Το ευρώ ως φυλακή κρατών
Γράφει ο Βασίλης Βιλιάρδος
Η Γερμανία ρισκάρει τα πάντα υιοθετώντας το γνωστό «ή όλα ή τίποτα», όπως ακριβώς όταν κήρυξε το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο – ενώ πρόκειται για ένα χαρακτηριστικό της εξωτερικής της πολιτικής των τελευταίων 150 ετών, με το οποίο κέρδιζε μεν πάντοτε όλες τις μάχες, αλλά έχανε τον πόλεμο.
Μέχρι πρόσφατα υπήρχαν φυλακές μόνο για ανθρώπους, ως τιμωρία για τις εγκληματικές τους πράξεις. Όπως φαίνεται όμως, υπάρχουν εξελίξεις στον τομέα, με τη δημιουργία μίας φυλακής για κράτη – τα οποία κατηγορούνται για εγκληματική συμπεριφορά από έναν και μόνο αυστηρό δικαστή: από τη Γερμανία που νομίζει πως της ανήκει αυτό το δικαίωμα.
Σωστά λοιπόν έχουμε αναφέρει πως υπάρχουν μόνο οι εξής δύο λύσεις για τη νομισματική ένωση: (α) η κυριαρχία της Γερμανίας, όπου όλες οι άλλες χώρες θα έπρεπε να υιοθετήσουν τις γερμανικές αντιλήψεις, το γερμανικό τρόπο σκέψης, το γερμανικό τρόπο ζωής κλπ., καθώς επίσης (β) η διάλυση της με την επιστροφή στην αφετηρία, στην προ ευρώ εποχή – όπου όμως θα έπρεπε να μεσολαβήσουν διαγραφές των χρεών εκείνων των κρατών που δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν, όπως της Γερμανίας το 1953 (πηγή).
Θα μπορούσε βέβαια να προσθέσει κανείς μία τρίτη εναλλακτική δυνατότητα: την έξοδο της Γερμανίας, αφού είναι η μοναδική χώρα που έχει λειτουργήσει ύπουλα, υπονομεύοντας το ευρώ από την πρώτη ημέρα της υιοθέτησης του – με την πολιτική της φτωχοποίησης του γείτονα και με το μισθολογικό dumping, έτσι ώστε να παράγει πλεονάσματα που υποχρεώνουν τους εταίρους της σε αντίστοιχα ελλείμματα.
Εν τούτοις, κανένας λύκος δεν εγκαταλείπει εκούσια το θήραμα του, πόσο μάλλον όταν ξέρει πως θα πεινάσει – με την έννοια πως το νόμισμα της Γερμανίας θα ανατιμούταν με καταστροφικά αποτελέσματα για τις εξαγωγές, το ΑΕΠ και τη βιομηχανία της, θα έχανε μεγάλο μέρος των απαιτήσεων της όπως του Target 2, δεν θα μπορούσε πια να απομυζεί καμία χώρα κοκ. Το πόσο υποτιμημένο είναι το γερμανικό ευρώ (γαλάζια καμπύλη), σε σχέση με το γαλλικό (πράσινη) και με το ιταλικό (πορτοκαλί), φαίνεται καθαρά στο γράφημα – το οποίο προέρχεται από γερμανικό οικονομικό ινστιτούτο.
Περαιτέρω, για την Ελλάδα είναι περιττό να μιλάει κανείς, αφού έχει φυλακισθεί προ πολλού, αμέσως μετά την υπογραφή του PSI – ακόμη χειρότερα ευρίσκεται στην απομόνωση, δεν έχει κανένα πλεονέκτημα από τη συμμετοχή της στην Ευρωζώνη (δεν πήρε μέρος ούτε καν στην ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ), εξελίσσεται η αλλαγή της ιδιοκτησίας της και ουσιαστικά είναι τελειωμένη, με μία κυβέρνηση-γερμανικό υποχείριο που θριαμβολογεί επειδή η χώρα ακόμη αναπνέει.
Εν τούτοις δεν είναι μόνο η Ελλάδα εγκλωβισμένη στο ευρώ, αλλά όλες οι υπόλοιπες χώρες, ειδικά επειδή είναι υπερχρεωμένες, με προβληματικό τραπεζικό τομέα και εξαρτώνται απόλυτα από την ΕΚΤ – η οποία είναι ο πραγματικός δεσμοφύλακας, με τη Γερμανία όμως να έχει τα κλειδιά της, οπότε τον έλεγχο της. Επομένως η Ευρωζώνη, εν μέρει επίσης η ΕΕ, είναι φυλακές που αποκλείουν τη μονομερή έξοδο χωρίς να υποστεί μία χώρα ζημίες, από τις οποίες πολύ δύσκολα μπορεί να επιβιώσει – πόσο μάλλον με ένα τέτοιο τέρας δίπλα της (η Ελβετία ήδη εκβιάζεται, ενώ θα ακολουθήσουν και άλλα κράτη – με τη Γερμανία να επιδιώκει την προσάρτηση όλων, πολύ πιο εύκολα από ότι κάποτε με τα τανκς).
Η Μ. Βρετανία
Συνεχίζοντας, από τη συμπεριφορά της Γερμανίας απέναντι στη Μ. Βρετανία, παρά το ότι δεν είναι μέλος του ευρώ, αλλά της ΕΕ, κατανοεί κανείς την αυστηρότητα του δεσμοφύλακα – αρκεί να γνωρίζει πως αυτό που κλιμάκωσε την κυβερνητική κρίση στο Λονδίνο ήταν η άρνηση του Βερολίνου να κάνει ακόμη και την παραμικρή παραχώρηση στο ονομαζόμενο «Back stop».
Εν προκειμένω αναφέρεται κανείς στο τι οφείλει να συμβεί, εάν η Μ. Βρετανία και η ΕΕ δεν συμφωνήσουν σε μία μόνιμη ρύθμιση των μελλοντικών τους σχέσεων. Με βάση τις απαιτήσεις της Κομισιόν που υπάρχουν στη συμφωνία, στην περίπτωση αυτή η Μ. Βρετανία υποχρεώνεται να παραμείνει μέλος της ευρωπαϊκής τελωνειακής ένωσης – ενώ η Βόρεια Ιρλανδία θα πρέπει να ανήκει επί πλέον στην τελωνειακή ένωση (πηγή: German foreign policy).
Προφανώς η παραμονή στην τελωνειακή ένωση της ΕΕ είναι απαράδεκτη για τους οπαδούς του BREXIT –επειδή η Μ. Βρετανία δεν θα είχε πλέον τη στρατηγική επιλογή σύναψης δικών της εμπορικών συμφωνιών. Όσον αφορά την ειδική μεταχείριση της Β. Ιρλανδίας, θα οδηγούσε σε συνεχείς εμπορικούς ελέγχους μεταξύ των δύο χωρών, οπότε στη διάσπαση της Μ. Βρετανίας. Για να γίνει κατανοητό, θα ήταν σαν να επέβαλλε κανείς συνοριακούς ελέγχους στη διακίνηση εμπορευμάτων μεταξύ της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας – κάτι που φυσικά θα ήταν αδιανόητο.
Το χειρότερο όλων όμως είναι το ότι και οι δύο αυτές απαιτήσεις της γερμανικής ΕΕ δεν θα ήταν για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, αφού η Κομισιόν επιμένει στην επ’ αόριστον ισχύ του «Back stop» – το οποίο θα μπορούσε τότε μόνο να καταργηθεί στο μέλλον, εάν συμφωνούσε η ΕΕ! Ουσιαστικά λοιπόν πρόκειται για τη φυλάκιση της Μ. Βρετανίας στην ευρωπαϊκή τελωνειακή ένωση, καθώς επίσης για το διαμελισμό της – κάτι που ασφαλώς δεν θα δεχόταν καμία λογική κυβέρνηση.
Περαιτέρω, φυσικά το «Back stop» εξυπηρετεί μόνο τα συμφέροντα της ΕΕ στο 100% – ενώ μέσω αυτού επιδιώκεται η αντιστροφή του δημοκρατικού δημοψηφίσματος των Βρετανών, έτσι ώστε να παραμείνει η χώρα μέλος της ΕΕ. Κάτι ανάλογο δηλαδή με το ελληνικό δημοψήφισμα του 2015, όπου η ΕΚΤ έκλεισε παράνομα τις τράπεζες, πείθοντας παράλληλα τον πρωθυπουργό να συμβιβαστεί προδίδοντας τους Έλληνες – ένα έγκλημα εκ μέρους του, αφού θα μπορούσε εύκολα να διασώσει την Ελλάδα με την παραίτηση του (άρθρο).
Αφού λοιπόν η Γερμανία κατάφερε να κάνει ασύμφορη για τη Μ. Βρετανία τη συμφωνία εξόδου της, τόσο τη χαλαρή, όσο και τη σκληρή, ουσιαστικά η κυβέρνηση της χώρας δεν έχει καμία άλλη επιλογή στη διάθεση της, από να εγκαταλείψει τη διαπραγμάτευση και να δρομολογήσει ένα νέο δημοψήφισμα – κάτι που δήλωσε έμμεσα η πρόεδρος των Γερμανών σοσιαλδημοκρατών, λέγοντας πως η Μ. Βρετανία πρέπει να ξανασκεφθεί το BREXIT. Άρα να μη σεβαστεί τα 17,4 εκ. Βρετανών που τέθηκαν υπέρ της εξόδου της χώρας, διακινδυνεύοντας έναν εμφύλιο πόλεμο με τα περίπου άλλα τόσα που τέθηκαν κατά – έμμεσα δε να σκύψει δουλικά το κεφάλι, αποδεχόμενη τη γερμανική ηγεμονία.
Η Γαλλία
Συνεχίζοντας η Γερμανία, αφού εξουδετέρωσε πρώτα την ευρωπαϊκή περιφέρεια με αφετηρία την Ελλάδα και την ανόητη, εάν όχι ενδοτική συμπεριφορά της κυβέρνησης του 2010 και αφού εκμεταλλεύτηκε την τεχνογνωσία του ΔΝΤ στην Τρόικα διώχνοντας το πλέον, σήμερα ετοιμάζει ένα δικό της ΔΝΤ (ESM) και ένα πτωχευτικό δίκαιο για τα κράτη – για το οποίο θα χρησιμοποιηθεί η Ελλάδα ξανά ως πειραματόζωο, με αποτέλεσμα να ολοκληρωθεί η μετατροπή της σε μία πλήρως εξαρτημένη αποικία της που θα της ανήκουν τα πάντα, ενώ θα διαμελισθεί μέσω της Μακεδονίας.
Έτοιμη λοιπόν πια, σε μεγάλο βαθμό ισχυροποιημένη από τις νίκες της στους παραπάνω οικονομικούς πολέμους, καθώς επίσης από τα υπέρογκα πλεονάσματα της (περί τα 300 δις $ ετησίως, εις βάρος των «εταίρων» της), έχει θέσει ως στόχο τις τρεις μεγάλες δυνάμεις της Ευρώπης: τη Μ. Βρετανία, τη Γαλλία και την Ιταλία.
Στα πλαίσια αυτά η Γερμανία υποχρέωσε τον πρόεδρο Macron, ο οποίος έχει εκπαιδευθεί στο Βερολίνο και στηρίχθηκε προεκλογικά από την ίδια, αμέσως μετά την ανάληψη της κυβέρνησης της Γαλλίας να επιβάλλει μέτρα λιτότητας σύμφωνα με το γερμανικό μοντέλο – ένα άτυπο μνημόνιο δηλαδή, στόχος του οποίου είναι ως συνήθως η οικονομική καταστροφή μίας χώρας. Ο κ. Macron βέβαια είχε ελπίσει πως θα έπαιρνε έναντι κάποια ανταλλάγματα σε ευρωπαϊκό επίπεδο – υπολογίζοντας πως ο πληθυσμός της χώρας του θα δεχόταν τις «μεταρρυθμίσεις», εάν κατάφερνε να τον πείσει πως θα ήταν καλές για το μέλλον της Γαλλίας.
Το σημαντικότερο αντάλλαγμα ήταν η συνολική μεταρρύθμιση της Ευρωζώνης, μαζί με έναν προϋπολογισμό της νομισματικής ένωσης – μέσω του οποίου θα ήταν εφικτή μία αναδιανομή των εισοδημάτων προς όφελος κυρίως της χώρας του, με την έννοια πως μέρος των πλεονασμάτων της Γερμανίας θα κάλυπτε τα ελλείμματα της Γαλλίας και λιγότερο άλλων χωρών. Εν τούτοις, ενώ η γερμανική κυβέρνηση τον άφησε στην αρχή να το πιστεύει, στη συνέχεια το αρνήθηκε κατηγορηματικά – ενώ, μετά το ξεκίνημα των εξεγέρσεων των «κίτρινων γιλέκων», έχει εντείνει τις πιέσεις της διεκδικώντας μεγαλύτερη επιρροή στη Γαλλία!
Ειδικότερα, ο γερμανός υπουργός οικονομικών σε μία ομιλία του στο Βερολίνο, στα τέλη Νοεμβρίου, απαίτησε να παραδώσει η Γαλλία τη σταθερή θέση της στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ στην Ευρώπη– η οποία φυσικά ελέγχεται από τη Γερμανία. Εκτός αυτού αρνήθηκε να βοηθήσει τη Γαλλία να επιβάλλει έναν «ψηφιακό φόρο» μέσω της ΕΕ στους μεγάλους αμερικανικούς διαδικτυακούς ομίλους (Google, Amazon κλπ.) – κάτι που θα βελτίωνε τα οικονομικά της Γαλλίας που φυσικά δεν ήθελε ο Γερμανός.
Ουσιαστικά λοιπόν η Γερμανία υποχρέωσε το Macron να επιβάλλει τα νέα φορολογικά μέτρα στους Γάλλους, τα οποία προκάλεσαν την εξέγερση των «κίτρινων γιλέκων» – ενώ φυσικά είναι ευχαριστημένη με τα αποτελέσματα της, τα οποία γονατίζουν ήδη την οικονομία της χώρας, ενώ θα την αναγκάσουν να λάβει νέα μέτρα για να μην ξεφύγει από το έλλειμμα του 3% που επιβάλλεται από τη συμφωνία του Μάαστριχτ.
Με δεδομένο όμως το ότι, ο Macron αναγκάσθηκε να αποσύρει τα προηγούμενα και να προσφέρει κάποιες παροχές για να εφησυχάσουν οι διαδηλωτές, θα υποχρεωθεί να αναστείλει τη μείωση των φόρων για τις επιχειρήσεις που είχε προαναγγείλει – οπότε δεν θα απειληθεί η ανταγωνιστικότητα της γερμανικής βιομηχανίας αλλά, αντίθετα, θα ενισχυθεί.
Εκτός αυτού η Γαλλία θα πάψει να αποτελεί δημοσιονομικό υπόδειγμα στην Ευρώπη, οπότε ο πρόεδρος Macron δεν θα μπορεί να επιβάλλει πια τις προτάσεις του για τη μεταρρύθμιση της που είναι αντίθετες με τα γερμανικά συμφέροντα – γεγονός που σημαίνει πως έχει ηττηθεί πλέον κατά κράτος, πολύ πιο εύκολα από ότι η χώρα του στο 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο από τα ναζιστικά στρατεύματα
.
Η Ιταλία
Συνεχίζοντας, οι εξελίξεις στην Ιταλία είναι ανάλογες με αυτές στη Γαλλία – όπου το φιλικό προς τη Γερμανία κατεστημένο, η πέμπτη φάλαγγα που τοποθετεί σε κάθε χώρα για να πετυχαίνει τους στόχους της, ο πρόεδρος και ο υπουργός οικονομικών, μαζί με το σύλλογο των βιομηχάνων, έχουν πιέσει ήδη τη νέα κυβέρνηση να αλλάξει απόψεις, με δαμόκλειο σπάθη την κατάρρευση των τραπεζών.
Υπενθυμίζουμε εδώ πως η Γερμανία δεν επέτρεψε να γίνει υπουργός οικονομικών ο κ. Savona, ο οποίος είχε τοποθετηθεί υπέρ της εξόδου της Ιταλίας από την Ευρωζώνη, με τη στήριξη του προέδρου της χώρας – ενώ μπορεί μεν η ιταλική κυβέρνηση να τοποθετείται εναντίον των μεταναστών, αλλά η συμφωνία του Μαρόκου που προωθήθηκε από τη Γερμανία ύπουλα, θα αλλάξει εντελώς τα δεδομένα.
Σε κάθε περίπτωση, η νέα ιταλική κυβέρνηση φαίνεται πως υποχώρησε ήδη στη μείωση του ελλείμματος στο 2,04% από 2,4% προηγουμένως, παρά τα μεγάλα λόγια και τη στήριξη της από το 60% του πληθυσμού – πολύ πιο γρήγορα από τον κ. Berlusconi που άντεξε το 2011 περί τους έξι μήνες, ενώ ανατράπηκε όταν τα επιτόκια έφτασαν στο 7%. Εν προκειμένω, τα επιτόκια δεν ξεπέρασαν ούτε καν το 4% – ενώ δεν έχουν σημειωθεί ακόμη λαϊκές εξεγέρσεις όπως στη Γαλλία, ούτε έχουν εμφανισθεί κίτρινα γιλέκα όπως στο Βέλγιο, στην Ολλανδία κοκ.
Λυπηρή λοιπόν η ήττα κατά κράτος της Ιταλίας, αλλά μάλλον αναμενόμενη – αφού η νέα ηγεσία της είναι στην ουσία ανεπαρκής και ανίκανη να αντιμετωπίσει μία χώρα, όπως η Γερμανία, με τέτοια όπλα στη διάθεση της, όπου το μεγαλύτερο είναι ασφαλώς η ΕΚΤ. Ακόμη χειρότερα, δημιουργεί ηττοπαθή συναισθήματα σε όλα τα άλλα κράτη – δίνοντας την εντύπωση στα ήδη ηττημένα όπως η Ελλάδα, η Πορτογαλία, η Ισπανία κλπ. πως ήταν αδύνατον να νικήσουν.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, εάν η Ελλάδα επέλεγε τη χρεοκοπία το 2011 ή/και την υιοθέτηση του εθνικού της νομίσματος, το πλήγμα θα ήταν τεράστιο για τις ευρωπαϊκές τράπεζες, για το ευρώ και για τη Γερμανία.Το 2015 ο κίνδυνος ήταν μικρότερος, αλλά καθόλου αμελητέος – οπότε ο Σόιμπλε πήρε αρκετά ρίσκα και τις δύο φορές, χωρίς όμως να χάσει τελικά, αφού οι αντίπαλοι του ήταν κατά πολύ υποδεέστεροι.
Εάν τώρα η Μ. Βρετανία δεν οδηγούνταν στην παγίδα του «Back stop» και επέλεγε το «σκληρό BREXIT», η γερμανική εξαγωγική βιομηχανία θα υφίστατο τεράστιες απώλειες – ενώ η συνοχή της ΕΕ επίσης. Η Γερμανία όμως το ρισκάρισε και κέρδισε.
Η Γαλλία συνεχίζει βέβαια να αποτελεί κίνδυνο, εάν κλιμακωθεί η εξέγερση των κίτρινων γιλέκων – ενώ η έξοδος της Ιταλίας από το ευρώ ή η κατάρρευση των τραπεζών της, θα μπορούσε να προκαλέσει τη διάλυση της Ευρωζώνης, με τρομακτικές συνέπειες για τη Γερμανία.
Εν τούτοις η Γερμανία το ρισκάρει, όπως ανέκαθεν μέχρι σήμερα, υιοθετώντας το γνωστό «ή όλα ή τίποτα», όπως ακριβώς όταν κήρυξε το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο – παρά το ότι ήταν χρεοκοπημένη και πολύ πιο αδύναμη, από ότι οι άλλοι υπέθεταν. Πρόκειται για ένα χαρακτηριστικό της εξωτερικής της πολιτικής των τελευταίων 150 ετών – με το οποίο κέρδιζε μεν πάντοτε όλες τις μάχες, αλλά έχανε τον πόλεμο.
Βασικά της όπλο τότε και σήμερα, εκτός από την αποφασιστική ανάληψη ρίσκου, ο αιφνιδιασμός και ο «αστραπιαίος πόλεμος» – για τις δύσκολες μάχες όμως, όπως με τη Μ. Βρετανία, οι ύπουλες παγίδες και η καθυστέρηση, έως ότου ο αντίπαλος βρεθεί με την πλάτη στον τοίχο, χωρίς καμία εναλλακτική δυνατότητα.
Όπως αναφέραμε όμως, μπορεί να κέρδιζε τις μάχες, αλλά έχανε τον πόλεμο – πληρώνοντας πάντοτε ένα πολύ ακριβό τίμημα. Εκτός αυτού μάλλον υποτιμάει την προοπτική της επέμβασης των Η.Π.Α. στην Ευρώπη όπως το 1940 ή/και της Ρωσίας – θεωρώντας πως το παρελθόν πολύ δύσκολα επαναλαμβάνεται. Μάλλον κάνει όμως λάθος – μεγάλο λάθος που θα πληρωθεί ξανά από τους Πολίτες της.