Παρασκευή 26 Μαρτίου 2021

ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ... ΤΗΣ ΚΑΤΑ ΘΕΟΝ ΠΡΟΟΔΟΥ !!!

 

Ἀνωνύμου Ἁγιορείτου Μοναχοῦ: Ἡ ἁπλότης, ἡ πτωχεία, τό ταπεινό φρόνημα καί τό πνευματικό πρόγραμμα προϋποθέσεις τῆς κατά Θεόν προόδου


«Ὅσιος Γρηγόριος» 44, σελ. 89 - 110, Μονὴ Γρηγορίου,  Ἅγιον Ὅρος 2019
Ἀποσπάσματα ἀπό συζήτησι μέ ἀνώνυμο Ἁγιορείτη Μοναχό
Τό Ἅγιον Ὄρος, ὁ κλῆρος τῆς Θεοτόκου, εἶναι ἡ μακροβιώτερη ἐν ζωῇ μοναστική πολιτεία. Ὅπως ἔχει γραφῆ καί παλαιότερα, τήν μακροβιότητά του καί τήν ὕπαρξί του τό Ἁγιώνυμον Ὄρος τήν ὀφείλει στήν ἀπαρέγκλιτη στάσι τῶν Ἀθωνιτῶν Πατέρων στήν ἀκρίβεια τῆς ἀσκήσεως. Ὅπως ὅμως καί πάλι πολύ εὔστοχα ἔχει γραφῆ, ἐάν ὀφείλῃ τήν ὕπαρξί του ὡς μοναστική κοινωνία στήν ἀκρίβεια, τήν ἐπάνδρωσί του ἀπό τήν “ταλαίπωρο καί ἀσθενεστάτη ἰδική μας γενεά” τήν... ὀφείλει στήν οἰκονομία καί τήν διακριτική συγκατάβασι.

Μέ αὐτήν τήν σκέψι νά θέτῃ τό πλαίσιο, ἔλαβε μέρος μία ἄκρως ἐνδιαφέρουσα συνομιλία μέ κελλιώτη Ἁγιορείτη Μοναχό. Ἡ συζήτησις κινήθηκε κυρίως γύρω ἀπό 8 βασικά θέματα: τόν μοναχισμό, ὅπως βιωνόταν ἀπό τίς προηγούμενες γενεές μοναχῶν, τίς παλαιές Καρυές μέ τά ἁπλά γεροντάκια της, τόν ὅσιο Παΐσιο τόν Ἁγιορείτη, τό πνευματικό πρόγραμμα, τήν προσευχή, τούς λογισμούς, τήν “ἐπικαιρότητα”, τήν νέα γενεά μοναχῶν. Ἀπό τήν συζήτησι αὐτή παραθέτουμε παρακάτω κάποια ἀποσπάσματα πρός ψυχικήν ὠφέλειαν.

Συμεὼν μοναχὸς Καυσοκαλυβίτης (1904-1988)
(Φωτογραφία: Μοναχὸς Χαρίτων Καρουλιώτης)

α΄. Ὁ μοναχισμός παλαιότερα.

«Mακαριστή εἶναι καί ἡ ἐν σώματι πτωχεία καί παρεκτική τῆς οὐρανίου Βασιλείας, ἀλλ’ ὅταν διά τήν τῆς ψυχῆς ταπείνωσιν τελῆται καί ταύτῃ συνημμένη ᾖ καί ἀπό ταύτης ἔχῃ τήν ἀρχήν».

(Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, «Πρός τήν σεμνοτάτην ἐν μοναζούσαις Ξένην»)

Ὁ μοναχισμός παλαιότερα ἦταν πολύ διαφορετικός ἀπό ὅ,τι σήμερα. Ἡ ζωή ἦταν πολύ ἁπλῆ. Ὅμως σιγά-σιγά ἄρχισε νά πνέῃ ἁπαλά στήν ἀρχή καί μετά πιό γοργά μία ἄλλη πνοή. Ἡ ζωή μας ἀνοίχθηκε πρός τά ἔξω.

Δέματα δέν παίρναμε. Αὐτή ἡ ἁπλότητα σοῦ ἔφερνε μία εἰρήνη στήν ψυχή. Ἔφερνε ἀμεριμνία μέσα μας. Ψάρια σπάνια βρίσκονταν. Τρώγαμε σέ καμμιά γιορτή παστά ἤ ἀπό κονσέρβες. Δέν ὑπῆρχαν ψυγεῖα, γεννήτριες. Καί στήν τράπεζα τῆς Πανηγύρεως παρέθεταν ψάρια πού ἔβρισκαν μετά ἀπό πολλές συνεννοήσεις μέ ψαράδες, πού γίνονταν ἡμέρες πολλές πρίν τήν Πανήγυρι.

Ὅ,τι δυσκολίες εἴχαμε πηγαίναμε στήν Παναγία. Αὐτή ἦταν γιατρός, οἰκονόμος, μητέρα μας, τροφός μας, πρεσβευτής μας στήν ἄλλη ζωή. Κάποτε εἶχα μεγάλη δυσκοιλιότητα. Πῆγα μπροστά στήν εἰκόνα τῆς Παναγίας καί τῆς εἶπα: «Παναγία μου, ἔχω δυσκολία. Βοήθα με». Καί ἀμέσως ἦλθε ἡ γιατρειά. Αὐτή ἡ στενότητα νά βροῦμε ἀνθρώπινες λύσεις, μᾶς ἔδινε μεγάλη ἐμπιστοσύνη στήν Παναγία καί προσευχή καρδιακή στίς δυσκολίες μας.

Σήμερα, δυστυχῶς, ἄλλαξαν οἱ λογισμοί μας, ἐπειδή καταργήθηκε ἡ ἁπλότης τῆς ζωῆς καί οἱ λύσεις στά προβλήματά μας εἶναι εὔκολες.

Μοῦ ἔκανε ἐντύπωσι στά παλιά γεροντάκια, ὅτι δέν ἤθελαν νά ἀλλάξουν τήν διαρρύθμισι τοῦ κελλιοῦ τους. Μία φορά τό ἔστρωναν καί μέχρι νά πεθάνουν παρέμενε τό ἴδιο. Καθάριζαν τό κελλί γιά τήν πανήγυρι, τίναζαν τά στρωσίδια, ἀλλά τά ξαναέβαζαν ὅλα στήν θέσι τους, χωρίς νά ἀλλάξουν κάτι. Αὐτό δέν τούς ἔφερνε περισπασμό. Ποτέ τά παλιά γεροντάκια δέν ἔκαναν κάτι καινούργιο. Ὅσες φορές τά ἐπισκεπτόσουν, σέ γιορτές ἤ καθημερινές, τά πάντα στό κελλί τους ἦταν ἴδια· δέν ἄλλαζε κάτι. Γι’ αὐτό καί ἡ προσοχή μας δέν πήγαινε στά πράγματα τοῦ κελλιοῦ, ἀλλά στόν Γέροντα· τί θά μᾶς πῇ πρός ὠφέλειαν.

Εἶχα ἐπισκεφθῆ κάποτε ἕναν ἡλικιωμένο μοναχό. Μέ ἔβαλε νά καθίσω σέ μία στραβή καρέκλα, πού τήν εἶχε καλυμμένη μέ ὄμορφα στρωσίδια. Μοῦ εἶπε: «Ξέρεις τί εἶναι αὐτή ἡ καρέκλα; Σ’ αὐτήν κάθησε ὁ πνευματικός μου παππούς, μετά ὁ Γέροντάς μου, μετά ὁ δεύτερος Γέροντας, ὁ παραδελφός μου, μετά ἐγώ πού εἶμαι τώρα ὁ Γέροντας καί τώρα ἐσύ. Νά ἤξερες, τί μεγάλη εὐλογία ἔχει αὐτή ἡ καρέκλα!».

Ἕνας νέος πού πῆγε σέ ἕνα γειτονικό κελλί νά μονάσῃ βρῆκε στό κελλί του ἕνα παλιό κρεββάτι καί ἀμέσως τό πέταξε. Ὁ Γέροντας τοῦ κελλιοῦ τοῦ εἶπε νά τό ξαναβάλῃ στήν θέσι του, διότι σ’ αὐτό τό κρεββάτι κοιμήθηκαν (ἀπεβίωσαν) οἱ ἐνάρετοι Γεροντάδες του, ὁ γ. Βαρθολομαῖος, ὁ πρῶτος Γέροντας τοῦ κελλίου, μετά ὁ διακο-Βασίλης, μετά ὁ γ. Εὐθύμιος καί τέλος ὁ γ. Διονύσιος.

Εἶχαν οἱ παλιοί καί τά ἀνθρώπινα. Ἀλλά αὐτά τά ἀνθρώπινα συγκρινόμενα μέ τά δικά μας ἦταν ἀρετή.

β΄. Ἀπό τίς παλαιές Καρυές.

«Παρά τῷ ῥηθέντι τῶν Καρυῶν καλλίστῳ χωρίῳ τήν ἀσκητικήν ἔχων τό τηνικαῦτα καλύβην».

(Ἁγ. Φιλοθέου Κοκκίνου, «Βίος ὁσ. Γερμανοῦ Ἁγιορείτου»)

Τά παλιά γεροντάκια εἶχαν νά ποῦν πάντα ἕναν καλό λόγο, πνευματικό, κάτι ἀπό τό ἁγιορείτικο πα­ρελθόν τους. Κανείς δέν γνώριζε τί γινόταν στόν κόσμο. Τά νέα πού συζητοῦσαν ἀκόμη καί στά μπακάλικα τῶν Καρυῶν ἦσαν τοπικά. Δηλαδή ποιός ἀγόρασε ἕνα μουλάρι, ποιός Γέροντας ἀπέκτησε νέο καλογέρι, ποιός ἐκοιμήθη. Ἀκόμη καί οἱ μπακάληδες ἦσαν καλογερικοί.

Μία Κυριακή ἕνας γέροντας βρέθηκε στίς Καρυές καί σκέφθηκε νά πάρῃ κάτι πού τοῦ ἔλειπε ἀπό τό μπακάλικο τοῦ Ταλέα. Ὁ κυρ-Θόδωρος τοῦ εἶπε: «Παπᾶ μου, δέν ἀνοίγω τήν Κυριακή γιά τούς μοναχούς, ἀλλά γιά τούς ἐργάτες. Νά ἔρχεσαι καθημερινές νά ψωνίζῃς, ὄχι Κυριακή».

Ὁ κ. Χρῆστος ὁ Ζέγκος, ὁ μπακάλης, εἶχε τά πρόσφορα πού τοῦ ἔστελνε ἡ Ἱ. Μονή Φιλοθέου. Ἅμα τοῦ ἔλεγες «δῶσε μου ἀπό τά Φιλοθεΐτικα τά πρόσφορα πού εἶναι νόστιμα», δέν σοῦ ἔδινε, γιατί νόμιζε ὅτι τά τρῶς. Ἄν τοῦ ἔλεγες ἁπλά «δῶσε μου μιά ζυγιά πρόσφορα», τότε σοῦ ἔδινε. Ἦταν καί ὁ φωτογράφος τῶν Καρυῶν.

Γέρων Δανιὴλ ὁ ράπτης, Κελλὶ Ἁγίου Γεωργίου, Καρυὲς Φωτο: 2015
Ὁ π. Δανιήλ ὁ ράπτης εἶχε στό μαγαζί του δύο ράσα, ἕνα μακρύ καί ἕνα κοντό. Ὅποιος ἤθελε νά πάῃ στήν Ἱ. Κοινότητα, δανειζόταν τό ράσο πού τοῦ ταίριαζε καί ἔτσι πήγαινε στήν Ἱ. Κοινότητα. Μετά τό ἐπέστρεφε. Ἐπίσης ἔμπαιναν στόν Ναό τοῦ Πρωτάτου πάντα μέ ράσο. Ὅ,τι ἔκαναν ἦταν βέβαια τυπικό, ὅμως εἶχε καί βαθύτερο νόημα. Ἔδειχνε τόν σεβασμό τους πρός τόν Ἱερό Ναό καί τήν Ἱερά Κοι­νότητα. Προετοιμάζονταν καί πνευματικά μέ αὐτόν τόν τρόπο.

Ὁ φούρναρης ἦταν ὁ κ. Θανάσης. Ὅταν τελείωνε τήν δουλειά του, κοιμόταν πάνω σέ μία καρέκλα μέ τά πόδια σέ μία ἄλλη. Μπαίναμε στόν φοῦρνο προσέχοντας νά μή τόν ξυπνήσουμε. Παίρναμε τό ψωμί, ἀφήναμε τά χρήματα καί φεύγαμε. Ὅταν ξύπναγε, ἔβρισκε τά χρήματα στόν πάγκο καί τά ψωμιά πουλημένα.

Ὁ γέρο-Ἠλίας ἀπό τά Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου, πρίν κοινωνήσῃ, ἔβαζε μετάνοια σέ ὅλους, μικρούς καί μεγάλους. Ζοῦσε στήν περιοχή τῶν Καρυῶν καί εἶχε πενήντα χρόνια νά κατέβῃ ἀπό τό κελλί του στίς Καρυές. Οὔτε στήν χιλιετηρίδα δέν κατέβηκε. Εἶχε ἔλθει στό Ἅγιον Ὄρος 14 χρονῶν μαζί μέ τόν πατέρα του, πού ἦταν ὑλοτόμος καί πέθανε ἀπό σκωληκοειδίτιδα, καί ἔμεινε ἐδῶ. Κοιμήθηκε σέ ἡλικία 87 χρονῶν στό κελλί του. Μόνο δύο ἐξόδους ἔκανε στόν κόσμο γιά λόγους ὑγείας. Μετά τήν δεύτερη φορά, ὅταν βάρυνε πολύ ἡ ὑγεία του, πῆγαν ὅλοι νά τόν ἐπισκεφθοῦν, ἀκόμη καί ὁ Πρῶτος. Ὁ γιατρός τοῦ εἶπε: «Θά σέ βγάλουμε ἔξω μέ τό ἑλικόπτερο. Δέν θά κουρασθῇς». Τότε αὐτός ρώτησε: «Τό ἑλικόπτερο ἔχει φτερά;». «Ναί», τοῦ ἀπήντησαν. Τότε εἶπε: «Δέν εἶναι καλύτερα νά πάω μέ τόν ἀρχάγγελο Μιχαήλ; Καί αὐτός ἔχει φτερά». Προεγνώρισε τόν θάνατό του. Εἶπε: «Μετά τήν ἑορτή τῆς Παναγίας ἐγώ θά κοιμηθῶ». Ἔτσι καί ἔγινε. Ἔφυγε στίς 14 Ἀπριλίου τοῦ 1994, μετά τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου, τήν ἑορτή αὐτή τῆς Παναγίας πού τήν εἶχε σέ ἰδιαίτερη εὐλάβεια.

γ΄. Ὁ ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης.

«Θεέ μου, ἡ Ἀγάπη σου δέν ὑποφέρεται, διότι εἶναι πολλή καί στήν μικρή μου καρδιά δέν χωράει».

(Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου, «Ἐπιστολές», ΣΤ΄)

Ὁ ἅγιος Παΐσιος καί τά ἄλλα γεροντάκια μᾶς ἔλεγαν: «Μοναχέ, κάτσε στό κελλί σου, γιά νά σώσῃς τήν ψυχή σου».

Ὁ ἅγιος Παΐσιος δεχόταν πολύ κόσμο. Αὐτό ὅμως τό ἔκανε μέ τήν καθοδήγησι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀναφέρεται στόν βίο τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτου, ὅτι στό ἐρώτημα «πῶς ἐνεργοῦν οἱ Ἅγιοι;» ἀπήντησε· «ὅπως τούς ὁδηγεῖ τό Ἅγιο Πνεῦμα». Οἱ Ἅγιοι δέν κάνουν τίποτε δικό τους. Ἐνῶ ἐμεῖς οἱ ἁπλοί κάνουμε ὅ,τι μᾶς παραδίδει ὁ πνευματικός μας. Κάνουμε ὑπακοή.

Κάποιοι ἔλεγαν γιά τόν ἅγιο Παΐσιο: «Ἦταν ἔξυπνος». Πολλοί ὅμως ἔξυπνοι πέρασαν ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος, ἀλλά δέν μπόρεσαν νά κάνουν τό ἔργο τοῦ γ. Παϊσίου. Πόσους μπορεῖ νά ἀναπαύσῃ ἕνας ἔξυπνος ἤ μορφωμένος; Δύο, τρεῖς; Μετά θά κουρασθῇ. Ὅμως ὁ γ. Παΐσιος, ἐπειδή ἦταν γεμάτος ἀπό τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ, δέν κουραζόταν ποτέ· ἦταν πάντα εὐδιάθετος, χαρούμενος, εἰρηνικός. Δέν χασμουριόταν οὔτε εἶχε χαλαρότητα ἤ ραθυμία. Σέ πρόσεχε, ὅταν μιλοῦσες· δέν διεσπᾶτο ἡ προσοχή του οὔτε ἡ προσευχή του. Αὐτό δέν ἦταν μόνον ἱκανότητα σωματική. Χωρίς τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ δέν μπορεῖ νά κάνῃ κανείς τέτοιο διακόνημα. Εἶχε πεῖ κάποτε ὁ ἴδιος σέ ἕνα καλογέρι: «Τό νά μιλᾷς μέ τούς ἀνθρώπους εἶναι τό πιό δύσκολο διακόνημα». Κάποτε τόν ρωτήσαμε: «Γέροντα, δέν κουράζεσαι μέ τόν κόσμο;». «Δέν προσέχω σέ ὅ,τι μοῦ λέγουν. Ὅταν εἶναι κάτι ἀνάγκη, μόνος του πηγαίνει ὁ νοῦς μου ἐκεῖ», μᾶς ἀπήντησε ὁ ἅγιος Γέροντας.

Στόν π. Κοσμᾶ τόν Γρηγοριάτη, τόν ἱεραπόστολο τοῦ Κογκό, ὁ ἅγιος Παΐσιος τοῦ ἐπέτρεψε νά πάῃ στήν ἱεραποστολή, γιατί εἶχε πληροφορία ἀπό τόν Θεό. Ἐνῶ σέ κάποιον ἄλλο, πού ἐπέμενε νά πάῃ στήν ἱεραποστολή, τοῦ εἶπε: «Ἄν πᾷς, θά ντροπιάσῃς τήν Ἐκκλησία».

Ἔλεγε ὁ ἅγιος Παΐσιος: «Οἱ κοσμικοί θά χαθοῦν ἀπό τίς καταχρήσεις καί οἱ πνευματικοί ἄνθρωποι ἀπό τίς κατακρίσεις». Ἄλλοτε πάλι ἔλεγε: «Ἡ περιέργεια γεννᾷ τήν κατάκρισι. Ὅποιος δέν ἀσχολεῖται μέ τό τί κάνει ὁ ἄλλος, γλυτώνει ἀπό τήν κατάκρισι. Νά λές τήν εὐχή καί θά φεύγουν οἱ κακοί λογισμοί.  Μήν ἀσχολῆσαι μέ τούς ἄλλους, γιά νά ἔχῃς χρόνο νά ἀσχοληθῇς μέ τόν ἑαυτό σου».

Ὁ ἅγιος Παΐσιος ἐπέμενε πάρα πολύ στό νά μήν ἀλλάξουμε τόν καλογερικό τρόπο τῆς ζωῆς μας. Ἡ καταστροφή τοῦ Χριστιανισμοῦ καί τοῦ Μοναχισμοῦ εἶναι τό κοσμικό φρόνημα. Ἔλεγε: «Νά μή θέλῃς νά τά ἀπολαύσῃς ὅλα ἐδῶ. Ἄφησε νά ἀπολαύσῃς κάτι καί στήν ἄλλη ζωή. Π.χ. θέλουμε νά μή μᾶς κατηγορῇ κανείς, νά μή μᾶς ἐμπαίζῃ, νά μή μᾶς χλευάζῃ. Τότε τί θά ἀπολαύσουμε στήν ἄλλη ζωή; Πῶς θά σταθοῦμε κοντά στούς Ἁγίους, πού ἔφυγαν ὅλοι τους κακοθάνατοι (γιά τούς ἀνθρώπους);».

Ἐπίσης ἔλεγε: «Μή χάνετε τόν καιρό σας, ἀλλά νά ἀγωνίζεσθε γιά τήν ἁγιότητα. Ἡ καλύτερη ἐλεημοσύνη στόν κόσμο εἶναι νά γίνῃς ἅγιος. Ὁ ἅγιος βοηθᾷ καί ὅσο ζῇ ἀλλά καί μετά θάνατον».

δ΄. Πνευματικό πρόγραμμα.

«Ἐμοῦ ἀντίδικοι, φησίν ἡ ἀκηδία, ὑφ’ ὧν δέδεμαι νῦν, ψαλμῳδία σύν ἐργοχείρῳ».

(Ἁγ. Ἰωάννου Σιναΐτου, «Κλίμαξ», Λόγος ΙΓ΄)

Ὅταν πρωτοήλθαμε στό Ἅγιον Ὄρος, ὁ γ. Παΐσιος μᾶς συμβούλεψε: «Νά μήν ἀνοίγεσθε μέ φιλοξενίες, γνωριμίες, πανηγύρια. Οὔτε δωρεές νά παίρνετε χωρίς μεγάλη ἀνάγκη. Γιατί οἱ κοσμικοί δίνουν κάποιο δῶρο καί μετά περιμένουν πολλά». Ὁ πνευματικός μας πάλι μᾶς ἔδωσε ἄλλη συμβουλή: «Νά κρατᾶτε πρόγραμμα». Καί ἐμεῖς καταλάβαμε, ὅτι ἡ πνευματική ζωή ἀνάμεσα σέ αὐτά τά δύο κινεῖται· στό νά μή ἀνοιγόμαστε καί στό νά κρατᾶμε πρόγραμμα.

Αὐτό ὅμως τό εἴδαμε καί στά ἄλλα γεροντάκια πού γνωρίσαμε. Ἡ ζωή τους ἐκινεῖτο γύρω ἀπό τό κελλί τους, τήν Ἐκκλησία, τό ἐργόχειρό τους, τό διακόνημα. Οἱ γνωριμίες τους ἦταν μόνο μέ τούς γειτόνους τους. Καί αὐτό μᾶς ἀνέπαυε πολύ. Στό τηλέφωνο –σταθερό– λίγα ἔλεγαν καί τό ἔκλειναν.

Εἶναι χαρακτηριστικό ἕνα γεγονός πού συνέβη σέ κάποιο κελλί στήν περιοχή μας, ὅπου ἔμενε ἕνα γεροντάκι. Τό γεροντάκι τό ἀνέλαβαν κάποιοι νέοι, οἱ ὁποῖοι στήν πανήγυρι κάλεσαν πολλούς γνωστούς τους. Τό γεροντάκι βλέποντας τήν πολυκοσμία εἶπε: «Αὐτό δέν ἦταν πανήγυρις, ἦταν συμπόσιο».

Ὅταν τοποθετοῦσαν τήν κεραία τοῦ κινητοῦ τηλεφώνου, ἕνα ἄλλο γεροντάκι ἀπό τίς Καρυές ρώτησε τόν ὑποτακτικό του: «Τί εἶναι αὐτό, πάτερ Ραφαήλ, πού βάζουν στό βουνό;». «Κεραία γιά κινητά τηλέφωνα, γέροντα», εἶπε ὁ π. Ραφαήλ. Τότε ὁ γέροντας ἀπήντησε: «Κινητή τηλεφωνία; Ἀντίο ἡσυχία!!!».

Κάποτε ἐπισκεφθήκαμε ἕναν γέροντα. Τόν ρωτήσαμε: «Δέν ἔχεις ἀκηδία, γέροντα;». Καί αὐτός ἀ­πήντησε: «Ἔχω πρόγραμμα. Γι’ αὐτό δέν ἔχω ἀκηδία».

Τί περιελάμβανε τό πρόγραμμα; Πρῶτα ἡ Ἀκολουθία καί ὁ Κανόνας. Μερικά γεροντάκια δέν εἶχαν παραλάβει νά κάνουν Κανόνα. Λίγοι ἔκαναν τήν Ἀκολουθία μέ κομποσχοίνι. Οἱ περισσότεροι ὅμως διάβαζαν τήν Ἀκολουθία. Μερικοί ὅλα μαζί τό ἀπόγευμα. Ἑσπερινός, Παράκλησι, Ἀπόδειπνο, Χαιρετισμοί, Μεσονυκτικό, Ὄρθρος κρατοῦσαν περί τίς τέσσερεις ὧρες. Μετά τήν Ἀκολουθία κάποιοι ξεκουράζονταν. Ἄλλοι διάβαζαν Ἀκολουθία τό πρωΐ καί μετά τήν Ἀκολουθία ἔπιναν ἕναν καφέ καί ἔβγαιναν στόν κῆπο τους ἤ στά ἄλλα διακονήματα.

Στήν βιβλιοθήκη τοῦ κελλιοῦ τους δέν ὑπῆρχαν κοσμικά βιβλία. Αὐτά πού συναντοῦσες ἦσαν κυρίως τά «Ἀσκητικά» τοῦ ἀββᾶ Ἰσαάκ καί τοῦ ὁσίου Ἐφραίμ τῶν Σύρων, ἡ «Κλίμακα» τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, οἱ «Κατηχήσεις» τοῦ ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, τά «Ἅπαντα τοῦ ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου» τοῦ Διονυσίου Ζαγοραίου, ὁ «Εὐεργετινός», τό «Γεροντικό», ὁ «Συναξαριστής» καί πολλά μουσικά γιά τήν Πανήγυρι. Πανηγυρικά βιβλία εἶχαν τόν «Θησαυρό τοῦ Δαμασκηνοῦ» καί τόν «Μηνιάτη» καί ἱστορικά τήν «Ἱστορία τοῦ Παπαρηγοπούλου».

Ὅμως «τό πνευματικό ἔργο τοῦ μοναχοῦ, τό κύριο ἔργο του, δέν εἶναι τό διάβασμα, ἀλλά ἡ προσευ­χή. Τό διάβασμα εἶναι τό γέμισμα». Ἔτσι μᾶς ἔλεγε ὁ πνευματικός.

Τά κελλιά μοιάζουν μέ μικρή βάρκα. Ἄν δέν ἀκολουθῇς αὐστηρό πρόγραμμα, κινδυνεύεις πνευματικά, γιατί ὑπάρχει χαλάρωσις. Στά Κοινόβια ὅμως τά πράγματα εἶναι διαφορετικά. Τό Κοινόβιο μοιάζει μέ καράβι πού προχωρᾷ στό πέλαγος. Ὁ κοινοβιάτης συμμετέχει στήν χάρι τῆς προσευχῆς τοῦ Κοινοβίου καί χωρίς νά κάνῃ ἰδιαίτερη προσευχή. Παίρνει τήν χάρι τῆς προσευχῆς, ἀρκεῖ νά κάνῃ ὑπακοή. Μέσα στό Κοινόβιο, εἴτε εἶναι κανείς καπετάνιος εἴτε ναύτης, θά φθάσῃ στό λιμάνι μαζί μέ ὅλους. Ὁ μάγειρας, ὁ τραπεζάρης, ὁ οἰκονόμος παίρνουν τήν χάρι τῆς προσευχῆς, ἔστω καί ἄν δέν συμμετέχουν στίς ἀκολουθίες, ἐφ’ ὅσον βέβαια ἔχουν τόν νοῦ τους στόν Θεό τήν ὥρα τοῦ διακονήματός τους. Ἄν ὅμως λένε ἀνέκδοτα, δέν παίρνουν χάρι.

ε΄. Περί προσευχῆς.

«Μή ὅλην τήν σχολήν σου περί τήν σάρκα ἔχε, ἀλλά ὅρισον αὐτῇ τήν κατά δύναμιν ἄσκησιν καί ὅλον τόν νοῦν σου περί τά ἔνδον τρέψον».

(Ἁγ. Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, «Περί ἀγάπης δ΄ ἑκατοντάς», ξγ΄)

Ἡλιοβασίλεμα ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Καλύβη Κοιμήσεως Θεοτόκου - Μικρὰ Ἁγία Ἄννα, 2014

Νά προσπαθοῦμε νά μή χάνουμε τήν μνήμη τοῦ Θεοῦ. Ταξίδευα κάποτε μέ τό πλοῖο τῆς γραμμῆς ἀπό τήν Δάφνη πρός τήν Ἁγία Ἄννα. Εἶχα κλειστά τά μάτια καί φαινόμουν σάν νά κοιμᾶμαι. Μέ πλησίασε ἕνας ἡλικιωμένος μοναχός –ἦταν ὁ γ. Ἡσαΐας ἀπό τήν Μ. Λαύρα– καί μέ ρώτησε: «Πῶς σέ λένε καλογέρι;». Τοῦ εἶπα τό ὄνομά μου. Τότε μοῦ εἶπε: «Μή χάσῃς τήν μνήμη τοῦ Θεοῦ, καλογέρι. Ἄν χάσῃς τήν μνήμη τοῦ Θεοῦ, θά κουραστῇς σάν γεράσῃς. Ὁ Ἀδάμ γι’ αὐτό ἔχασε τόν Παράδεισο, γιατί ἔχασε τήν μνήμη τοῦ Θεοῦ. Λέγε τήν εὐχή ὅσο μπορεῖς». Πολύ παρηγορήθηκα ἀπό τούς λόγους του.

Ὁ πνευματικός μας μᾶς ἔλεγε νά μή μιλᾶμε μεταξύ μας κατά τήν ὥρα τοῦ διακονήματος. Ἀκόμη νά παίρνουμε μαζί μας καί κανένα πατερικό βιβλίο, ὅπως τήν «Κλίμακα» τοῦ ἁγίου Ἰωάννου, καί ὅταν κάνουμε διάλειμμα νά διαβάζουμε λίγο ἀπό αὐτό ἤ νά λέμε τήν εὐχή στό διακόνημα, λίγο πιό ἀργά ἀπό ὅ,τι ὅταν κάνουμε τόν κανόνα μας. Νά μήν μιλᾶμε μετά τό Ἀπόδειπνο, οὔτε τό πρωΐ, ὅταν τελειώσῃ ἡ Ἀκολουθία.

Γι’ αὐτό λοιπόν: «Κάνε τό ἐργόχειρό σου προσευχή καί τήν προσευχή σου ἐργόχειρο», δηλ. κύριο ἔργο σου. Ἔλεγε καί ὁ Γέροντάς μας: «Πάσχουν οἱ ἄνθρωποι, γιατί ἔπαυσαν νά προσεύχωνται».

Γιατί ἀπό πολλούς ἡ προσευχή γίνεται σάν καταναγκαστικό ἔργο; Γιατί γίνεται τυπικά. Κάνουμε τόν Ὄρθρο, τόν Ἑσπερινό, τό Ἀπόδειπνο, ἀλλά ἐνδιάμεσα τό μυαλό πετᾷ. Γι’ αὐτό χρειάζεται συνεχής ἀγώνας, ὅταν φεύγῃ ὁ νοῦς μας, νά τόν μαζεύουμε. Νά σκιρτᾷ ἡ καρδιά μας γιά τόν Χριστό.

Ἀλλά καί ὅταν κάνουμε τό διακόνημα, νά προσευχόμαστε. Τό κύριο ἔργο μας εἶναι ἡ προσευχή. Ἄς ὑποθέσουμε ὅτι εἶσαι μάγειρας, κηπουρός, ἁγιογράφος. Νά πῇς στόν ἑαυτό σου: «Δέν εἶμαι μάγειρας· εἶμαι μοναχός. Δέν εἶμαι κηπουρός· εἶμαι μοναχός. Δέν εἶμαι ἁγιογράφος· εἶμαι μοναχός».

Ἐμεῖς εἴχαμε σάν ἐργόχειρο τήν ἁγιογραφία. Εἴχαμε πολλές ἐλλείψεις στό σχέδιο. Μᾶς παρακινοῦσαν κάποιοι νά ἀπευθυνθοῦμε σέ γνωστό Καθηγητή τῆς ἁγιογραφίας, γιά νά μᾶς λύνῃ τίς ἀπορίες. Τό εἴπαμε στόν πνευματικό, ἀλλά αὐτός δέν μᾶς ἔδωσε εὐλογία. Μᾶς εἶπε: «Δέν ἤλθατε ἐδῶ γιά νά γίνετε ἁγιογράφοι, ἀλλά μοναχοί. Ἡ ἴδια ἡ πεῖρα πού θά ἀποκτᾶτε, θά σᾶς διορθώνῃ. Τό κύριο ἔργο σας δέν εἶναι τό ἐργόχειρο, ἀλλά ἡ προσευχή. Ἐπειδή ὅμως δέν εἴμαστε ἀσώματοι ἄγγελοι, γι’ αὐτό κάνουμε τό ἐργόχειρο. Καί μέ τήν προσευχή ἁγιάζεται τό ἐργόχειρο, ἁγιάζεται καί ὁ μοναχός. Μέ τό ἐργόχειρο, ζοῦμε χωρίς νά ἔχουμε τήν ἀνάγκη ἄλλων. Κάνουμε καί ἐλεημοσύνες».

Ὅταν λέμε τήν εὐχή, δέν πρέπει νά προσέχουμε οὔτε λογισμούς οὔτε αἰσθήματα, ὅπως ταραχή, θυμό, ἀνασφάλεια, φοβίες. Δέν πρέπει νά τά προσέχουμε αὐτά, γιατί καταστρέφουν τήν προσευχή. Ἐμεῖς ὀφείλουμε νά προσέχουμε στά λόγια τῆς εὐχῆς καί νά ἔχουμε τήν μνήμη τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος κάνῃ ἔτσι, σιγά-σιγά ἀρχίζει νά γλυκαίνεται. Καί στήν συνέχεια δέν κάνει ἰδιαίτερη προσπάθεια γιά νά προσευχηθῇ. Ἡ προσοχή κατά τήν διάρκεια τῆς ἡμέρας βοηθᾷ στήν καθαρότητα τῆς προσευχῆς μας τό βράδυ.

Εἴχαμε ρωτήσει κάποτε τόν ἅγιο Παΐσιο, πῶς μποροῦμε νά προσευχόμαστε. Μᾶς εἶπε: «Ἄν δέν μαλακώσῃ ἡ καρδιά, ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά προσευχηθῇ. Σέ παγωμένη καρδιά δέν φυτρώνει τίποτα. Γι’ αὐτό νά βλέπετε τήν ἁμαρτωλότητά σας, νά πενθῆτε γι’ αὐτήν καί νά βλέπετε τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ὅλα αὐτά μαλακώνουν τήν καρδιά. Ἰδίως ὅταν βλέπουμε τήν εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ, βγαίνει ἡ προσευχή ἀβίαστα. Νά προσευχώμεθα σάν ἁμαρτωλοί».

Ὁ ἅγιος Παΐσιος τόνιζε πολύ τήν προσευχή. Στό ἐργόχειρο, δέν ἄφηνε νά ἀκοῦμε κασέτες. Ἔλεγε: «Μυστικά, νοερά, νά προσεύχεσθε. Νά κάνετε ἕνα διάλειμμα μετά μία ὥρα. Διαβάστε κάτι. Κάντε ἕνα κομποσχοινάκι. Ἄν κάνετε ἔτσι, ξεκουράζεσθε καί εἶναι σάν νά ξεκινᾶτε τό διακόνημα πάλι ἀπό τήν ἀρχή».

Βρῆκε κάποτε ἕνα γεροντάκι, ὁ γέρο-Νικόδημος, ἕνα κασετόφωνο καί κάτι κασέτες μέ ψαλμωδίες. Ὅταν τίς ἄκουσε, μᾶς εἶπε: «Εὐφράνθηκα. Νά ἀκοῦτε κασέτες, εἶναι καλό πράγμα». Ὅμως μετά μία ἑβδομάδα ἦλθε στό κελλί μας λέγοντας: «Πατέρες μήν ἀκοῦτε κασέτες. Ἔπαθα ζημιά. Ἔχασα τήν προσευχή. Ζαλίστηκε τό κεφάλι μου. Ἕνα βουητό ἔχω συνέχεια στόν νοῦ μου».

στ΄. Περί λογισμῶν.

«Ἀπό τήν ποιότητα τῶν λογισμῶν ἑνός ἀνθρώπου φαίνεται ἡ πνευματική του κατάσταση».

(Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου, Λόγοι Γ΄, «Πνευματικός ἀγώνας»)

Ἄν κάποιος θέλῃ νά ὠφεληθῇ, μπορεῖ νά ὠφεληθῇ καί ἀπό τά ἀνάποδα. Καί ἄν δέν θέλῃ, δέν ὠφελεῖται ἀπό τίποτα, οὔτε καί ἀπό αὐτά πού εἶναι πρός σωτηρίαν κατάλληλα.

Κάποιος προσκυνητής μοῦ ἔλεγε ὅτι ὠφελήθηκε ἀπό ἕναν γάτο. Μοῦ εἶπε: «Ἦλθε ὁ γάτος καί κυλιόταν στά πόδια μου, χωρίς νά μέ ξέρῃ. Ἔξω στόν κόσμο οἱ γάτοι εἶναι ἄγριοι. Ἐπειδή ἐμεῖς στόν κόσμο εἴμαστε ἄγριοι, εἶναι καί τά ζῶα ἄγρια. Ἐνῶ ἐδῶ, ἐπειδή οἱ μοναχοί εἶναι εἰρηνικοί, καί οἱ γάτοι εἶναι ἥμεροι». Πολύ ὠφελήθηκα ἀπό αὐτόν τόν λογισμό.

Ὁ γέρο-Νικόδημος ἦταν κατάκοιτος. Μιά μέρα μοῦ εἶπε: «Τί μεγάλη σοφία εἶναι τό ὅτι ὁ ἄνθρωπος βρῆκε τό κρεββάτι! Ἄν δέν ὑπῆρχε τό κρεββάτι, θά ἤμουν στό πάτωμα καί θά περνοῦσαν ἀπό πάνω μου τά ποντίκια καί οἱ κατσαρίδες. Καί πῶς θά μποροῦσαν τότε οἱ ἀδελφοί νά μέ περιποιοῦνται, νά μέ καθαρίζουν καί νά μέ ταΐζουν; Ἔπρεπε νά σκύβουν συνέχεια». Ἔκανε ὁλόκληρη θεωρία γιά τά πλεονεκτήματα τοῦ κρεββατιοῦ, ἀντί νά ἀδημονῇ πού ἦταν καθηλωμένος πάνω σ’ αὐτό, καί εὐχαριστοῦσε τόν Θεό. Σ’ αὐτό τόν βοήθησαν οἱ καλοί λογισμοί.

Τό ἴδιο ἔκανε καί ἕνας ἄλλος πού ἔπαιρνε ψυχοφάρμακα. Ἀντί νά δυσανασχετῇ, δοξολογοῦσε τόν Θεό πού φώτισε τούς γιατρούς νά βροῦν τά ψυχοφάρμακα καί μποροῦσε μέ αὐτά νά λειτουργήσῃ φυσιολογικά μέσα στήν κοινωνία.

Μέ τά γεγονότα πού ἐπιτρέπει ὁ Θεός νά συμβαίνουν στήν ζωή μας, κάτι διορθώνεται μέσα μας, ἄν τό πάρωμε μέ καλό λογισμό. Ἄν θέλῃ ὁ ἄνθρωπος νά σωθῇ, ὅλα, καί ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ, θά συμβάλλουν στήν σωτηρία του. Ἄν δέν θέλῃ νά σωθῇ, ὅλα θά τοῦ φταῖνε καί δέν θά μπορῇ νά κάνῃ προκοπή.

ζ΄. Ἐπικαιρότητα καί μοναχισμός.

«Μή ἐρωτήσῃς πλέον περί τοῦ κόσμου, μήτε περί τῆς καταστάσεως αὐτοῦ».

(Ἁγ. Ἰσαάκ Σύρου, «Ἀσκητικά», Λόγος Π΄)

Συνήθως ἀπό τούς παλαιούς μοναχούς, ὅταν τούς πλησίαζες, ἄκουγες ἕναν λόγο στηρικτικό, πνευματικό. Μιά φορά προχωροῦσα στίς Καρυές καί ὁ γ. Ἐφραίμ ὁ Λαυριώτης μοῦ εἶπε: «Πάτερ, στό χέρι σου νά κρατᾷς πάντοτε τό κομβοσκοίνι, γιά νά θυμᾶσαι 106 τήν εὐχή». Τώρα πολλοί μοναχοί ἀσχολοῦνται ὑπερβολικά μέ τά σύγχρονα προβλήματα. Ὁ Γέροντάς μας δέν ἄφηνε νά ἀσχολούμαστε μέ αὐτά. Ἔλεγε ὅτι αὐτά εἶναι γιά τούς μεγάλους. Καί ὁ ἅγιος Παΐσιος, ἐνῶ μιλοῦσε καί γιά τά πατριωτικά καί γιά τόν Οἰκουμενισμό ἤ γιά ἄλλα σύγχρονα θέματα, καί μάλιστα ἔντονα μερικές φορές, ὅμως τό βάρος τό ἔριχνε στά πνευματικά. «Κάνετε δουλειά στόν ἑαυτό σας. Εἶναι ἕνα ἐργόχειρο πού δέν τελειώνει ποτέ», ἔλεγε ὁ ἅγιος Γέροντας. Ἄν ὁ μοναχός ἀσχολῆται πολύ μέ αὐτά τά σύγχρονα προβλήματα, χάνεται, χάνει τόν ἑαυτό του. Χάνεται ἡ διάθεσίς του γιά προσευχή καί τοῦ ἔρχεται ἀκηδία καί ἔντασις. Ἀλλά καί χωρίς προσευχή, χωρίς ἀλλαγή μέσα μας, πῶς μποροῦμε νά βοηθήσουμε τήν Ἐκκλησία ἤ τήν πατρίδα μας; Ὅμως οὔτε καί νά κοιμώμεθα, καί νά ὀργώνουν οἱ ἐχθροί τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς πατρίδος μας.

Εἶχε πεῖ κάποτε ὁ π. Αἰμιλιανός ὁ Σιμωνοπετρίτης, ὅτι πολλοί θά πᾶνε στήν κόλασι ἀπό τήν ἐπικαιρότητα. Ὁ Γέροντας μπορεῖ νά ἀσχολῆται, ἀλλά, ἄν ἀσχολοῦνται οἱ μικροί, πλανῶνται.

η΄. Σύγχρονος μοναχισμός.

«Εἶναι χρεία νά προηξεύρῃ τινάς, ὅτι δύω εἴδη κυβερνήσεως, καί διορθώσεως, φυλλάττονται εἰς τήν τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν. Τό ἕν εἶδος ὀνομάζεται Ἀκρίβεια, τό δέ ἄλλο, ὀνομάζεται Οἰκονομία καί Συγ­κατάβασις, μέ τά ὁποῖα κυβερνοῦσι τήν σωτηρίαν τῶν ψυχῶν οἱ τοῦ Πνεύματος οἰκονόμοι, πότε μέν μέ τό ἕνα, πότε δέ μέ τό ἄλλο».

(Ἁγ. Νικοδήμου Ἁγιορείτου, «Πηδάλιον», ΜΣΤ΄ Ἀποστολικός Κανών)

Ἄς μή κατακρίνουμε βλέποντας τίς ἀδυναμίες τῶν νεωτέρων ἀδελφῶν μας. Οἱ σύγχρονοι νέοι πού γίνονται μοναχοί, ἐπειδή ἔζησαν ἔντονα τήν κοσμική ζωή, βγάζουν τίς ἀναθυμιάσεις τῆς κοσμικῆς ζωῆς καί στήν καλογερική. Γι’ αὐτό ὁ Γέροντας πρέπει νά ἔχῃ πολλή διάκρισι καί πολλή πατρική ἀγάπη καί ἔμπονη προσευχή. Δέν φεύγουν εὔκολα οἱ ἐμπειρίες τῆς κοσμικῆς ζωῆς, ὅταν κάποιος τήν εἶχε ζήσει ἔντονα. Χρειάζεται συνεχής ἐξομολόγησις καί ταπείνωσις. Ἄς συγκρίνουμε τήν ζωή τῆς ἁγίας Φωτεινῆς τῆς Ἐρημίτιδος, πού ἦταν ὅλη παρθενική, μέ τήν ζωή τῆς ἁγίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας. Πόσο ταλαιπωρήθηκε ἡ δεύτερη! Ὅπως ἔλεγε καί ὁ ἅγιος Παΐσιος: «Ὑπάρχει καλό ὑλικό, ἀλλά θέλει δούλεμα καί παράδειγμα ἀπό τούς μεγάλους».

Εἴχαμε πάει κάποτε στόν παπα-Ἐφραίμ τόν Κατουνακιώτη. Μόλις πήγαμε, μᾶς ρώτησε ἄν εἴχαμε πάρει εὐλογία πού πήγαμε ἐκεῖ. Ὅταν τοῦ εἴπαμε ὅτι εἴχαμε εὐλογία ἀπό τόν πνευματικό, μᾶς εἶπε: «Ὁ πνευματικός εἶναι ἐγγύησις στήν πνευματική ζωή». Μείναμε κοντά του μιάμιση ὥρα καί μᾶς μιλοῦσε συνέχεια γιά τήν ὑπακοή. Μεταξύ τῶν ἄλλων μᾶς εἶπε καί τό ἑξῆς: «Ὅταν πῇ ὁ ὑποτακτικός “εὐλόγησον”, σταματᾷ ὁ Γέροντας τήν ἐπιτίμησι. Ἀλλά νά μή λέμε τό “εὐλόγησον”, σάν νά θέλωμε νά κλείσωμε τό στόμα τοῦ Γέροντος».

Νά βλέπουμε τούς ἄλλους ὡς ἀσθενεῖς, ὄχι ὡς ἐμπαθεῖς, καί ὅτι ὅλοι εἴμαστε στό Νοσοκομεῖο, πού εἶναι τό κελλί μας ἤ τό Μοναστήρι μας. Ἐφ’ ὅσον μένουμε στό Νοσοκομεῖο, ὅλοι θά γιατρευθοῦμε, δηλαδή θά ταπεινωθοῦμε, καί οἱ νοσηλευόμενοι καί οἱ νοσηλευτές.

θ΄. Ἐπιλογικά.

«Θεολογοῦσιν οἱ ἄφωνοι θεολόγοι, τά ὡραῖα βραχάκια, καί ὅλη ἡ φύσις».

(Γέροντος Ἰωσήφ ἡσυχαστοῦ, «Ἔκφρασις μοναχικῆς ἐμπειρίας», ΝΖ΄ ἐπιστολή)

Τό κύριο ἔργο τοῦ μοναχοῦ εἶναι ἡ προσευχή. Καί μέσα σ’ αὐτό εἶναι ὅλα τά ἄλλα ἔργα του. Ἄν κάνουμε τόν μοναχισμό ἔργο κοινωνικό, πάει ὁ μοναχισμός. Ἐνῶ, ἄν ζοῦμε καλογερικά, βοηθᾶμε τόν κόσμο μέ τόν καλογερικό τρόπο τῆς ζωῆς μας.

Γνωρίζουμε ὅτι πολλοί ἄνθρωποι παίρνουν ναρκωτικά, ἔχουν τάσεις αὐτοκτονίας, ψυχοπάθειες, ἐγχειρίζονται, πεθαίνουν, ἔχουν πένθος... Ἐμεῖς πῶς μποροῦμε νά τούς βοηθήσουμε; Ὅταν ἀσχολούμαστε μόνο μέ τόν πνευματικό μας καταρτισμό, φαίνεται σάν νά κοιτᾶμε μόνο τόν ἑαυτό μας. Ὅμως δέν εἶναι ἔτσι. Διότι μέ τήν προσευχή, συμμετέχουμε στόν παγκόσμιο πόνο, πού αὐξάνει συνεχῶς. Ἀλλά καί μέ ὅσους μᾶς πλησιάζουν ἤ ἔρχονται στά μοναστήρια μας οἱ μοναχοί κάνουν κοινωνικό ἔργο, γιατί τούς βοηθοῦν καί πνευματικά καί ὑλικά, ἄν ὑπάρχῃ δυνατότητα.

Μήπως ἄραγε θά πρέπει νά ξαναρχίσουμε νά ζοῦμε πιό ἡσυχαστικά, πιό καλογερικά; Ἡ εὐλογία τῆς καλογερικῆς ζωῆς εἶναι αὐτή ἡ μονοτονία, διότι ἔτσι δέν ἔχουμε περισπασμούς. Ἄν κάνουμε αὐτήν τήν φαινομενικά μονότονη ζωή καί δέν ἐπιδιώκουμε νά δημιουργήσουμε κάτι καινούργιο, ἀποφεύγουμε τούς περισπασμούς καί αὐτό μᾶς βοηθᾷ πολύ στήν προσευχή.

Ἄν δέν μάθῃ ὁ ἄνθρωπος νά μαζεύεται, νά ζῇ ἐσωτερικά, ἡ πνευματική ζωή καταντᾷ τυραννία. Γι’ αὐτό ἄς μή ζητᾶμε πολλές ἀνθρώπινες παρηγοριές στόν μοναχισμό. Ἀφήσαμε βέβαια τόν κόσμο, ἀλλά δέν φθάνει αὐτό. Πρέπει νά κάνουμε καί ἕναν ἄλλο ἀγῶνα, ἴσως πιό δύσκολο. Νά μήν ἐπιθυμοῦμε πράγματα κοσμικά. Ὁ μοναχισμός εἶναι ἕνας ἅγιος τρόπος ζωῆς. Εἶναι παράδοσις πού ἔχει μία ἐσωτερικότητα· δέν συντηρεῖται ὡς ἀνθρώπινη ἐνέργεια. Ἡ ἐλευθερία τῶν λογισμῶν μᾶς χαρίζεται ἀπό τήν μυστική ζωή πού ζοῦμε στό Ἅγιον Ὄρος.

Ἕνα καλογέρι μοῦ εἶπε κάποτε ὅτι εὑρισκόμενο στό δάσος καί προσευχόμενο ἔπεσε σέ ἔκστασι. Ἔνοιωσε ὅλη τήν κτίσι, τά δένδρα, τά χορτάρια, τά πουλιά, ἀκόμη καί τίς πέτρες νά φωνάζουν: «Δόξα σοι ὁ Θεός». Αὐτό κράτησε γιά λίγο. Ἄρα αὐτός ὁ τρόπος ὑπάρχει σέ ὅλη τήν κτίσι. Αὐτός ὁ μυστικός τρόπος ζωῆς δίνει νόημα στήν ζωή μας. Ἄν τόν χάσουμε αὐτόν, τά χάσαμε ὅλα.