Γράφει ἡ Μαρία Κορνάρου
Τὸ θαυμαστὸ γεγονὸς τῶν Χριστουγέννων, ἡ ἐνσάρκωση τοῦ Θείου Λόγου, προκαλεῖ δέος στὶς ψυχές. Τόσο μεγάλο μάλιστα δέος, ποὺ πολλοί, ἀναλογιζόμενοι τὸ μέγεθος ἑνὸς τέτοιου γεγονότος, καταφεύγουν στὴ λοιδορία τῆς χριστιανικῆς θρησκείας, καὶ τὴν ἀπορρίπτουν.
Ὅσοι ἔχουμε τὴ σύνεση νὰ μὴν καταφρονήσουμε ἀμέσως αὐτὸ ποὺ τὸ μέγεθός του ἀγγίζει τὸ ἀσύλληπτο καὶ οἱ συνέπειές του τὸ ἀπίστευτο, ἀλλὰ πιστεύουμε ὅτι «πάντα γὰρ δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστί», ποθοῦμε νὰ πλησιάσουμε πιὸ κοντὰ στὸ φλέγον καὶ φωτεινὸ μυστήριο τῆς θείας οἰκονομίας. Ἀπὸ τὸ λίγο ὅμως ποὺ περιεργαζόμαστε τί σημαίνει ὅτι ὁ Θεὸς γίνεται ἄνθρωπος –ἂς κοιτάξουμε γιὰ λίγο τὶς ἁγιογραφίες τοῦ ναοῦ μας, γιὰ νὰ δοῦμε μὲ τὰ μάτια τοῦ σώματος ὅσο γίνεται, τὸ νήπιο ποὺ ἦταν ὁ Θεός, ἢ ἂς θυμηθοῦμε στὴν θεῖα Κοινωνία, μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς, πῶς μὲ τὴν ἐνσάρκωση τοῦ Θεοῦ βρέθηκε Ἐκεῖνος ἐν σαρκὶ στὸ Ἅγιο Δισκοπότηρο– ὅσο λοιπὸν τὰ ἐξετάζουμε ὅλα αὐτά, τόσο μᾶς πιάνει, ἂν πιστεύουμε, ἕνας ἴλιγγος, γιατὶ ὅσο ἐξετάζουμε τὴ σάρκωση, τόσο πλησιάζουμε καὶ στὸ ὕψος τοῦ Θεοῦ, ἀπ’τὸ ὁποῖο καὶ κατέβηκε γιὰ νὰ περπατήσει μὲ τοὺς ἀνθρώπους.
Δὲν χρειάζεται νὰ γίνουμε ὅλοι ὅπως οἱ ἅγιοι, ποὺ κεκαθαρμένοι ἀπὸ τὴν κακία καὶ ἀσθένεια τῆς ἀνθρώπινης φύσεως μποροῦσαν ἄφοβα νὰ εἰσδύσουν νοητικῶς στὰ μυστήρια τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως. Ὁ Θεὸς προνοεῖ καὶ γιὰ ἐμᾶς, τοὺς πνευματικὰ ἀδύνατους. Πλησιάζοντας στὴν γιορτὴ τῶν Χριστουγέννων, πανηγυρικὰ ἡ Ἐκκλησία μας διακηρύττει ὅτι «Χριστὸς γεννᾶται». Ἔτσι εὐαρέστησε τὸν Θεό, νὰ σώσει τοὺς ἀνθρώπους. Ἡ μνήμη τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων μᾶς θυμίζει ὄχι μόνο ὅτι ὁ Χριστὸς γεννήθηκε, ἀλλὰ καὶ ὅτι αὐτὸ ἔγινε ἐν τῷ χρόνῳ, δηλαδή, ὑπῆρχε καὶ χρόνος κατὰ τὸν ὁποῖο ὁ Χριστὸς δὲν εἶχε ἀκόμη γεννηθεῖ. Ὁ Χριστὸς γεννήθηκε, καὶ αὐτὸ ἔγινε μὲ τὴν δική Του προαίρεση, δηλαδή, θὰ μποροῦσε καὶ νὰ μὴν εἶχε γεννηθεῖ. Ἡ σωτηρία μας δὲν ἦταν ὀφειλὴ ποὺ εἰσπράξαμε δικαιωματικά μὲ τὴν θεῖα γέννηση, ἀλλὰ θεῖο δῶρο προερχόμενο ἀπὸ τὴν ἀκατανόητη καὶ ἀστείρευτη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸ πλᾶσμα Του. Καθὼς λοιπὸν ἔρχονται τὰ Χριστούγεννα, μποροῦμε νὰ φανταστοῦμε δύο κόσμους: ἕναν κόσμο, ὅπου ὁ Χριστὸς δὲν εἶχε ἀκόμη γεννηθεῖ. Κι ἄλλον ἕνα, ἀκόμη πιὸ δριμύ: ἕναν κόσμο, ὅπου ὁ Χριστὸς ποτὲ δὲν γεννήθηκε.
Τί θὰ ἦταν ἡ ζωή μας χωρὶς τὸν Χριστό; Ποῦ θὰ ἀκουμπούσαμε; Ἤμασταν ξεσπιτωμένοι, καὶ στὴ φάτνη ἄνοιξε ἕνα σπίτι γιὰ νὰ μᾶς χωρέσει. Ἤμασταν γυμνοί, καὶ ὁ Χριστὸς ἐνδεδυμένος τὴν ἀνθρώπινη φύση, μοιράστηκε μαζί μας τὸν χιτῶνα τῆς ἀφθαρσίας. Ἤμασταν ἄσχημοι καὶ γερασμένοι μέσα κι ἔξω, ὅμως ὁ Χριστὸς μᾶς ἔντυσε μὲ τὴ δική Του δόξα. Ὅσοι παραδέχονται πὼς εἶναι ὀρφανοί, καὶ δὲν θέλουν ἄλλο τὴν ἀλητεία καὶ τὴν ἄσκοπη ζωὴ τοῦ περιπλανώμενου, δέχονται μὲ δοξολογία τὴν θεῖα υἱοθεσία.
Μὲ τὴν σάρκωση τοῦ Χριστοῦ, οἱ δίκαιοι βρίσκουν ἕναν τόπο ἀπέραντο καὶ ἀπροσπέλαστο, ὅπου κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ τοὺς κυνηγήσει γιὰ τὴν δικαιοσύνη τους σ’ αὐτὸ τὸν κόσμο. Οἱ θλιμμένοι βρίσκουν μία ἀπόδειξη χαρᾶς, κι ὅσοι ἦταν ἤδη χαρούμενοι, κατανοοῦν γιατὶ νά’ ναι κανεὶς θλιμμένος, ὅταν ἀναλογίζονται τὸν κόσμο χωρὶς τὸν Χριστό. Οἱ κουρασμένοι ἀπὸ τὴν ζωὴ βρίσκουν ἀνάπαυση, γιατὶ ἦλθε πιὰ στὸν κόσμο ὁ ἄλλος Κυρηναῖος ποὺ τοὺς βαστάζει τὸν Σταυρό. Οἱ ἀπογοητευμένοι ἀπὸ τὶς κούφιες ὑποσχέσεις τῆς πρόσκαιρης ζωῆς, βρίσκουν στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ τὴν πανηγυρικὴ ἐπιβεβαίωση καὶ συνάμα τὸ ὁριστικὸ τέλος τῶν ἐνστάσεών τους. Τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ καὶ οἱ ἀλώπεκες τοῦ δάσους, τὸ ἀνεμοδαρμένο κυπαρίσσι καὶ οἱ ταπεινὲς μαργαρίτες, ὅλα τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ καὶ οἱ πλανῆτες καὶ σύμπασα ἡ κτήσις μὲ τοῦς ἀγγέλους καὶ τοὺς στρατάρχες τους, ὅλα συγκεντρώνονται γιὰ νὰ δοξάσουν τὸν Βασιλέα τῶν ὅλων. Κι οἱ ἄνθρωποι, ὅσοι τ’ ἀναζητοῦσαν, ἔχουν τώρα βρεῖ καταφύγιο.
Ἔτσι ἀναλογιζόμενοι, ἡ θεῖα ἐνανθρώπηση γίνεται ἁπλὴ στὴ σκέψη, γίνεται οἰκεία καὶ γνώριμη παράσταση, σὰν τὸν δρόμο ποὺ περνᾶ ἔξω ἀπ’τὸ σπίτι μας. Γιατὶ μᾶς εἶναι οἰκεῖος