Της Vessela Tcherneva
Μια ήρεμη αλλά θεμελιώδης αλλαγή της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναφορικά με τα Δυτικά Βαλκάνια είναι σε εξέλιξη. Με τη θητεία της τωρινής Ευρωπαϊκής Επιτροπής να πλησιάζει στο τέλος της, φαίνεται ότι οποιοδήποτε σχέδιο για την διεύρυνση της ένωσης θα τελειώσει και αυτή. Η διεύρυνση γίνεται η πολιτική την οποία δεν πρέπει να αναφέρουμε -τουλάχιστον στις συνεδριάσεις στα δημαρχεία και στα κοινοβούλια στη Δυτική Ευρώπη.
Δεν είναι μυστικό ότι το μεγαλύτερο μέλος του ευρωπαϊκού λαού είναι εναντίον της διεύρυνσης -όπως αποδεικνύει μια επικείμενη έρευνα του ECFR. (είναι εντυπωσιακό ότι οι Αυστριακοί και οι Γερμανοί, οι οποίοι φιλοξενούν τη μεγαλύτερη βαλκανική διασπορά ως ποσοστό πληθυσμού, είναι μεταξύ εκείνων που είναι οι πιο επιφυλακτικοί στη διεύρυνση).
Αλλά όπως επιβεβαιώνει το Ευρωβαρόμετρο, αυτή η τάση δεν είναι καινούρια. Αυτό που έχει αλλάξει είναι η ξεκάθαρη δέσμευση των φορέων χάραξης πολιτικής να μην αποκλίνουν από τις λαϊκές προσδοκίες σε περιφερειακά θέματα, όπως αυτό εδώ. "Εξαιτίας του φόβου για την ξένη μετανάστευση, οι πολίτες στην εκλογική μου περιφέρεια θα μάθουν -και θα ελέγξουν- μια απόφαση για την έναρξη των συνομιλιών ένταξης με τη Βόρεια Μακεδονία. Αν και πρόκειται για ένα απλώς μικρό βήμα, πολύ μακριά από την ένταξη, θα έχει επικριτική αντιμετώπιση από την κοινή γνώμη αυτή τη στιγμή”, αναφέρει ένας Γερμανός βουλευτής.
Ασφαλώς, οι λόγοι για αυτή την αμυντική στάση βρίσκονται πολύ πιο μακριά από την μεταναστευτική κρίση. Έχουν να κάνουν με τις δύσκολες μεταμορφώσεις της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας σε κράτη-μέλη, με το έλλειμμα κράτους-δικαίου στην Πολωνία και στην Ουγγαρία, και με την απουσία μόχλευσης που τα άλλα κράτη-μέλη και θεσμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν σε αυτές τις χώρες. Το πιο σημαντικό, οι φόβοι των Ευρωπαίων για την διάρκεια της ΕΕ -με την πλειονότητα των πολιτών να πιστεύουν ότι υπάρχει μια ρεαλιστική πιθανότητα η ΕΕ να καταρρεύσει στα επόμενα 20 χρόνια- φαίνεται να οδηγούν στην κατεύθυνση της ενίσχυσης των δεσμών μεταξύ των κρατών-μελών αντί της αύξησης του αριθμού των μελών. Με άλλα λόγια, η γαλλική θέση του να μπει φρένο στην διεύρυνση δεν έχει τόσο να κάνει με τα ίδια τα Δυτικά Βαλκάνια όσο με την επιθυμία του προέδρου Emmanuel Macron να δώσει προτεραιότητα στην ποιότητα της ολοκλήρωσης.
Ωστόσο, η πρόσφατη επίσκεψη του Macron στο Βελιγράδι φάνηκε να σπάει αυτό το μοτίβο. Για πρώτη φορά σε δεκαετίες, ένας Γάλλος πρόεδρος αφιέρωσε χρόνο και πολιτικό κεφάλαιο σε μια χώρα των Δυτικών Βαλκανίων.
Στην κοινή συνέντευξη Τύπου με τον Σέρβο ομόλογό του, Aleksandar Vucic, ο Macron υιοθέτησε μια φιλική στάση προς τις χώρες της περιοχής (κάτι που οδήγησε αρκετές φορές το κοινό να διακόψει την ομιλία του και να τον αποθεώσει). Αλλά δεν ανέφερε τη διαδικασία ένταξης, αντίθετα εστίασε στην διαφωνία της Σερβίας με το Κοσσυφοπέδιο. Ο Macron υποσχέθηκε να βοηθήσει να εκκινήσουν οι συνομιλίες εξομάλυνσης των σχέσεων μεταξύ της Σερβίας και του Κοσσυφοπεδίου στις επόμενες εβδομάδες, επιβεβαιώνοντας τη δέσμευση της Γαλλίας για την κοινή γραμμή με τη Γερμανία που βοήθησε να δημιουργηθεί στο Βερολίνο τον περασμένο Απρίλιο.
Η γερμανική κυβέρνηση συγκάλεσε την σύνοδο του Βερολίνουγια να περιορίσει τις παρασκηνιακές διαπραγματεύσεις μεταξύ του Vucic και του προέδρου του Κοσσυφοπεδίου, Hashim Thaci, σχετικά με μια πιθανή συμφωνία ανταλλαγής γης. Η Γερμανίδα Καγκελάριος Angela Merkel προσκάλεσε τους ηγέτες άλλων Δυτικοβαλκανικών χωρών να εκφράσουν τις ανησυχίες τους για την αλυσιδωτή αντίδραση που θα μπορούσε να προκληθεί από μια τέτοια συμφωνία -και να πείσει τον Macron να βοηθήσει να ανακατευθύνει τις συνομιλίες μεταξύ Vucic και Thaci. Η συζήτηση επίσης παρείχε την ευκαιρία να δώσει έμφαση στο γεγονός ότι οι διαπραγματεύσεις είχαν ήδη παρακινήσει τον πρωθυπουργό του Κοσσυφοπεδίου, Ramush Haradinaj, να επιβάλει δασμούς 100% στα σερβικά αγαθά που εισερχόταν στη χώρα του.
Δεν έχουν αλλάξει πολλά από τότε. Παρά το ότι ο Haradinaj υποχρεώθηκε να παραιτηθεί αφότου κλήθηκε από εισαγγελείς για εγκλήματα πολέμ ου στη Χάγη, το Κοσσυφοπέδιο δεν ενέδωσε ποτέ στις πιέσεις να καταργήσει τους δασμούς. Οι Γάλλοι διπλωμάτες ελπίζουν ότι μια νέα κυβέρνηση στην Πρίστινα θα προσπαθήσει να φτιάξει τις σχέσεις με το Βελιγράδι. Το Παρίσι θέλει το Κοσσυφοπέδιο και η Σερβία να ξεκινήσουν μια διαδικασία που θα κατευνάζει την πολιτική ένταση και θα βελτιώσει την ασφάλεια στα Δυτικά Βαλκάνια. Το Βερολίνο το θέλει αυτό επίσης. Αλλά θέλει και να επαναβεβαιώσει τον έλεγχο στον διάλογο μεταξύ των χωρών -τον οποίο η Federica Mogherini, η ύπατη εκπρόσωπος της ΕΕ, κατηύθυνε με ελάχιστη διαφάνεια αναφορικά με την προτεινόμενη ανταλλαγή γης.
Το βασικό μήνυμα της Γαλλίας και της Γερμανίας για τα Δυτικά Βαλκάνια είναι σαφές: οι χώρες στην περιοχή θα πρέπει να δώσουν προτεραιότητα στις προσπάθειες να επιδείξουν ένα επαρκές επίπεδο πολιτικής διακυβέρνησης -και θα έχουν τη δυνατότητα να ξεκινήσουν τις τεχνικές διαδικασίες της προσχώρησης στην ΕΕ μόνο αφού το έχουν πετύχει αυτό. Ως εκ τούτου, είναι ακόμη πολύ νωρίς να πούμε εάν οι χώρες στα Δυτικά Βαλκάνια προχωρούν προς την ένταξη της ΕΕ ή απλώς προς μια σχέση μεταξύ κάποιων κλάδων των οικονομιών τους και της αγοράς της ΕΕ.
Με την επόμενη Κομισιόν να είναι απίθανο να έχουν την διεύρυνση υψηλά στην ατζέντα, ο επόμενος ύπατος εκπρόσωπος της ΕΕ για τις διεθνείς υποθέσεις και την πολιτική ασφάλειας, θα έχει σχετικά μεγάλη επιρροή στην περιοχή. Όταν ο Josep Borrell αφήσει το πόστο του ως υπουργός Εξωτερικών της Ισπανίας για να αναλάβει το ρόλο, θα πρέπει να αποδείξει τον "ευρωπαϊσμό” του στα Δυτικά Βαλκάνια. Με το Ηνωμένο Βασίλειο να εγκαταλείπει την ΕΕ -και ως εκ τούτου να μειώνει την επιρροή της στη διπλωματία στην περιοχή- ο Borrell θα υποχρεωθεί να ευθυγραμμιστεί με το Βερολίνο και το Παρίσι στον διάλογο Κοσσυφοπεδίου-Σερβίας.
Για να προκύψουν βιώσιμες λύσεις, οποιαδήποτε συμφωνία μεταξύ Σερβία και Κοσσυφοπεδίου θα πρέπει να περιλαμβάνει τις ευρύτερες πολιτικές πτυχές των καλών σχέσεων γειτονίας. Η δημιουργία ενός κοινού μέλλοντος για τις κοινότητες στο Βόρειο Κοσσυφοπέδιο και στη Νότια Σερβία θα περιλαμβάνουν μια μακροπρόθεσμη εικόνα παρά απλώς μια οριοθέτηση της επικράτειας.
Οι σύνθετες ρυθμίσεις που κρύβονται πίσω από την δημιουργία των περιφερειών της Ισπανίας αποτελούν ένα καλό παράδειγμα για το πώς οι χώρες μπορούν να πετύχουν μια εφαρμόσιμη συμφωνία που ξεπερνά τις εθνικές διαιρέσεις. Υπάρχουν καλά παραδείγματα αυτού στα Δυτικά Βαλκάνια επίσης: η συμφωνία μεταξύ της Βόρειας Μακεδονίας και της Ελλάδας, και αυτή μεταξύ της Βόρειας Μακεδονίας και της Βουλγαρίας, είναι ακριβώς το είδος των πολιτικών χειρονομιών που μαρτυρούν την προθυμία των χωρών να επιλύσουν μακροχρόνιες διαφωνίες. Η προώθηση της πολιτικής βούλησης για να επιτευχθούν τέτοιες συμφωνίες σε κορυφαίο επίπεδο και η βοήθεια προς τους πολίτες για την κατανόησή τους, θα είναι οι βασικοί προβληματισμοί του επόμενου ύπατου εκπροσώπου στα Δυτικά Βαλκάνια.
Και ενώ η ΕΕ επαναπροσδιορίζει τις πολιτικές της στα Δυτικά Βαλκάνια, οι άλλες δυνάμεις ανοίγουν το παιχνίδι τους εκεί. Η περιοχή είναι στο επίκεντρο των προσπαθειών της Κίνας να επεκτείνει την Πρωτοβουλία Ζώνη και Δρόμος στην Ευρώπη, εδώ και αρκετό καιρό. Υπάρχει ορατή κινεζική παρουσία σε κάθε γωνιά της περιοχής σχεδόν. Στο μεταξύ, η στρατιωτική συνεργασία μεταξύ Βελιγραδίου και Μόσχας είναι επίσης σε εξέλιξη -"για την διατήρηση της εδαφικής ακεραιότητας της Σερβίας”, όπως ανακοίνωσε ο Vucic την προηγούμενη εβδομάδα από τη Νις. Η πόλη στη Νότια Σερβία φιλοξενεί το "ρωσο-σερβικό ανθρωπιστικό κέντρο”, το οποίο θεωρείται ευρέως ως πιθανή βάση για τη ρωσική στρατιωτική παρουσία στη Σερβία. Ο Vucic επισκέφθηκε τη Νις για να υποδεχθεί τα δέκα στρατιωτικά οχήματα BRDM-2 στο πλαίσιο της πρώτης φάσης μιας διμερούς συμφωνίας όπλων μεταξύ Σερβίας-Ρωσίας. Τον προηγούμενο Ιούνιο η άσκηση της Σλαβικής Στρατιωτικής Αδερφότητας -η οποία περιλαμβάνει στρατεύματα ελίτ από τη Λευκορωσία, τη Ρωσία και τη Σερβία- έλαβε χώρα στη Βόρεια Σερβία.
Η ΕΕ δεν θα πρέπει να περιμένει πολύ προτού κινηθεί προς μια πιο πρακτική προσέγγιση των οικονομικών, μεταναστευτικών καθώς και των ζητημάτων ασφαλείας στα Δυτικά Βαλκάνια. Καθώς αναπροσαρμόζει τα μέσα πολιτικής της και την λογική, η ΕΕ θα πρέπει να καταστήσει σαφές ότι τα κράτη των Δυτικών Βαλκανίων θα πρέπει να δρουν υπεύθυνα. Η πολιτική τους ωριμότητα και οι επιλογές, και όχι οι απαιτούμενες προϋποθέσεις που χαρακτηρίζουν τη διαδικασία ένταξης, θα θέσουν τον τόνο της σχέσης τους με την ΕΕ περισσότερο από ό,τι το έχουν κάνει τις τελευταίες δεκαετίες.
Capital