλλην εἰς τὸν λαιμόν, ἄλλην εἰς τὴν χείρα, ἠτις δὲν ἔχει κόκκαλα, ἄλλην εἰς τὸν πόδα καὶ ἄλλην εἰς τὴν γαστέρα καὶ εἶμαι ζωσμένος μὲ τὰ σιδερὰ καὶ φυλάττω τὰ ἔντερα ἐντὸς αὐτῆς… αὐτὰς τὰς πληγὰς τὰς ἔλαβα διὰ τὴν πατρίδα καὶ ὅταν ἀλλάζη ὁ καιρός, οἱ δριμύτατοι πόνοι μὲ κάνουν παράφρονα…».

Ὅμως ὁ Μακρυγιάννης στὸν Ἀγώνα δὲν ὑπῆρξε μόνο γενναῖος πολεμιστὴς μὰ καὶ σώφρων καὶ τίμιος συνάνθρωπος. Εἶναι γνωστὲς πλέον urbi et orbi οἱ μηχανορραφίες πολλῶν πολιτικῶν ἔναντι τῶν στρατιωτικῶν. Ἂν καὶ ὁ Μακρυγιάννης τάχθηκε μὲ τὴν πλευρὰ τῶν πρώτων, ὡστόσο δὲν παραλείπει νὰ ἀντιμάχεται κάθε τους ἀτιμία καὶ ἰδιοτέλεια. Στὴν «δελεαστικὴ» πρόταση τοῦ Κωλέττη πρὸς τὸν Γκοῦρα νὰ σκοτώσει τὸν καπετάνιο του, τὸν Ὀδυσσέα Ἀνδροῦτσο, μὲ ἀντάλλαγμα χρήματα καὶ τὴν ἀρχηγία τῆς Λειβαδιᾶς ὁ Γκοῦρας τὸ σκέφτεται. 

Ὁ Μακρυγιαννης τότε λέει στὸν Γκοῦρα: «τώρα βάνουν ἐσένα νὰ σκοτώσης τὸν Δυσσέα, αὔριο θὰ βάνουν ἐμένα νὰ σκοτώνω ἐσένα. Καὶ νὰ τὸ καρτερῆς! Κι ἐτζι θὰ μᾶς φανὲ ὅλους.» Ὁ Μακρυγιάννης ἔπεισε μία-δύο φορὲς τὸν Γκοῦρα νὰ μὴν προχωρήση στὸ ἔγκλημα, τελικὰ ὅμως ὁ τελευταῖος κάμφθηκε ἀπὸ τὴν Κυβέρνηση. Τότε ὁ Μακρυγιάννης ἐνῶ βρισκόταν μαζί του μὲς στὴν Ἀκρόπολη ποὺ ἐπολιορκεῖτο τοῦ λέει ἀνάμεσα στὰ πολλὰ: «Θυμήσου πόσα σοῦ εἶπα εἰς τὴν Ἀγόργιανη, ὅτι θὰ μᾶς βάλουν νὰ σκοτώνωμεν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. Τότε μ ἄκουσες, δὲν τὸ κάμες, ὕστερα ἔγινε. Τώρα ὅμως νὰ γνωρίσης τοὺς φίλους σου καὶ τοὺς ἀπατεῶνες. Δὲν πλουταίνει ὁ ἄνθρωπος μὲ χρήματα μοναχά, πλουταίνει κι ἀπὸ τὰ καλά του ἔργα.

Δάκρυσαν τὰ ματιὰ τοῦ καημένου, τὸν ἔτυπτε ἡ συνείδηση τοῦ διὰ τὸ κάμωμα ὁπού καμεν εἰς τὸν Δυσσέα. Μοῦ εἶπε: ἂν ζήσω καὶ ἐβγω ἔξω, δὲν θέλω ματαξέρει ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς μπερμπάντες. Καὶ τὰ χρήματα, μοῦ εἶπε, καταγίνομαι νὰ φκιάσω τὴν διαθήκη μου καὶ θὰ κάμω σχολεῖα κι ἀλλὰ καλὰ διὰ τὴν πατρίδα. Καὶ θὰ ἀφήσω ὅλων ἐσᾶς τὸ μερίδιόν σας. –Να ζήσης νὰ τὰ χαρ
ς ἀδελφέ, καὶ νὰ κάμης καλὰ πράγματα διὰ τὴν πατρίδα, νὰ βγάλης αὐτὸν τὸν λεκὲ ἀπὸ πάνου σου, ὅτι ὁποῖος σὲ ἔχει φίλο λυπᾶται. Ἔγω δὲν θέλω ἀπὸ μέρους μου τίποτα.»

Ὁ Μακρυγιάννης σκέπτεται, ἐνεργεῖ καὶ πράττει πάντοτε σὰν καλὸς πατριώτης. Πρῶτα ὅμως προσεύχεται. Εἶναι γνήσιο τέκνο καὶ «μαθητὴς» τῶν κολλυβάδων πάτερων. Ἡ εὐλάβεια καὶ ἡ Πίστη του δὲν εἶναι καρπὸς ἰδεολογήματος, ἀλλὰ βίωμα καὶ καθημερινὸς τρόπος ζωῆς. Τὰ μυστήρια καὶ ἡ Λατρευτικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ δύναμη ἀπὸ ὅπου ἀντλοῦν ὁ Στρατηγὸς καὶ ἡ οἰκογένεια του τεράστια ψυχικὰ ἀποθέματα. «τὰ μεσάνυχτα περνῶντα ἔστειλα καὶ πῆρα τὸν παπὰ καὶ μᾶς ξεμολόγησε καὶ λειτούργησε καὶ μεταλάβαμε». Γράφει άλλοῦ στὰ Ἀπομνημονεύματα: «Σήμερα Παρασκευή, ἀγωνίστηκα ἀρκετὲς ὧρες καὶ μὲ ἁμαρτωλὰ δάκρυα, τὶς ἄλλες μέρες κάνω τέσσερις ὧρες, αὐγὴ καὶ βράδυ, εἰς τὴν προσευχή μου, καὶ ὅταν θὰ φύγω ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι μου, καὶ ὅταν θὰ γυρίσω, καὶ ὅταν θὰ ἀποφάγω». 

Στὸ δεύτερό του βιβλίο σημειώνει μὲ παιδικὴ ἀθωωτητα καὶ χωρὶς ἴχνος ταπεινολογιας «Εἶπα, τὴν Μεγάλη Τετράδη καὶ τὴν Μεγάλη Παρασκευή, νὰ κάμω αὐτὲς τὶς δύο μέρες ἀπὸ τρεῖς χιλιάδες τρακόσες μετάνοιες τὸ μεριόνυχτον… ἄλλο τίποτας δὲν ἔχω νὰ εὐχαριστήσω (τὸν Θεόν), μόνον καὶ μόνον τὴν ἁμαρτωλή μου προσευχή, αὐγὴ καὶ βράδυ ἀπὸ χίλιες τρακόσες μετάνοιες καὶ ἑκατὸ μὲ τὸ κομπολόγι, καὶ ὅ,τι μπορέσω ὅταν θὰ πάγω εἰς τὴν δουλειὰ μου καὶ ὅταν γυρίσω ὀπίσω, νὰ τὸν εὐχαριστήσω ὁ ἁμαρτωλὸς». Τὸ 1941 ὁ Γ. Βλαχογιάννης, ὅταν ἔδειξε τὰ «Ὁράματα καὶ Θάματα» στὸν Γ. Θεοτοκά, τοῦ εἶχε πεῖ κατὰ λέξη: «εἶναι τὸ ἔργο ἑνὸς τρελλοῦ». Καὶ ὁ Λίνος Πολίτης προλογίζοντας τὴν ἔκδοση αὐτὴ σημειώνει: «ἡ ἐνοχλητικὴ γιὰ μᾶς θρησκοληψία τοῦ γερασμένου πιὰ Μακρυγιάννη 2». 

Βέβαια καὶ ὁ Πολίτης καὶ ὁ Θεοτοκὰς καὶ ὁ Βλαχογιάννης δὲν μποροῦν νὰ κατανοήσουν τὴν εὐλάβεια τοῦ πιστοῦ λαοῦ τῆς Τουρκοκρατίας, ἀφοῦ οἱ ἴδιοι σπουδαγμένοι στὴν Δύση καὶ ἐρχόμενοι κατόπιν στὴν ἑλλάδα (μὲ ὅλες τὶς συνέπειες τοῦ ἑλλαδισμοῦ, ἤτοι τὸ ψευτορωμαίϊκο κατὰ ΠατροΚοσμά) κομίζουν ἀντιλήψεις καὶ νοοτροπίες ξένες πρὸς τὴν Ρωμηοσύνη. Μόνο ὅσοι ἔχουν ἐμπειρία τῆς ἡσυχαστικῆς παραδόσεως, ποὺ διασώζεται στὶς λαϊκὲς πρακτικές καὶ στὰ συναξάρια, μποροῦν νὰ κατανοήσουν τὴν δυναμική τῆς Πίστεως μέχρι τὸν 19ο αἰώνα. 

Παρόμοιες καταστάσεις παλαισμάτων καὶ Νοερᾶς Προσευχῆς συναντοῦμε σὲ ἱστορίες τοῦ γεροντικοῦ παλαιότερα, καθὼς και στὸν Γέροντα Ἰωσήφ τὸν Ἡσυχαστή, πιὸ πρόσφατα. Ὁ γερωΠαΐσιος εἶχε πεῖ γιὰ τὸν Μακρυγιάννη «ὁ Μακρυγιάννης ζοῦσε πνευματικὲς καταστάσεις. Ἂν γινόταν καλόγερος, πιστεύω ὅτι ἀπὸ τὸν Μ. Ἀντώνιο δὲν θὰ εἶχε μεγάλη διαφορά. Τρεῖς χιλιάδες μετάνοιες ἔκανε καὶ εἶχε καὶ τραύματα καὶ πληγές. Ἄνοιγαν οἱ πληγές του, ἔβγαιναν τὰ ἔντερά του, ὅταν ἔκανε μετάνοιες, καὶ τὰ ἔβαζε μέσα. Τρεῖς δικὲς μου μετάνοιες κάνουν μία δικὴ του. Ἔβρεχε τὸ πάτωμα μὲ τὰ δάκρυά του. Ἐμεῖς, ἂν ἤμασταν στὴν θέση του, θὰ πηγαίναμε στὸ νοσοκομεῖο νὰ μᾶς ὑπηρετοῦν. Θὰ μᾶς κρίνουν οἱ κοσμικοὶ 3!»

Ἕνα ἄλλο γνώρισμα ποὺ χαρακτηρίζει τὸν Μακρυγιάννη εἶναι ἡ ἄκρα τιμιότητα του. Μᾶς διασώζει ὁ ἴδιος ἕνα περιστατικὸ ὅπου ἔπιασε κάποιον προύχοντα τῆς ἐποχῆς νὰ κλέβει. Ὁ Στρατηγὸς τὸν πιάνει ἐπ' αὐτοφώρω! «"Ὅσο νὰ σ' ἀπολύσω," τοῦ εἶπα, θὰ τρῶμε μαζί"". Ἐγὼ εἶχα ἀνάγκη νὰ τὸν βαστήσω μαζί μου πέντ'-ἔξι ἡμέρες, νὰ μάθω γνώση αὐτόν, νὰ μὴ ματακλέψη ξένα χρήματα, καὶ νὰ λάβουν προσοχὴ κ' οἱ ἄλλοι. Τὸ παζάρι εἰς τὴν Ἀθήνα, ὅπου συνάζονται τὰ χωριὰ κι' ἄλλος κόσμος καὶ ψωνίζουν, γίνεται τὴν Δευτέρα τὸν κλέφτη τὸν ἔπιασα τὴν Τρίτη τὸν εἶχα ἀνάγκη ἔξι μέρες ὡς τὴν Δευτέρα. 

Τὸν πῆρα, ἀφοῦ ἔλαβα τὰ χρήματα σωστὰ καὶ τὰ 'δωσα τοῦ ἀνθρώπου ὁπού τὰ 'χασε, καὶ φάγαμε ψωμὶ κατὰ τὴν συνφωνίαν μας. Τοῦ φκειάνω κ' ἕνα γκιουλὲ ὡς πέντε ὀκάδες καὶ βάνω ἀπάνου εἰς τὸν γκιουλὲ αὐτὰ. Ὅποιος θέλει νὰ κλέβη, καθὼς ἡ ἀφεντειὰ του ἂς τηράγη τὸν ἴδιον κι' ἂς "κλέβη ὅποιος ἀγαπάη". Τοῦ πέρασα εἰς τὸν λαιμὸν τὸν γκιουλέ, καὶ τὰ γράμματα ἀπάνου, τὸν πῆγα εἰς τὴν μέση τὸ παζάρι, ὁπού 'ναι ἡ καμάρα τοῦ παζαριοῦ, τὸ 'δωσα μόνος μου ἑκατὸ ξυλιὲς καὶ καμπόση ὥρα κρεμασμένος ἀπὸ τὰ χέρια -ὅτι ἐκεῖνα ἔκλεψαν. Τὸν κατέβαζα, πηγαίναμε τρώγαμε ψωμί. Τὸ δειλινὸ μισῆ ὥρα κρεμασμένος καὶ δέκα ξυλιὲς ὅσο ὅπου 'ρθε ἡ Δευτέρα. Τελειώσαμε, φάγαμε μαζί, ἐπιαμε ὡς ἀδελφοί, τὸ 'δωσα καὶ τ' ἀγώγι καὶ τὸν ἔδιωξα. Εἰς τ' Ἀνάπλι τὸν ἀντάμωσα καὶ μὸ 'κάμε ἕνα τραπέζι καὶ μοῦ συχώρεσε τὴν μάννα καὶ τὸν πατέρα, ὅτι ἔγινε τίμιος ἄνθρωπος καὶ καζάντησε ἀπὸ τὴν δουλειά του. Καὶ τ' ἀργαστήρια τῶν Ἀθηναίων μέναν ἀνοιχτὰ τὴν νύχτα καὶ κλεψιὲς δὲν ματάγιναν.». 

Ἡ ἀντιμετώπιση τοῦ Μακρυγιάννη εἶναι ἔμπλεος παιδαγωγίας ἀλλὰ καὶ ἀγάπης συγχρόνως. Τὸν δένει στὴν ἀγορὰ ἐνώπιον ὅλων, τοῦ ρίχνει ἑκατὸ «ξυλιὲς» γιὰ νὰ τὸν ταπείνωσει, ὅμως τὸ βράδυ σὰν ἀγαθὸς πατέρας τὸν κατεβάζει καὶ τοῦ κάνει τὸ τραπέζι! Μετὰ ἀπὸ χρόνια τὸν ἀνταμώνει τυχαία στὸ Ναύπλιο καὶ ὁ προύχοντας τὸν εὐγνωμονεῖ μὲ ὅλη του τὴν καρδιὰ. Ἐδῶ «καταργοῦνται» ὅλες οἱ ἤπιες σύγχρονες παιδαγωγικὲς μέθοδοι ποὺ φοβοῦνται, μήπως τυχὸν πάθουν ψυχολογικὰ τὰ παιδιά μας! Ὅμως ἡ παιδαγωγική τοῦ Μακρυγιάννη κρίνεται ἐν τέλει ἄκρως ἐπιτυχής, ἀφοῦ διακρίνεται ἀπὸ τὴν Ἀγάπη, στοιχεῖο ποὺ λείπει ἀπὸ τὴν σύγχρονη ὀρθολογούμενη ἐποχή μας.

Ὁ Μακρυγιάννης εἶναι συνεχιστὴς τῆς Παράδοσης τοῦ Γένους μας. Θεωρεῖ φραγκικὲς ἀρρώστιες αὐτὰ ποὺ συμβαίνουν στὴν Ἑλλάδα. Πονάει γιὰ τὴν κατάσταση ποὺ ὑπάρχει. Θεωρεῖ πὼς μετὰ τὴν «ἀνεξαρτησία» της ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ἔχει γίνει ὑποχείριο τῶν Εὐρωπαίων, καὶ δὴ τῆς ἀγγλικῆς πολιτικῆς, μέσω βεβαίως τῶν Βαυαρῶν. Κάποια στιγμὴ ξεσπᾶ καὶ λέει: «κάλλιο νὰ καθόμαστε μὲ κεῖνον τὸν Βασιλέα (Σουλτάνο) ὁπού χαμεν – καὶ εἴχαμεν καὶ τὴν τιμήν μας καὶ βαστούσαμεν καὶ τὴν θρησκεία μας, καὶ ὄχι τοιούτως ὁπού καταντήσαμεν». Ὁ Μακρυγιάννης τὰ λέει αὐτὰ ὄχι ἐπειδὴ εἶναι φιλότουρκος ἀλλὰ ἐπειδὴ βλέπει τὰ μικρόβια ποὺ ἔρχονται ἀπὸ τὴν Εὐρώπη νὰ βρίσκουν ἀγαθὴ γῆ στοὺς νεοέλληνες. 

«…Τὸ 'Ἔθνος ἀφανίστη ὅλως-διόλου καὶ ἡ θρησκεία -ἐκκλησία εἰς τὴν πρωτεύουσα δὲν εἶναι καὶ μᾶς γελᾶνε ὅλος ὁ κόσμος. Οἱ φατρίες σας, τὸ 'να τὸ μέρος καὶ τ' ἄλλο, θέλετε θέατρο τὸ φκειάσετε κι' αὐτὸ διὰ-νὰ μᾶς μάθη τὴν παραλυσία. Καὶ δὶ' αὐτὸ "παίρνουν δύο ἀδέλφια δύο ἀδελφές. 'Ὅ,τι τοῦ λὲς -"ἡ θρησκεία δὲν εἶναι τίποτας!" Καὶ τὰ παιδιὰ ὁπού τὰ στέλνουν νὰ φωτιστοῦν γράμματα κι' ἀρετή, ἀπὸ-μέσα τὸ κράτος κι' ἀπόξω, φωτίζονται τὴν τραγουδικὴ καὶ ἠθική του θεάτρου καὶ πουλοῦνε τὰ βιβλία τοὺς οἱ μαθηταὶ νὰ πᾶνε ν' ἀκούσουνε τὴν Ρίτα-Βάσσω τὴν τραγουδίστρια τοῦ θεάτρου ὅτι παλαβώσανε οἱ γέροντες ὄχι τὰ παιδάκια νὰ μὴν πουλήσουνε τὰ βιβλία τους. Τὸν γέρο Λόντο, ὁπού δὲν ἔχει οὔτε ἕνα δόντι, τὸν παλάβωσε ἡ Ρίτα-Βάσσω τοῦ θεάτρου καὶ τὸν ἀφάνισε τόσα τάλλαρα δίνοντας κι' ἄλλα πισκέσια.»

Στὸ θέμα τῆς Πίστης μας ὁ Μακρυγιαννης θὰ ἀποδειχθεῖ καὶ θὰ ἀναδειχθῆ συγχρόνως μέγας ἀπολογητὴς τῆς Ὀρθόδοξου Παραδόσεως. Ἐρχόμενη ἡ Ἀντιβασιλεία στὴν Ἑλλάδα, ἕνα ἀπὸ τὰ πρῶτα μελήματα της εἶναι νὰ ἐκπροτεσταντίσει τοὺς «δεισιδαίμονες» Ρωμηούς! Ἂς Θυμηθοῦμε τὰ λόγια τοῦ Γάλλου περιηγητῆ Μαλὲρμπ πρὸς τὸν Μακρυγιάννη: «...΄Ἕνα θὰ σᾶς βλάψη ἔσας, τὸ κεφάλαιον τῆς θρησκείας, ὁπού εἶναι αὐτείνη ἡ ἰδέα σ' ἐσᾶς πολὺ τυπωμένη». 

Ἡ Ἀγγλία στέλνει μισσιοναρίους ἱεραποστόλους. Οἱ «κοραϊκοί» συνεργάζονται εὐχαρίστως μαζί τους. Ὁ Ἀγγλος Korck διορίζεται διευθυντὴς τοῦ Ἑλληνικοῦ Διδασκαλείου. Ὁ μισσιονάριος Leeves συνεργάζεται μὲ τὸν Φαρμακιδη καὶ ὁ Νεόφυτος Βάμβας μεταφράζει τὴν Ἁγία Γραφή, ἡ ὁποία ἐπιβάλλεται παραποιημένη στὴν Λατρεία καὶ τὴν Ἐκπαίδευση. Τὸ ἔγκλημα ὅμως εἰς βάρος τῆς Ὀρθόδοξης πατρίδας ἦταν ἡ διάλυση 412 ἐπανδρωμένων μοναστηριῶν καὶ ἡ βίαιη ἀποσχηματίση μοναζουσῶν! Οἱ Βαυαροὶ εἶχαν καταλάβει ποὺ ἔπρεπε νὰ χτυπήσουν. Στὴν  καρδιὰ τοῦ γένους, στὰ μοναστήρια. Αὐτὰ ἔπρεπε νὰ χτυπήσουν στὴν ρίζα τους. 

Αὐτὴ τὴν στάση τῶν Μοναστηριῶν στὸν Ἀγώνα ὁμολογεῖ καὶ προσδιορίζει ὁ Μακρυγιάννης: "Τ' ἅγια τὰ μοναστήρια, ὁπού 'τρωγαν ψωμὶ oἱ δυστυχισμένοι [...] ἀπὸ τοὺς κόπους τῶν Πατέρων, τῶν Καλογήρων. Δὲν ἦταν καπιτσίνοι δυτικοί, ἦταν ὑπηρέτες τῶν Μοναστηριῶν τῆς Ὀρθοδοξίας. Δὲν ἦταν τεμπέληδες· δούλευαν καὶ προσκυνοῦσαν (=λάτρευαν). Καὶ εἰς τὸν ἀγώνα τῆς πατρίδος σ' αὐτὰ τὰ μοναστήρια γινόταν τὰ μυστικοσυμβούλια, συναζόταν τὰ ὀλίγα ἀναγκαῖα του πολέμου, καὶ εἰς τὸν πόλεμον θυσίαζαν καὶ σκοτωνόταν αὐτεῖνοι, οἱ 'περέτες τῶν μοναστηριῶν καὶ τῶν ἐκκλησιῶν. Τριάντα εἶναι μόνον μὲ μένα σκοτωμένοι ἔξω εἰς τοὺς πολέμους καὶ εἰς τὸ Κάστρο, τὸ Νιόκαστρο καὶ εἰς τὴν Ἀθήνα". 

Ἡ φράση "δὲν ἦταν καπιτσίνοι δυτικοὶ" γιὰ μᾶς σημαίνει: δὲν εἶχαν καμιὰ σχέση μὲ τὰ δυτικὰ-μοναχικὰ τάγματα, ποὺ βρίσκονταν στὴν ἐξουσία τοῦ Πάπα. Ἦταν στὴν ὑπηρεσία τοῦ Γένους, στὸ ὁποῖο καὶ ἀνῆκαν. Εἶναι πολὺ εὔκολο λοιπὸν νὰ καταλάβει κανεὶς γιατί καταδικάστηκε ἀργότερα ὁ Μακρυγιάννης (ὅπως ἄλλωστε κυνηγήθηκαν τόσο ἔντονα καὶ οἱ Φλαμιᾶτος καὶ Παπουλᾶκος). Ἦταν ἕνας ἀντιδραστικὸς Ρωμηὸς μὲ κοφτερὸ μυαλό. Μπορεῖ βέβαια νὰ τοῦ ἐδόθη χάρη, ἀλλὰ πέθανε στὸ τέλος πάμπτωχος, ἂν καὶ εἶχε δώσει στὴν πατρίδα δώδεκα παιδιά! Οἱ τότε κυβερνήσεις κάλλιστα μπορεῖ νὰ παραλληλιστοῦν μὲ τὶς σημερινὲς ὅσον ἀφορᾶ τὴν ραγιαδοσύνη τους (βλ. φορολόγηση παιδιῶν!).

Ἐντούτοις, δὲν φταῖνε σύμφωνα μὲ τὸν Μακρυγιάννη ἐξολοκλήρου οἱ Δυτικοί. Αὐτοὶ τὴν δουλειὰ τους κάνουν, ἁπλῶς βρίσκουν κάθε φορὰ καλοθελητὲς ποὺ τοὺς «διακονοῦν». «Ὥστε ὅποιος δὲν εἶναι εἰς τὴν σημαία τοῦ Μαυροκορδάτου φατριαστὴς κι Ἀγγλιστής, Κωλέττη καὶ Γαλλιστής, Μεταξᾶ καὶ Ρουσιστὴς καὶ εἶναι Ἕλληνας διὰ τὴν πατρίδα του καὶ θρησκεία του, αὐτὰ παθαίνει».

Ὁ σοφὸς Στρατηγὸς ὅπου βρεθεῖ χτυπᾶ κάθε δυτικὸ νεωτερισμό, εἴτε αὐτὸς βάλλει κατὰ τῆς Πίστεως εἴτε κατὰ τῆς Παραδόσεως. Χαρακτηριστικὸ εἶναι τὸ ἑξῆς περιστατικό. «Τοῦ ἀΓιαννιοῦ τοῦ Θεολόγου τὸ βράδυ» μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση «ἦταν κάτι λογιώτατοι εἰς τὸ σπίτι μου, μισομαθεῖς καὶ ἄθρησκοι…». Ἐκεῖ λοιπόν, στὸ σπίτι του ἦρθε σὲ σύγκρουση μὲ τὸν Σοφιανόπουλο γιὰ τὴν ἀειπαρθενία τῆς Θεοτόκου. Ὁ Σοφιανόπουλος σπουδαγμένος στὴν Δύση, καὶ σαφῶς ἐπηρεασμένος ἀπὸ τὸν ἄθεο Διαφωτισμὸ ἀμφισβητοῦσε ἔντονα καὶ μὲ ἔπαρση (εἶχε σπουδάσει φιλοσοφία στὴν Εὐρώπη) τὸν Μέγα Βασίλειο. Τότε ὁ Μακρυγιάννης τοῦ λέει: «Εἰς τὸ σχολεῖο ποὺ πάτε, θεολογία σπουδάζετε καὶ φιλοσοφία ἢ τὸ ἕνα;» Λέγει:«Φιλοσοφίαν μόνον» [.….] τοῦ λέω: «ἐσὺ δὲν μπορεῖς νὰ τὸ γνωρίζεις, ὅτι εἶσαι κουτσός. 

Αὐτὸς ὁ Ἅγιος Βασίλειος καὶ οἱ ἄλλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, τὸ γνωρίζουν, ὅτι εἶχαν πρῶτα ἀρετή, ἠθική, καὶ σπουδαξαν καὶ τὴν θεολογία πρῶτα καὶ τὴν φιλοσοφία καὶ γνώρισαν μὲ τὴν ἐντέλειαν τὸ ἕνα καὶ τὸ ἄλλο καὶ ἔγιναν καὶ καλοὶ χριστιανοὶ ὀρθόδοξοι θεολόγοι καὶ καλοὶ φιλόσοφοι, καὶ τότε ἔλαβαν καὶ τὴν Φώτιση τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν εὐλογίαν του...». Ὁ Σοφιανόπουλος ὀρθολογιστὴς ὤν, δὲν ἔδειχνε νὰ πείθεται. Θυμωμένος ὁ Μακρυγιάννης τὸν σηκώνει μὲ τὸ στανιὸ καὶ τοῦ λέει νὰ βάλει τὸ αὐτί του στὴν κλειδαρότρυπα. Ὁ ἴδιος φύσηξε μὲ δύναμη μέσα καὶ τοῦ λέει: «ἔβγα νὰ μᾶς εἰπεῖς τί σου εἶπα. βγῆκε. Λέγει: ἕνας ἀγέρας μοῦ γιόμωσε τὸ αὐτί μου. Τοῦ λέγω:καὶ αὐτὸ τῆς Θείας πρόνοιας μὲ τὴν Θεοτόκο ἀγέρας εἶναι, εἶπε καὶ ἔγινε, δὲν εἶναι ἀθρώπινον ἔργο, καὶ διὰ τοῦτο ἐγεννήθη καὶ ἔμεινε παρθένος….καὶ τοὺς εἶπα εἰς τὸ ἑξῆς νὰ πάψουν ἀπὸ αὐτὰ καὶ δὲν θέλω τέτοιες ὁμιλίες μπερμπάντικες καὶ καϊριστές». 

Ὁ Στρατηγὸς καταλαβαίνει πὼς ἐχθρὸς σὲ ἐκείνη τὴν περίοδο ἦταν οἱ πεφωτισμένοι τῆς Δύσεως (Κοραής, Φαρμακίδης, Καΐρης κ.ἄλ) καὶ οἱ ἀντορθόδοξες δοξασίες τους. «Εἰς τὰ 1839 μάθαμεν κι' ὁ περίφημος δάσκαλος Καγίρης δὲν πιστεύει τὴν Ἁγίαν Τριάδα κι' ἄλλα τέτοια». Ὅπως λέει ὁ παπαΓιώργης ὁ Μεταλληνος  ἡ φωτισμένη ἀπάντηση τοῦ Μακρυγιάννη θυμίζει τὸ θαῦμα τῆς κεράμου μὲ τὸν Ἅγιο Σπυρίδωνα, καὶ τὴν εὐλογία ποὺ ἔδωσε ὁ Ἅγιος Δημήτριος στὸν Νέστορα νὰ ἀντιμετωπίσει τὸν Λυαῖο. Θεολογία κάνει ὁ Ἅγιος Νέστορας. Ἡ Θεολογία του ἦταν τὸ σπαθὶ ἐκείνη τὴν στιγμή. Θεολογία κάνει καὶ ὁ Μακρυγιάννης. Μέσα σὲ αὐτὸ τὸ κλίμα κινεῖται ὁ Στρατηγός.

Ἄξιος μνείας ὅσον ἀφορᾶ καὶ τὸ ἀστεῖο τοῦ πράγματος εἶναι καὶ τὸ ἑξῆς περιστατικὸ. Εἶχε προσκληθεῖ ὁ ἴδιος τὴν ἥμερα τῶν Χριστουγέννων ἀπὸ τὸν γνωστὸ Ἀθηναῖο πρόξενο τῆς Ρωσσίας4. Φθάνοντας στὸ σπίτι τοῦ Παπαρηγοπούλου μαζὶ μὲ τὸν φίλο του καὶ συναγώνιστη του Κῶτσο Λιδωρικιώτη, ὁ στρατηγὸς μὲ ἐκπλήξη εἶδε ἕνα δίμετρο ἔλατο στὸ σαλόνι τοῦ προξένου, κούνησε τὸ κεφάλι του καὶ τοῦ εἶπε: «Ὡραῖο εἶναι κὺρ Γιάννη. Καὶ τοῦ χρόνου νὰ εἴμαστε καλά. Ἀλλὰ τὰ δένδρα μου ἔγω δὲν τ' ἀφήνω νὰ φυτρώνουν μέσα στὴν κάμαρά μου!... Μόνο τ' ἅρματά μου φυτρώνουν ἐκεῖ!...»5 Ἀπὸ τότε τὸ Δένδρο ἐπεκτάθηκε στὶς λίγες ἀριστοκρατικὲς οἰκογένειες τῶν Ἀθηνῶν. Ὁ Μακρυγιάννης ἐξανίστατο ὅταν νοθευόταν ἡ Παράδοση μας. Πίστευε πὼς ἔχουμε μεγάλη εὐθύνη ὡς Ἕλληνες στὴν διαφύλαξή της καὶ παράδοσή της στοὺς νεωτέρους.

Ἡ μίμηση ποὺ ἔχουμε ἀκρίτως καὶ ἀδιακρίτως ὡς νεοέλληνες, μᾶς κάνει νὰ πιθηκίζουμε! Ἔχουν καλλιεργηθεῖ στὸν λαό μας σὲ ὑπερβολικὸ βαθμὸ συναισθήματα μειονεξίας ἔναντι τῶν εὐρωπαίων. Ὡς ἐπίλογο καὶ παρακαταθήκη ἂς ἔχουμε στὸν νοῦ μας τὰ λόγια τοῦ τίμιου καὶ πιστοῦ ἀγωνιστῆ «…Ἴσως ἐσεῖς οἱ μεταγενέστεροι, σὰν ἰδητε τὴν ἀρετή μας, θὰ εἶστε εἰλικρινώτεροι διὰ τὴν πατρίδα. Γλυκώτερον πράμα δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὴν πατρίδα καὶ θρησκεία. Ὅταν δὶ αὐτὰ τὸν ἄνθρωπον δὲν τὸν τύπτη ἡ συνείδησή του, ἀλλὰ τὰ δουλεύει ὡς τίμιος καὶ τὰ προσκυνῆ, εἶναι ὁ πλέον εὐτυχὴς καὶ ὁ πλέον πλούσιος».

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1.       «Νὰ τὴν χέσω τέτοια λευτεριά, ὁποὺ θὰ κάμω ἐγὼ ἐσένα πασιά!» ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΖΟΥΡΑΡΙΣ
2.       «Ὁράματα καὶ Θάματα», σελ. 114
3.       Πνευματικὴ Ἀφύπνιση, ΛΟΓΟΙ Β΄ σελ. 206. (Ἀξιοσημείωτη εἶναι καὶ ἡ ἐπιστολὴ τοῦ Γέροντα γιὰ τὸν Μακρυγιάννη. «Κείμενα - Ἐπιστολές Γέροντος Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου»)
4.       Ὅπως ἔγραψε καὶ ὁ καθηγητὴς λαογραφίας Δ. Λουκάτος ἐμφανίστηκε γιὰ πρώτη φόρα τὸ 1833 στὸ Ναυπλιο ἐπὶ Ὀθωνος, καὶ τὰ Χριστούγεννα τοῦ 1843 στὴν Ἀθήνα, στὸ σπίτι τοῦ Ι. Παπαρηγοπούλου, τοῦ προξένου τῆς Ρωσσίας. Δ. Λουκάτου, «Χριστουγεννιάτικα καὶ τῶν ἑορτῶν»
5.       Καθημερινὴ 22/12/1996 περιοδικό ἐρῶ Ὀκτώβριος-Δεκέμβριος 2012

Παρασκευή 26 Μαρτίου 2021

ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ... ΤΗΣ ΚΑΤΑ ΘΕΟΝ ΠΡΟΟΔΟΥ !!!

 

Ἀνωνύμου Ἁγιορείτου Μοναχοῦ: Ἡ ἁπλότης, ἡ πτωχεία, τό ταπεινό φρόνημα καί τό πνευματικό πρόγραμμα προϋποθέσεις τῆς κατά Θεόν προόδου


«Ὅσιος Γρηγόριος» 44, σελ. 89 - 110, Μονὴ Γρηγορίου,  Ἅγιον Ὅρος 2019
Ἀποσπάσματα ἀπό συζήτησι μέ ἀνώνυμο Ἁγιορείτη Μοναχό
Τό Ἅγιον Ὄρος, ὁ κλῆρος τῆς Θεοτόκου, εἶναι ἡ μακροβιώτερη ἐν ζωῇ μοναστική πολιτεία. Ὅπως ἔχει γραφῆ καί παλαιότερα, τήν μακροβιότητά του καί τήν ὕπαρξί του τό Ἁγιώνυμον Ὄρος τήν ὀφείλει στήν ἀπαρέγκλιτη στάσι τῶν Ἀθωνιτῶν Πατέρων στήν ἀκρίβεια τῆς ἀσκήσεως. Ὅπως ὅμως καί πάλι πολύ εὔστοχα ἔχει γραφῆ, ἐάν ὀφείλῃ τήν ὕπαρξί του ὡς μοναστική κοινωνία στήν ἀκρίβεια, τήν ἐπάνδρωσί του ἀπό τήν “ταλαίπωρο καί ἀσθενεστάτη ἰδική μας γενεά” τήν... ὀφείλει στήν οἰκονομία καί τήν διακριτική συγκατάβασι.

Μέ αὐτήν τήν σκέψι νά θέτῃ τό πλαίσιο, ἔλαβε μέρος μία ἄκρως ἐνδιαφέρουσα συνομιλία μέ κελλιώτη Ἁγιορείτη Μοναχό. Ἡ συζήτησις κινήθηκε κυρίως γύρω ἀπό 8 βασικά θέματα: τόν μοναχισμό, ὅπως βιωνόταν ἀπό τίς προηγούμενες γενεές μοναχῶν, τίς παλαιές Καρυές μέ τά ἁπλά γεροντάκια της, τόν ὅσιο Παΐσιο τόν Ἁγιορείτη, τό πνευματικό πρόγραμμα, τήν προσευχή, τούς λογισμούς, τήν “ἐπικαιρότητα”, τήν νέα γενεά μοναχῶν. Ἀπό τήν συζήτησι αὐτή παραθέτουμε παρακάτω κάποια ἀποσπάσματα πρός ψυχικήν ὠφέλειαν.

Συμεὼν μοναχὸς Καυσοκαλυβίτης (1904-1988)
(Φωτογραφία: Μοναχὸς Χαρίτων Καρουλιώτης)

α΄. Ὁ μοναχισμός παλαιότερα.

«Mακαριστή εἶναι καί ἡ ἐν σώματι πτωχεία καί παρεκτική τῆς οὐρανίου Βασιλείας, ἀλλ’ ὅταν διά τήν τῆς ψυχῆς ταπείνωσιν τελῆται καί ταύτῃ συνημμένη ᾖ καί ἀπό ταύτης ἔχῃ τήν ἀρχήν».

(Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, «Πρός τήν σεμνοτάτην ἐν μοναζούσαις Ξένην»)

Ὁ μοναχισμός παλαιότερα ἦταν πολύ διαφορετικός ἀπό ὅ,τι σήμερα. Ἡ ζωή ἦταν πολύ ἁπλῆ. Ὅμως σιγά-σιγά ἄρχισε νά πνέῃ ἁπαλά στήν ἀρχή καί μετά πιό γοργά μία ἄλλη πνοή. Ἡ ζωή μας ἀνοίχθηκε πρός τά ἔξω.

Δέματα δέν παίρναμε. Αὐτή ἡ ἁπλότητα σοῦ ἔφερνε μία εἰρήνη στήν ψυχή. Ἔφερνε ἀμεριμνία μέσα μας. Ψάρια σπάνια βρίσκονταν. Τρώγαμε σέ καμμιά γιορτή παστά ἤ ἀπό κονσέρβες. Δέν ὑπῆρχαν ψυγεῖα, γεννήτριες. Καί στήν τράπεζα τῆς Πανηγύρεως παρέθεταν ψάρια πού ἔβρισκαν μετά ἀπό πολλές συνεννοήσεις μέ ψαράδες, πού γίνονταν ἡμέρες πολλές πρίν τήν Πανήγυρι.

Ὅ,τι δυσκολίες εἴχαμε πηγαίναμε στήν Παναγία. Αὐτή ἦταν γιατρός, οἰκονόμος, μητέρα μας, τροφός μας, πρεσβευτής μας στήν ἄλλη ζωή. Κάποτε εἶχα μεγάλη δυσκοιλιότητα. Πῆγα μπροστά στήν εἰκόνα τῆς Παναγίας καί τῆς εἶπα: «Παναγία μου, ἔχω δυσκολία. Βοήθα με». Καί ἀμέσως ἦλθε ἡ γιατρειά. Αὐτή ἡ στενότητα νά βροῦμε ἀνθρώπινες λύσεις, μᾶς ἔδινε μεγάλη ἐμπιστοσύνη στήν Παναγία καί προσευχή καρδιακή στίς δυσκολίες μας.

Σήμερα, δυστυχῶς, ἄλλαξαν οἱ λογισμοί μας, ἐπειδή καταργήθηκε ἡ ἁπλότης τῆς ζωῆς καί οἱ λύσεις στά προβλήματά μας εἶναι εὔκολες.

Μοῦ ἔκανε ἐντύπωσι στά παλιά γεροντάκια, ὅτι δέν ἤθελαν νά ἀλλάξουν τήν διαρρύθμισι τοῦ κελλιοῦ τους. Μία φορά τό ἔστρωναν καί μέχρι νά πεθάνουν παρέμενε τό ἴδιο. Καθάριζαν τό κελλί γιά τήν πανήγυρι, τίναζαν τά στρωσίδια, ἀλλά τά ξαναέβαζαν ὅλα στήν θέσι τους, χωρίς νά ἀλλάξουν κάτι. Αὐτό δέν τούς ἔφερνε περισπασμό. Ποτέ τά παλιά γεροντάκια δέν ἔκαναν κάτι καινούργιο. Ὅσες φορές τά ἐπισκεπτόσουν, σέ γιορτές ἤ καθημερινές, τά πάντα στό κελλί τους ἦταν ἴδια· δέν ἄλλαζε κάτι. Γι’ αὐτό καί ἡ προσοχή μας δέν πήγαινε στά πράγματα τοῦ κελλιοῦ, ἀλλά στόν Γέροντα· τί θά μᾶς πῇ πρός ὠφέλειαν.

Εἶχα ἐπισκεφθῆ κάποτε ἕναν ἡλικιωμένο μοναχό. Μέ ἔβαλε νά καθίσω σέ μία στραβή καρέκλα, πού τήν εἶχε καλυμμένη μέ ὄμορφα στρωσίδια. Μοῦ εἶπε: «Ξέρεις τί εἶναι αὐτή ἡ καρέκλα; Σ’ αὐτήν κάθησε ὁ πνευματικός μου παππούς, μετά ὁ Γέροντάς μου, μετά ὁ δεύτερος Γέροντας, ὁ παραδελφός μου, μετά ἐγώ πού εἶμαι τώρα ὁ Γέροντας καί τώρα ἐσύ. Νά ἤξερες, τί μεγάλη εὐλογία ἔχει αὐτή ἡ καρέκλα!».

Ἕνας νέος πού πῆγε σέ ἕνα γειτονικό κελλί νά μονάσῃ βρῆκε στό κελλί του ἕνα παλιό κρεββάτι καί ἀμέσως τό πέταξε. Ὁ Γέροντας τοῦ κελλιοῦ τοῦ εἶπε νά τό ξαναβάλῃ στήν θέσι του, διότι σ’ αὐτό τό κρεββάτι κοιμήθηκαν (ἀπεβίωσαν) οἱ ἐνάρετοι Γεροντάδες του, ὁ γ. Βαρθολομαῖος, ὁ πρῶτος Γέροντας τοῦ κελλίου, μετά ὁ διακο-Βασίλης, μετά ὁ γ. Εὐθύμιος καί τέλος ὁ γ. Διονύσιος.

Εἶχαν οἱ παλιοί καί τά ἀνθρώπινα. Ἀλλά αὐτά τά ἀνθρώπινα συγκρινόμενα μέ τά δικά μας ἦταν ἀρετή.

β΄. Ἀπό τίς παλαιές Καρυές.

«Παρά τῷ ῥηθέντι τῶν Καρυῶν καλλίστῳ χωρίῳ τήν ἀσκητικήν ἔχων τό τηνικαῦτα καλύβην».

(Ἁγ. Φιλοθέου Κοκκίνου, «Βίος ὁσ. Γερμανοῦ Ἁγιορείτου»)

Τά παλιά γεροντάκια εἶχαν νά ποῦν πάντα ἕναν καλό λόγο, πνευματικό, κάτι ἀπό τό ἁγιορείτικο πα­ρελθόν τους. Κανείς δέν γνώριζε τί γινόταν στόν κόσμο. Τά νέα πού συζητοῦσαν ἀκόμη καί στά μπακάλικα τῶν Καρυῶν ἦσαν τοπικά. Δηλαδή ποιός ἀγόρασε ἕνα μουλάρι, ποιός Γέροντας ἀπέκτησε νέο καλογέρι, ποιός ἐκοιμήθη. Ἀκόμη καί οἱ μπακάληδες ἦσαν καλογερικοί.

Μία Κυριακή ἕνας γέροντας βρέθηκε στίς Καρυές καί σκέφθηκε νά πάρῃ κάτι πού τοῦ ἔλειπε ἀπό τό μπακάλικο τοῦ Ταλέα. Ὁ κυρ-Θόδωρος τοῦ εἶπε: «Παπᾶ μου, δέν ἀνοίγω τήν Κυριακή γιά τούς μοναχούς, ἀλλά γιά τούς ἐργάτες. Νά ἔρχεσαι καθημερινές νά ψωνίζῃς, ὄχι Κυριακή».

Ὁ κ. Χρῆστος ὁ Ζέγκος, ὁ μπακάλης, εἶχε τά πρόσφορα πού τοῦ ἔστελνε ἡ Ἱ. Μονή Φιλοθέου. Ἅμα τοῦ ἔλεγες «δῶσε μου ἀπό τά Φιλοθεΐτικα τά πρόσφορα πού εἶναι νόστιμα», δέν σοῦ ἔδινε, γιατί νόμιζε ὅτι τά τρῶς. Ἄν τοῦ ἔλεγες ἁπλά «δῶσε μου μιά ζυγιά πρόσφορα», τότε σοῦ ἔδινε. Ἦταν καί ὁ φωτογράφος τῶν Καρυῶν.

Γέρων Δανιὴλ ὁ ράπτης, Κελλὶ Ἁγίου Γεωργίου, Καρυὲς Φωτο: 2015
Ὁ π. Δανιήλ ὁ ράπτης εἶχε στό μαγαζί του δύο ράσα, ἕνα μακρύ καί ἕνα κοντό. Ὅποιος ἤθελε νά πάῃ στήν Ἱ. Κοινότητα, δανειζόταν τό ράσο πού τοῦ ταίριαζε καί ἔτσι πήγαινε στήν Ἱ. Κοινότητα. Μετά τό ἐπέστρεφε. Ἐπίσης ἔμπαιναν στόν Ναό τοῦ Πρωτάτου πάντα μέ ράσο. Ὅ,τι ἔκαναν ἦταν βέβαια τυπικό, ὅμως εἶχε καί βαθύτερο νόημα. Ἔδειχνε τόν σεβασμό τους πρός τόν Ἱερό Ναό καί τήν Ἱερά Κοι­νότητα. Προετοιμάζονταν καί πνευματικά μέ αὐτόν τόν τρόπο.

Ὁ φούρναρης ἦταν ὁ κ. Θανάσης. Ὅταν τελείωνε τήν δουλειά του, κοιμόταν πάνω σέ μία καρέκλα μέ τά πόδια σέ μία ἄλλη. Μπαίναμε στόν φοῦρνο προσέχοντας νά μή τόν ξυπνήσουμε. Παίρναμε τό ψωμί, ἀφήναμε τά χρήματα καί φεύγαμε. Ὅταν ξύπναγε, ἔβρισκε τά χρήματα στόν πάγκο καί τά ψωμιά πουλημένα.

Ὁ γέρο-Ἠλίας ἀπό τά Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου, πρίν κοινωνήσῃ, ἔβαζε μετάνοια σέ ὅλους, μικρούς καί μεγάλους. Ζοῦσε στήν περιοχή τῶν Καρυῶν καί εἶχε πενήντα χρόνια νά κατέβῃ ἀπό τό κελλί του στίς Καρυές. Οὔτε στήν χιλιετηρίδα δέν κατέβηκε. Εἶχε ἔλθει στό Ἅγιον Ὄρος 14 χρονῶν μαζί μέ τόν πατέρα του, πού ἦταν ὑλοτόμος καί πέθανε ἀπό σκωληκοειδίτιδα, καί ἔμεινε ἐδῶ. Κοιμήθηκε σέ ἡλικία 87 χρονῶν στό κελλί του. Μόνο δύο ἐξόδους ἔκανε στόν κόσμο γιά λόγους ὑγείας. Μετά τήν δεύτερη φορά, ὅταν βάρυνε πολύ ἡ ὑγεία του, πῆγαν ὅλοι νά τόν ἐπισκεφθοῦν, ἀκόμη καί ὁ Πρῶτος. Ὁ γιατρός τοῦ εἶπε: «Θά σέ βγάλουμε ἔξω μέ τό ἑλικόπτερο. Δέν θά κουρασθῇς». Τότε αὐτός ρώτησε: «Τό ἑλικόπτερο ἔχει φτερά;». «Ναί», τοῦ ἀπήντησαν. Τότε εἶπε: «Δέν εἶναι καλύτερα νά πάω μέ τόν ἀρχάγγελο Μιχαήλ; Καί αὐτός ἔχει φτερά». Προεγνώρισε τόν θάνατό του. Εἶπε: «Μετά τήν ἑορτή τῆς Παναγίας ἐγώ θά κοιμηθῶ». Ἔτσι καί ἔγινε. Ἔφυγε στίς 14 Ἀπριλίου τοῦ 1994, μετά τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου, τήν ἑορτή αὐτή τῆς Παναγίας πού τήν εἶχε σέ ἰδιαίτερη εὐλάβεια.

γ΄. Ὁ ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης.

«Θεέ μου, ἡ Ἀγάπη σου δέν ὑποφέρεται, διότι εἶναι πολλή καί στήν μικρή μου καρδιά δέν χωράει».

(Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου, «Ἐπιστολές», ΣΤ΄)

Ὁ ἅγιος Παΐσιος καί τά ἄλλα γεροντάκια μᾶς ἔλεγαν: «Μοναχέ, κάτσε στό κελλί σου, γιά νά σώσῃς τήν ψυχή σου».

Ὁ ἅγιος Παΐσιος δεχόταν πολύ κόσμο. Αὐτό ὅμως τό ἔκανε μέ τήν καθοδήγησι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀναφέρεται στόν βίο τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτου, ὅτι στό ἐρώτημα «πῶς ἐνεργοῦν οἱ Ἅγιοι;» ἀπήντησε· «ὅπως τούς ὁδηγεῖ τό Ἅγιο Πνεῦμα». Οἱ Ἅγιοι δέν κάνουν τίποτε δικό τους. Ἐνῶ ἐμεῖς οἱ ἁπλοί κάνουμε ὅ,τι μᾶς παραδίδει ὁ πνευματικός μας. Κάνουμε ὑπακοή.

Κάποιοι ἔλεγαν γιά τόν ἅγιο Παΐσιο: «Ἦταν ἔξυπνος». Πολλοί ὅμως ἔξυπνοι πέρασαν ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος, ἀλλά δέν μπόρεσαν νά κάνουν τό ἔργο τοῦ γ. Παϊσίου. Πόσους μπορεῖ νά ἀναπαύσῃ ἕνας ἔξυπνος ἤ μορφωμένος; Δύο, τρεῖς; Μετά θά κουρασθῇ. Ὅμως ὁ γ. Παΐσιος, ἐπειδή ἦταν γεμάτος ἀπό τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ, δέν κουραζόταν ποτέ· ἦταν πάντα εὐδιάθετος, χαρούμενος, εἰρηνικός. Δέν χασμουριόταν οὔτε εἶχε χαλαρότητα ἤ ραθυμία. Σέ πρόσεχε, ὅταν μιλοῦσες· δέν διεσπᾶτο ἡ προσοχή του οὔτε ἡ προσευχή του. Αὐτό δέν ἦταν μόνον ἱκανότητα σωματική. Χωρίς τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ δέν μπορεῖ νά κάνῃ κανείς τέτοιο διακόνημα. Εἶχε πεῖ κάποτε ὁ ἴδιος σέ ἕνα καλογέρι: «Τό νά μιλᾷς μέ τούς ἀνθρώπους εἶναι τό πιό δύσκολο διακόνημα». Κάποτε τόν ρωτήσαμε: «Γέροντα, δέν κουράζεσαι μέ τόν κόσμο;». «Δέν προσέχω σέ ὅ,τι μοῦ λέγουν. Ὅταν εἶναι κάτι ἀνάγκη, μόνος του πηγαίνει ὁ νοῦς μου ἐκεῖ», μᾶς ἀπήντησε ὁ ἅγιος Γέροντας.

Στόν π. Κοσμᾶ τόν Γρηγοριάτη, τόν ἱεραπόστολο τοῦ Κογκό, ὁ ἅγιος Παΐσιος τοῦ ἐπέτρεψε νά πάῃ στήν ἱεραποστολή, γιατί εἶχε πληροφορία ἀπό τόν Θεό. Ἐνῶ σέ κάποιον ἄλλο, πού ἐπέμενε νά πάῃ στήν ἱεραποστολή, τοῦ εἶπε: «Ἄν πᾷς, θά ντροπιάσῃς τήν Ἐκκλησία».

Ἔλεγε ὁ ἅγιος Παΐσιος: «Οἱ κοσμικοί θά χαθοῦν ἀπό τίς καταχρήσεις καί οἱ πνευματικοί ἄνθρωποι ἀπό τίς κατακρίσεις». Ἄλλοτε πάλι ἔλεγε: «Ἡ περιέργεια γεννᾷ τήν κατάκρισι. Ὅποιος δέν ἀσχολεῖται μέ τό τί κάνει ὁ ἄλλος, γλυτώνει ἀπό τήν κατάκρισι. Νά λές τήν εὐχή καί θά φεύγουν οἱ κακοί λογισμοί.  Μήν ἀσχολῆσαι μέ τούς ἄλλους, γιά νά ἔχῃς χρόνο νά ἀσχοληθῇς μέ τόν ἑαυτό σου».

Ὁ ἅγιος Παΐσιος ἐπέμενε πάρα πολύ στό νά μήν ἀλλάξουμε τόν καλογερικό τρόπο τῆς ζωῆς μας. Ἡ καταστροφή τοῦ Χριστιανισμοῦ καί τοῦ Μοναχισμοῦ εἶναι τό κοσμικό φρόνημα. Ἔλεγε: «Νά μή θέλῃς νά τά ἀπολαύσῃς ὅλα ἐδῶ. Ἄφησε νά ἀπολαύσῃς κάτι καί στήν ἄλλη ζωή. Π.χ. θέλουμε νά μή μᾶς κατηγορῇ κανείς, νά μή μᾶς ἐμπαίζῃ, νά μή μᾶς χλευάζῃ. Τότε τί θά ἀπολαύσουμε στήν ἄλλη ζωή; Πῶς θά σταθοῦμε κοντά στούς Ἁγίους, πού ἔφυγαν ὅλοι τους κακοθάνατοι (γιά τούς ἀνθρώπους);».

Ἐπίσης ἔλεγε: «Μή χάνετε τόν καιρό σας, ἀλλά νά ἀγωνίζεσθε γιά τήν ἁγιότητα. Ἡ καλύτερη ἐλεημοσύνη στόν κόσμο εἶναι νά γίνῃς ἅγιος. Ὁ ἅγιος βοηθᾷ καί ὅσο ζῇ ἀλλά καί μετά θάνατον».

δ΄. Πνευματικό πρόγραμμα.

«Ἐμοῦ ἀντίδικοι, φησίν ἡ ἀκηδία, ὑφ’ ὧν δέδεμαι νῦν, ψαλμῳδία σύν ἐργοχείρῳ».

(Ἁγ. Ἰωάννου Σιναΐτου, «Κλίμαξ», Λόγος ΙΓ΄)

Ὅταν πρωτοήλθαμε στό Ἅγιον Ὄρος, ὁ γ. Παΐσιος μᾶς συμβούλεψε: «Νά μήν ἀνοίγεσθε μέ φιλοξενίες, γνωριμίες, πανηγύρια. Οὔτε δωρεές νά παίρνετε χωρίς μεγάλη ἀνάγκη. Γιατί οἱ κοσμικοί δίνουν κάποιο δῶρο καί μετά περιμένουν πολλά». Ὁ πνευματικός μας πάλι μᾶς ἔδωσε ἄλλη συμβουλή: «Νά κρατᾶτε πρόγραμμα». Καί ἐμεῖς καταλάβαμε, ὅτι ἡ πνευματική ζωή ἀνάμεσα σέ αὐτά τά δύο κινεῖται· στό νά μή ἀνοιγόμαστε καί στό νά κρατᾶμε πρόγραμμα.

Αὐτό ὅμως τό εἴδαμε καί στά ἄλλα γεροντάκια πού γνωρίσαμε. Ἡ ζωή τους ἐκινεῖτο γύρω ἀπό τό κελλί τους, τήν Ἐκκλησία, τό ἐργόχειρό τους, τό διακόνημα. Οἱ γνωριμίες τους ἦταν μόνο μέ τούς γειτόνους τους. Καί αὐτό μᾶς ἀνέπαυε πολύ. Στό τηλέφωνο –σταθερό– λίγα ἔλεγαν καί τό ἔκλειναν.

Εἶναι χαρακτηριστικό ἕνα γεγονός πού συνέβη σέ κάποιο κελλί στήν περιοχή μας, ὅπου ἔμενε ἕνα γεροντάκι. Τό γεροντάκι τό ἀνέλαβαν κάποιοι νέοι, οἱ ὁποῖοι στήν πανήγυρι κάλεσαν πολλούς γνωστούς τους. Τό γεροντάκι βλέποντας τήν πολυκοσμία εἶπε: «Αὐτό δέν ἦταν πανήγυρις, ἦταν συμπόσιο».

Ὅταν τοποθετοῦσαν τήν κεραία τοῦ κινητοῦ τηλεφώνου, ἕνα ἄλλο γεροντάκι ἀπό τίς Καρυές ρώτησε τόν ὑποτακτικό του: «Τί εἶναι αὐτό, πάτερ Ραφαήλ, πού βάζουν στό βουνό;». «Κεραία γιά κινητά τηλέφωνα, γέροντα», εἶπε ὁ π. Ραφαήλ. Τότε ὁ γέροντας ἀπήντησε: «Κινητή τηλεφωνία; Ἀντίο ἡσυχία!!!».

Κάποτε ἐπισκεφθήκαμε ἕναν γέροντα. Τόν ρωτήσαμε: «Δέν ἔχεις ἀκηδία, γέροντα;». Καί αὐτός ἀ­πήντησε: «Ἔχω πρόγραμμα. Γι’ αὐτό δέν ἔχω ἀκηδία».

Τί περιελάμβανε τό πρόγραμμα; Πρῶτα ἡ Ἀκολουθία καί ὁ Κανόνας. Μερικά γεροντάκια δέν εἶχαν παραλάβει νά κάνουν Κανόνα. Λίγοι ἔκαναν τήν Ἀκολουθία μέ κομποσχοίνι. Οἱ περισσότεροι ὅμως διάβαζαν τήν Ἀκολουθία. Μερικοί ὅλα μαζί τό ἀπόγευμα. Ἑσπερινός, Παράκλησι, Ἀπόδειπνο, Χαιρετισμοί, Μεσονυκτικό, Ὄρθρος κρατοῦσαν περί τίς τέσσερεις ὧρες. Μετά τήν Ἀκολουθία κάποιοι ξεκουράζονταν. Ἄλλοι διάβαζαν Ἀκολουθία τό πρωΐ καί μετά τήν Ἀκολουθία ἔπιναν ἕναν καφέ καί ἔβγαιναν στόν κῆπο τους ἤ στά ἄλλα διακονήματα.

Στήν βιβλιοθήκη τοῦ κελλιοῦ τους δέν ὑπῆρχαν κοσμικά βιβλία. Αὐτά πού συναντοῦσες ἦσαν κυρίως τά «Ἀσκητικά» τοῦ ἀββᾶ Ἰσαάκ καί τοῦ ὁσίου Ἐφραίμ τῶν Σύρων, ἡ «Κλίμακα» τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, οἱ «Κατηχήσεις» τοῦ ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, τά «Ἅπαντα τοῦ ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου» τοῦ Διονυσίου Ζαγοραίου, ὁ «Εὐεργετινός», τό «Γεροντικό», ὁ «Συναξαριστής» καί πολλά μουσικά γιά τήν Πανήγυρι. Πανηγυρικά βιβλία εἶχαν τόν «Θησαυρό τοῦ Δαμασκηνοῦ» καί τόν «Μηνιάτη» καί ἱστορικά τήν «Ἱστορία τοῦ Παπαρηγοπούλου».

Ὅμως «τό πνευματικό ἔργο τοῦ μοναχοῦ, τό κύριο ἔργο του, δέν εἶναι τό διάβασμα, ἀλλά ἡ προσευ­χή. Τό διάβασμα εἶναι τό γέμισμα». Ἔτσι μᾶς ἔλεγε ὁ πνευματικός.

Τά κελλιά μοιάζουν μέ μικρή βάρκα. Ἄν δέν ἀκολουθῇς αὐστηρό πρόγραμμα, κινδυνεύεις πνευματικά, γιατί ὑπάρχει χαλάρωσις. Στά Κοινόβια ὅμως τά πράγματα εἶναι διαφορετικά. Τό Κοινόβιο μοιάζει μέ καράβι πού προχωρᾷ στό πέλαγος. Ὁ κοινοβιάτης συμμετέχει στήν χάρι τῆς προσευχῆς τοῦ Κοινοβίου καί χωρίς νά κάνῃ ἰδιαίτερη προσευχή. Παίρνει τήν χάρι τῆς προσευχῆς, ἀρκεῖ νά κάνῃ ὑπακοή. Μέσα στό Κοινόβιο, εἴτε εἶναι κανείς καπετάνιος εἴτε ναύτης, θά φθάσῃ στό λιμάνι μαζί μέ ὅλους. Ὁ μάγειρας, ὁ τραπεζάρης, ὁ οἰκονόμος παίρνουν τήν χάρι τῆς προσευχῆς, ἔστω καί ἄν δέν συμμετέχουν στίς ἀκολουθίες, ἐφ’ ὅσον βέβαια ἔχουν τόν νοῦ τους στόν Θεό τήν ὥρα τοῦ διακονήματός τους. Ἄν ὅμως λένε ἀνέκδοτα, δέν παίρνουν χάρι.

ε΄. Περί προσευχῆς.

«Μή ὅλην τήν σχολήν σου περί τήν σάρκα ἔχε, ἀλλά ὅρισον αὐτῇ τήν κατά δύναμιν ἄσκησιν καί ὅλον τόν νοῦν σου περί τά ἔνδον τρέψον».

(Ἁγ. Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, «Περί ἀγάπης δ΄ ἑκατοντάς», ξγ΄)

Ἡλιοβασίλεμα ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Καλύβη Κοιμήσεως Θεοτόκου - Μικρὰ Ἁγία Ἄννα, 2014

Νά προσπαθοῦμε νά μή χάνουμε τήν μνήμη τοῦ Θεοῦ. Ταξίδευα κάποτε μέ τό πλοῖο τῆς γραμμῆς ἀπό τήν Δάφνη πρός τήν Ἁγία Ἄννα. Εἶχα κλειστά τά μάτια καί φαινόμουν σάν νά κοιμᾶμαι. Μέ πλησίασε ἕνας ἡλικιωμένος μοναχός –ἦταν ὁ γ. Ἡσαΐας ἀπό τήν Μ. Λαύρα– καί μέ ρώτησε: «Πῶς σέ λένε καλογέρι;». Τοῦ εἶπα τό ὄνομά μου. Τότε μοῦ εἶπε: «Μή χάσῃς τήν μνήμη τοῦ Θεοῦ, καλογέρι. Ἄν χάσῃς τήν μνήμη τοῦ Θεοῦ, θά κουραστῇς σάν γεράσῃς. Ὁ Ἀδάμ γι’ αὐτό ἔχασε τόν Παράδεισο, γιατί ἔχασε τήν μνήμη τοῦ Θεοῦ. Λέγε τήν εὐχή ὅσο μπορεῖς». Πολύ παρηγορήθηκα ἀπό τούς λόγους του.

Ὁ πνευματικός μας μᾶς ἔλεγε νά μή μιλᾶμε μεταξύ μας κατά τήν ὥρα τοῦ διακονήματος. Ἀκόμη νά παίρνουμε μαζί μας καί κανένα πατερικό βιβλίο, ὅπως τήν «Κλίμακα» τοῦ ἁγίου Ἰωάννου, καί ὅταν κάνουμε διάλειμμα νά διαβάζουμε λίγο ἀπό αὐτό ἤ νά λέμε τήν εὐχή στό διακόνημα, λίγο πιό ἀργά ἀπό ὅ,τι ὅταν κάνουμε τόν κανόνα μας. Νά μήν μιλᾶμε μετά τό Ἀπόδειπνο, οὔτε τό πρωΐ, ὅταν τελειώσῃ ἡ Ἀκολουθία.

Γι’ αὐτό λοιπόν: «Κάνε τό ἐργόχειρό σου προσευχή καί τήν προσευχή σου ἐργόχειρο», δηλ. κύριο ἔργο σου. Ἔλεγε καί ὁ Γέροντάς μας: «Πάσχουν οἱ ἄνθρωποι, γιατί ἔπαυσαν νά προσεύχωνται».

Γιατί ἀπό πολλούς ἡ προσευχή γίνεται σάν καταναγκαστικό ἔργο; Γιατί γίνεται τυπικά. Κάνουμε τόν Ὄρθρο, τόν Ἑσπερινό, τό Ἀπόδειπνο, ἀλλά ἐνδιάμεσα τό μυαλό πετᾷ. Γι’ αὐτό χρειάζεται συνεχής ἀγώνας, ὅταν φεύγῃ ὁ νοῦς μας, νά τόν μαζεύουμε. Νά σκιρτᾷ ἡ καρδιά μας γιά τόν Χριστό.

Ἀλλά καί ὅταν κάνουμε τό διακόνημα, νά προσευχόμαστε. Τό κύριο ἔργο μας εἶναι ἡ προσευχή. Ἄς ὑποθέσουμε ὅτι εἶσαι μάγειρας, κηπουρός, ἁγιογράφος. Νά πῇς στόν ἑαυτό σου: «Δέν εἶμαι μάγειρας· εἶμαι μοναχός. Δέν εἶμαι κηπουρός· εἶμαι μοναχός. Δέν εἶμαι ἁγιογράφος· εἶμαι μοναχός».

Ἐμεῖς εἴχαμε σάν ἐργόχειρο τήν ἁγιογραφία. Εἴχαμε πολλές ἐλλείψεις στό σχέδιο. Μᾶς παρακινοῦσαν κάποιοι νά ἀπευθυνθοῦμε σέ γνωστό Καθηγητή τῆς ἁγιογραφίας, γιά νά μᾶς λύνῃ τίς ἀπορίες. Τό εἴπαμε στόν πνευματικό, ἀλλά αὐτός δέν μᾶς ἔδωσε εὐλογία. Μᾶς εἶπε: «Δέν ἤλθατε ἐδῶ γιά νά γίνετε ἁγιογράφοι, ἀλλά μοναχοί. Ἡ ἴδια ἡ πεῖρα πού θά ἀποκτᾶτε, θά σᾶς διορθώνῃ. Τό κύριο ἔργο σας δέν εἶναι τό ἐργόχειρο, ἀλλά ἡ προσευχή. Ἐπειδή ὅμως δέν εἴμαστε ἀσώματοι ἄγγελοι, γι’ αὐτό κάνουμε τό ἐργόχειρο. Καί μέ τήν προσευχή ἁγιάζεται τό ἐργόχειρο, ἁγιάζεται καί ὁ μοναχός. Μέ τό ἐργόχειρο, ζοῦμε χωρίς νά ἔχουμε τήν ἀνάγκη ἄλλων. Κάνουμε καί ἐλεημοσύνες».

Ὅταν λέμε τήν εὐχή, δέν πρέπει νά προσέχουμε οὔτε λογισμούς οὔτε αἰσθήματα, ὅπως ταραχή, θυμό, ἀνασφάλεια, φοβίες. Δέν πρέπει νά τά προσέχουμε αὐτά, γιατί καταστρέφουν τήν προσευχή. Ἐμεῖς ὀφείλουμε νά προσέχουμε στά λόγια τῆς εὐχῆς καί νά ἔχουμε τήν μνήμη τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος κάνῃ ἔτσι, σιγά-σιγά ἀρχίζει νά γλυκαίνεται. Καί στήν συνέχεια δέν κάνει ἰδιαίτερη προσπάθεια γιά νά προσευχηθῇ. Ἡ προσοχή κατά τήν διάρκεια τῆς ἡμέρας βοηθᾷ στήν καθαρότητα τῆς προσευχῆς μας τό βράδυ.

Εἴχαμε ρωτήσει κάποτε τόν ἅγιο Παΐσιο, πῶς μποροῦμε νά προσευχόμαστε. Μᾶς εἶπε: «Ἄν δέν μαλακώσῃ ἡ καρδιά, ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά προσευχηθῇ. Σέ παγωμένη καρδιά δέν φυτρώνει τίποτα. Γι’ αὐτό νά βλέπετε τήν ἁμαρτωλότητά σας, νά πενθῆτε γι’ αὐτήν καί νά βλέπετε τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ὅλα αὐτά μαλακώνουν τήν καρδιά. Ἰδίως ὅταν βλέπουμε τήν εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ, βγαίνει ἡ προσευχή ἀβίαστα. Νά προσευχώμεθα σάν ἁμαρτωλοί».

Ὁ ἅγιος Παΐσιος τόνιζε πολύ τήν προσευχή. Στό ἐργόχειρο, δέν ἄφηνε νά ἀκοῦμε κασέτες. Ἔλεγε: «Μυστικά, νοερά, νά προσεύχεσθε. Νά κάνετε ἕνα διάλειμμα μετά μία ὥρα. Διαβάστε κάτι. Κάντε ἕνα κομποσχοινάκι. Ἄν κάνετε ἔτσι, ξεκουράζεσθε καί εἶναι σάν νά ξεκινᾶτε τό διακόνημα πάλι ἀπό τήν ἀρχή».

Βρῆκε κάποτε ἕνα γεροντάκι, ὁ γέρο-Νικόδημος, ἕνα κασετόφωνο καί κάτι κασέτες μέ ψαλμωδίες. Ὅταν τίς ἄκουσε, μᾶς εἶπε: «Εὐφράνθηκα. Νά ἀκοῦτε κασέτες, εἶναι καλό πράγμα». Ὅμως μετά μία ἑβδομάδα ἦλθε στό κελλί μας λέγοντας: «Πατέρες μήν ἀκοῦτε κασέτες. Ἔπαθα ζημιά. Ἔχασα τήν προσευχή. Ζαλίστηκε τό κεφάλι μου. Ἕνα βουητό ἔχω συνέχεια στόν νοῦ μου».

στ΄. Περί λογισμῶν.

«Ἀπό τήν ποιότητα τῶν λογισμῶν ἑνός ἀνθρώπου φαίνεται ἡ πνευματική του κατάσταση».

(Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου, Λόγοι Γ΄, «Πνευματικός ἀγώνας»)

Ἄν κάποιος θέλῃ νά ὠφεληθῇ, μπορεῖ νά ὠφεληθῇ καί ἀπό τά ἀνάποδα. Καί ἄν δέν θέλῃ, δέν ὠφελεῖται ἀπό τίποτα, οὔτε καί ἀπό αὐτά πού εἶναι πρός σωτηρίαν κατάλληλα.

Κάποιος προσκυνητής μοῦ ἔλεγε ὅτι ὠφελήθηκε ἀπό ἕναν γάτο. Μοῦ εἶπε: «Ἦλθε ὁ γάτος καί κυλιόταν στά πόδια μου, χωρίς νά μέ ξέρῃ. Ἔξω στόν κόσμο οἱ γάτοι εἶναι ἄγριοι. Ἐπειδή ἐμεῖς στόν κόσμο εἴμαστε ἄγριοι, εἶναι καί τά ζῶα ἄγρια. Ἐνῶ ἐδῶ, ἐπειδή οἱ μοναχοί εἶναι εἰρηνικοί, καί οἱ γάτοι εἶναι ἥμεροι». Πολύ ὠφελήθηκα ἀπό αὐτόν τόν λογισμό.

Ὁ γέρο-Νικόδημος ἦταν κατάκοιτος. Μιά μέρα μοῦ εἶπε: «Τί μεγάλη σοφία εἶναι τό ὅτι ὁ ἄνθρωπος βρῆκε τό κρεββάτι! Ἄν δέν ὑπῆρχε τό κρεββάτι, θά ἤμουν στό πάτωμα καί θά περνοῦσαν ἀπό πάνω μου τά ποντίκια καί οἱ κατσαρίδες. Καί πῶς θά μποροῦσαν τότε οἱ ἀδελφοί νά μέ περιποιοῦνται, νά μέ καθαρίζουν καί νά μέ ταΐζουν; Ἔπρεπε νά σκύβουν συνέχεια». Ἔκανε ὁλόκληρη θεωρία γιά τά πλεονεκτήματα τοῦ κρεββατιοῦ, ἀντί νά ἀδημονῇ πού ἦταν καθηλωμένος πάνω σ’ αὐτό, καί εὐχαριστοῦσε τόν Θεό. Σ’ αὐτό τόν βοήθησαν οἱ καλοί λογισμοί.

Τό ἴδιο ἔκανε καί ἕνας ἄλλος πού ἔπαιρνε ψυχοφάρμακα. Ἀντί νά δυσανασχετῇ, δοξολογοῦσε τόν Θεό πού φώτισε τούς γιατρούς νά βροῦν τά ψυχοφάρμακα καί μποροῦσε μέ αὐτά νά λειτουργήσῃ φυσιολογικά μέσα στήν κοινωνία.

Μέ τά γεγονότα πού ἐπιτρέπει ὁ Θεός νά συμβαίνουν στήν ζωή μας, κάτι διορθώνεται μέσα μας, ἄν τό πάρωμε μέ καλό λογισμό. Ἄν θέλῃ ὁ ἄνθρωπος νά σωθῇ, ὅλα, καί ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ, θά συμβάλλουν στήν σωτηρία του. Ἄν δέν θέλῃ νά σωθῇ, ὅλα θά τοῦ φταῖνε καί δέν θά μπορῇ νά κάνῃ προκοπή.

ζ΄. Ἐπικαιρότητα καί μοναχισμός.

«Μή ἐρωτήσῃς πλέον περί τοῦ κόσμου, μήτε περί τῆς καταστάσεως αὐτοῦ».

(Ἁγ. Ἰσαάκ Σύρου, «Ἀσκητικά», Λόγος Π΄)

Συνήθως ἀπό τούς παλαιούς μοναχούς, ὅταν τούς πλησίαζες, ἄκουγες ἕναν λόγο στηρικτικό, πνευματικό. Μιά φορά προχωροῦσα στίς Καρυές καί ὁ γ. Ἐφραίμ ὁ Λαυριώτης μοῦ εἶπε: «Πάτερ, στό χέρι σου νά κρατᾷς πάντοτε τό κομβοσκοίνι, γιά νά θυμᾶσαι 106 τήν εὐχή». Τώρα πολλοί μοναχοί ἀσχολοῦνται ὑπερβολικά μέ τά σύγχρονα προβλήματα. Ὁ Γέροντάς μας δέν ἄφηνε νά ἀσχολούμαστε μέ αὐτά. Ἔλεγε ὅτι αὐτά εἶναι γιά τούς μεγάλους. Καί ὁ ἅγιος Παΐσιος, ἐνῶ μιλοῦσε καί γιά τά πατριωτικά καί γιά τόν Οἰκουμενισμό ἤ γιά ἄλλα σύγχρονα θέματα, καί μάλιστα ἔντονα μερικές φορές, ὅμως τό βάρος τό ἔριχνε στά πνευματικά. «Κάνετε δουλειά στόν ἑαυτό σας. Εἶναι ἕνα ἐργόχειρο πού δέν τελειώνει ποτέ», ἔλεγε ὁ ἅγιος Γέροντας. Ἄν ὁ μοναχός ἀσχολῆται πολύ μέ αὐτά τά σύγχρονα προβλήματα, χάνεται, χάνει τόν ἑαυτό του. Χάνεται ἡ διάθεσίς του γιά προσευχή καί τοῦ ἔρχεται ἀκηδία καί ἔντασις. Ἀλλά καί χωρίς προσευχή, χωρίς ἀλλαγή μέσα μας, πῶς μποροῦμε νά βοηθήσουμε τήν Ἐκκλησία ἤ τήν πατρίδα μας; Ὅμως οὔτε καί νά κοιμώμεθα, καί νά ὀργώνουν οἱ ἐχθροί τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς πατρίδος μας.

Εἶχε πεῖ κάποτε ὁ π. Αἰμιλιανός ὁ Σιμωνοπετρίτης, ὅτι πολλοί θά πᾶνε στήν κόλασι ἀπό τήν ἐπικαιρότητα. Ὁ Γέροντας μπορεῖ νά ἀσχολῆται, ἀλλά, ἄν ἀσχολοῦνται οἱ μικροί, πλανῶνται.

η΄. Σύγχρονος μοναχισμός.

«Εἶναι χρεία νά προηξεύρῃ τινάς, ὅτι δύω εἴδη κυβερνήσεως, καί διορθώσεως, φυλλάττονται εἰς τήν τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν. Τό ἕν εἶδος ὀνομάζεται Ἀκρίβεια, τό δέ ἄλλο, ὀνομάζεται Οἰκονομία καί Συγ­κατάβασις, μέ τά ὁποῖα κυβερνοῦσι τήν σωτηρίαν τῶν ψυχῶν οἱ τοῦ Πνεύματος οἰκονόμοι, πότε μέν μέ τό ἕνα, πότε δέ μέ τό ἄλλο».

(Ἁγ. Νικοδήμου Ἁγιορείτου, «Πηδάλιον», ΜΣΤ΄ Ἀποστολικός Κανών)

Ἄς μή κατακρίνουμε βλέποντας τίς ἀδυναμίες τῶν νεωτέρων ἀδελφῶν μας. Οἱ σύγχρονοι νέοι πού γίνονται μοναχοί, ἐπειδή ἔζησαν ἔντονα τήν κοσμική ζωή, βγάζουν τίς ἀναθυμιάσεις τῆς κοσμικῆς ζωῆς καί στήν καλογερική. Γι’ αὐτό ὁ Γέροντας πρέπει νά ἔχῃ πολλή διάκρισι καί πολλή πατρική ἀγάπη καί ἔμπονη προσευχή. Δέν φεύγουν εὔκολα οἱ ἐμπειρίες τῆς κοσμικῆς ζωῆς, ὅταν κάποιος τήν εἶχε ζήσει ἔντονα. Χρειάζεται συνεχής ἐξομολόγησις καί ταπείνωσις. Ἄς συγκρίνουμε τήν ζωή τῆς ἁγίας Φωτεινῆς τῆς Ἐρημίτιδος, πού ἦταν ὅλη παρθενική, μέ τήν ζωή τῆς ἁγίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας. Πόσο ταλαιπωρήθηκε ἡ δεύτερη! Ὅπως ἔλεγε καί ὁ ἅγιος Παΐσιος: «Ὑπάρχει καλό ὑλικό, ἀλλά θέλει δούλεμα καί παράδειγμα ἀπό τούς μεγάλους».

Εἴχαμε πάει κάποτε στόν παπα-Ἐφραίμ τόν Κατουνακιώτη. Μόλις πήγαμε, μᾶς ρώτησε ἄν εἴχαμε πάρει εὐλογία πού πήγαμε ἐκεῖ. Ὅταν τοῦ εἴπαμε ὅτι εἴχαμε εὐλογία ἀπό τόν πνευματικό, μᾶς εἶπε: «Ὁ πνευματικός εἶναι ἐγγύησις στήν πνευματική ζωή». Μείναμε κοντά του μιάμιση ὥρα καί μᾶς μιλοῦσε συνέχεια γιά τήν ὑπακοή. Μεταξύ τῶν ἄλλων μᾶς εἶπε καί τό ἑξῆς: «Ὅταν πῇ ὁ ὑποτακτικός “εὐλόγησον”, σταματᾷ ὁ Γέροντας τήν ἐπιτίμησι. Ἀλλά νά μή λέμε τό “εὐλόγησον”, σάν νά θέλωμε νά κλείσωμε τό στόμα τοῦ Γέροντος».

Νά βλέπουμε τούς ἄλλους ὡς ἀσθενεῖς, ὄχι ὡς ἐμπαθεῖς, καί ὅτι ὅλοι εἴμαστε στό Νοσοκομεῖο, πού εἶναι τό κελλί μας ἤ τό Μοναστήρι μας. Ἐφ’ ὅσον μένουμε στό Νοσοκομεῖο, ὅλοι θά γιατρευθοῦμε, δηλαδή θά ταπεινωθοῦμε, καί οἱ νοσηλευόμενοι καί οἱ νοσηλευτές.

θ΄. Ἐπιλογικά.

«Θεολογοῦσιν οἱ ἄφωνοι θεολόγοι, τά ὡραῖα βραχάκια, καί ὅλη ἡ φύσις».

(Γέροντος Ἰωσήφ ἡσυχαστοῦ, «Ἔκφρασις μοναχικῆς ἐμπειρίας», ΝΖ΄ ἐπιστολή)

Τό κύριο ἔργο τοῦ μοναχοῦ εἶναι ἡ προσευχή. Καί μέσα σ’ αὐτό εἶναι ὅλα τά ἄλλα ἔργα του. Ἄν κάνουμε τόν μοναχισμό ἔργο κοινωνικό, πάει ὁ μοναχισμός. Ἐνῶ, ἄν ζοῦμε καλογερικά, βοηθᾶμε τόν κόσμο μέ τόν καλογερικό τρόπο τῆς ζωῆς μας.

Γνωρίζουμε ὅτι πολλοί ἄνθρωποι παίρνουν ναρκωτικά, ἔχουν τάσεις αὐτοκτονίας, ψυχοπάθειες, ἐγχειρίζονται, πεθαίνουν, ἔχουν πένθος... Ἐμεῖς πῶς μποροῦμε νά τούς βοηθήσουμε; Ὅταν ἀσχολούμαστε μόνο μέ τόν πνευματικό μας καταρτισμό, φαίνεται σάν νά κοιτᾶμε μόνο τόν ἑαυτό μας. Ὅμως δέν εἶναι ἔτσι. Διότι μέ τήν προσευχή, συμμετέχουμε στόν παγκόσμιο πόνο, πού αὐξάνει συνεχῶς. Ἀλλά καί μέ ὅσους μᾶς πλησιάζουν ἤ ἔρχονται στά μοναστήρια μας οἱ μοναχοί κάνουν κοινωνικό ἔργο, γιατί τούς βοηθοῦν καί πνευματικά καί ὑλικά, ἄν ὑπάρχῃ δυνατότητα.

Μήπως ἄραγε θά πρέπει νά ξαναρχίσουμε νά ζοῦμε πιό ἡσυχαστικά, πιό καλογερικά; Ἡ εὐλογία τῆς καλογερικῆς ζωῆς εἶναι αὐτή ἡ μονοτονία, διότι ἔτσι δέν ἔχουμε περισπασμούς. Ἄν κάνουμε αὐτήν τήν φαινομενικά μονότονη ζωή καί δέν ἐπιδιώκουμε νά δημιουργήσουμε κάτι καινούργιο, ἀποφεύγουμε τούς περισπασμούς καί αὐτό μᾶς βοηθᾷ πολύ στήν προσευχή.

Ἄν δέν μάθῃ ὁ ἄνθρωπος νά μαζεύεται, νά ζῇ ἐσωτερικά, ἡ πνευματική ζωή καταντᾷ τυραννία. Γι’ αὐτό ἄς μή ζητᾶμε πολλές ἀνθρώπινες παρηγοριές στόν μοναχισμό. Ἀφήσαμε βέβαια τόν κόσμο, ἀλλά δέν φθάνει αὐτό. Πρέπει νά κάνουμε καί ἕναν ἄλλο ἀγῶνα, ἴσως πιό δύσκολο. Νά μήν ἐπιθυμοῦμε πράγματα κοσμικά. Ὁ μοναχισμός εἶναι ἕνας ἅγιος τρόπος ζωῆς. Εἶναι παράδοσις πού ἔχει μία ἐσωτερικότητα· δέν συντηρεῖται ὡς ἀνθρώπινη ἐνέργεια. Ἡ ἐλευθερία τῶν λογισμῶν μᾶς χαρίζεται ἀπό τήν μυστική ζωή πού ζοῦμε στό Ἅγιον Ὄρος.

Ἕνα καλογέρι μοῦ εἶπε κάποτε ὅτι εὑρισκόμενο στό δάσος καί προσευχόμενο ἔπεσε σέ ἔκστασι. Ἔνοιωσε ὅλη τήν κτίσι, τά δένδρα, τά χορτάρια, τά πουλιά, ἀκόμη καί τίς πέτρες νά φωνάζουν: «Δόξα σοι ὁ Θεός». Αὐτό κράτησε γιά λίγο. Ἄρα αὐτός ὁ τρόπος ὑπάρχει σέ ὅλη τήν κτίσι. Αὐτός ὁ μυστικός τρόπος ζωῆς δίνει νόημα στήν ζωή μας. Ἄν τόν χάσουμε αὐτόν, τά χάσαμε ὅλα.