Ἐνδιαφέρουσα εἶναι καὶ ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἀββᾶ ποιμένα σὲ σχετικὴ ἐρώτηση ἑνὸς μοναχοῦ: «Πίστη εἶναι νὰ ζεῖ κάποιος μὲ ταπεινοφροσύνη καὶ νὰ κάνει ἔλεος».
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος παρομοιάζει τὴν πίστη μὲ τὸ φτερὸ τῆς προσευχῆς καὶ διευκρινίζει ὅτι «εἶναι ἡ ἀδίστακτη στάση τῆς ψυχῆς, ποὺ δὲν κλονίζεται ἀπὸ καμία ἐναντιότητα. Πιστὸς εἶναι ὄχι ἐκεῖνος ποὺ ἔχει τὴ γνώμη ὅτι ὅλα εἶναι δυνατὰ στὸ Θεό, ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ πιστεύει ὅτι θὰ τὰ ἐπιτύχει ὅλα (ὅσα ζητεῖ ἀπὸ τὸν Θεόν)».
Αὐτὰ ποὺ πιστεύουμε εἶναι λόγια καὶ ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ, γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι ἀξιόπιστα. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέει ὅτι πίστη εἶναι «ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων». Καὶ ὁ Π.Ν. Τρεμπέλας ἑρμηνεύει τὸ λόγο τοῦ Παύλου ὡς ἑξῆς: «Πίστη σημαίνει ὕπαρξη καὶ βεβαιότητα γιὰ πράγματα ποὺ ἐλπίζουμε. Αὐτὰ βέβαια τώρα δὲν ὑπάρχουν γιά μᾶς, ἀλλὰ ἡ πίστη τὰ κάνει στὴν ψυχὴ τοῦ πιστοῦ χειροπιαστά, σὰν νὰ ὑπῆρχαν ἀπὸ τώρα. Πίστη σημαίνει ἀκόμη ἀπόδειξη καὶ σιγουριὰ γιὰ πράγματα ποὺ δὲν μποροῦν νὰ δοῦν τὰ σωματικά μας μάτια, ἀλλὰ ἡ πίστη δίνει γι’ αὐτὰ τέτοια πληροφορία στὸν πιστό, σὰν νὰ τὰ ἔβλεπε καὶ νὰ τὰ ἀντιλαμβανόταν μὲ τὶς σωματικὲς αἰσθήσεις».
Ἡ πίστη δὲν συμβαδίζει πάντα μὲ τὴ λογική. Εἶναι ὑπέρλογη καὶ αὐτὰ ποὺ ἐμφανίζει ἡ πίστη καὶ θεωροῦνται ἀδύνατα, μὲ τὴ δύναμη ὅμως τοῦ Θεοῦ ὅλα εἶναι δυνατὸν νὰ γίνουν. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἐπίσης ἀναφέρει ὅτι «οἱ πνευματικὲς ἀλήθειες χρειάζονται πίστη καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ τὶς κατανοήσει κανείς, ὅταν ἀναπτύσσονται μὲ λόγια, γιατί τὸ ὕψος τους ὑπερβαίνει πολὺ τὴν εὐτέλεια τῆς διάνοιάς μας».