Οι σύμμαχοί μας διαχρονικά
Του Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου
Με την ευκαιρία της 201ης επετείου από την έναρξη του Αγώνα της Παλιγγενεσίας και των εκατό ετών από την τραγωδία της γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας είναι διδακτικό να γνωρίζουμε τη διαχρονική σχέση της Ελλάδας με τις μεγάλες δυνάμεις της κάθε εποχής.
Κατά την Επανάσταση του 1821 οι τρεις συμμαχικές δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία) θέλανε μιαν Ελλάδα μικρή και εξαρτημένη από τον Σουλτάνο και από αυτές. Ο Καποδίστριας αγωνίστηκε και πέτυχε να επεκτείνει τα ορισμένα από τους συμμάχους σύνορα της Ελλάδος και να είναι ανεξάρτητη από τον Σουλτάνο. Η αξιοπρέπεια που έδειξε έναντι των ισχυρών της τότε εποχής και η αντίστασή του προς τα σχέδιά τους τον έφεραν σε σύγκρουση μαζί τους. Και αυτοί τον εξουδετέρωσαν... Με την βοήθεια Ελλήνων επέβαλαν ηγεμόνα αλλοεθνή και αλλόδοξο σε ένα αυταρχικό καθεστώς. Οι τότε προσπάθειες των Σαμίων και των Κρητών να περιληφθούν στην ελεύθερη Ελλάδα πνίγηκαν με τη βία.
Οι Σύμμαχοι ήθελαν μιαν αδύναμη χριστιανική Ελλάδα και μιαν ισχυρή μουσουλμανική Τουρκία. Αυτά από τον 18ο αιώνα. Γράφει ο Αρχιεπίσκοπος Σλαβινίου και Χερσώνος Ευγένιος Βούλγαρης στους «Στοχασμούς» του το 1771, ότι οι Γραικοί παίρνουν το μέρος των Χριστιανών Βασιλέων, κάθε φορά που αυτοί κάμουν πολέμους εναντίον των Οθωμανών για τρεις λόγους: Πρώτον από την θλίψη και την αγανάκτησή τους από τη βαριά και ανυπόφορη τυραννία, δεύτερον από την ελπίδα αποκαταστάσεως της ελευθερίας του Γένους και τρίτον από την ζέση της πίστης τους στον Χριστό. Αλλά, ο Βούλγαρης σημειώνει, οι Γραικοί βλέπουν ότι δεν πρέπει να ελπίσουν στο εξής να δουν βοήθεια για την ελευθερία τους: «Επειδή τώρα (Σημ. μετά τους ρωσοτουρκικούς πολέμους) έφεξε στους Έλληνες μια ελπίδα οι Δυνάμεις της Ευρώπης αντί να προθυμοποιηθούν και να απλώσουν σε αυτούς χέρι βοηθείας και να τους ελευθερώσουν, φάνηκαν τρόπον τινά ζηλότυποι στην ελευθερία τους. Και όποιο χέρι απλώθηκε να τους ελευθερώσει, το εμπόδισαν...».
Η έναντι της Τουρκίας συμπεριφορά των χριστιανικών συμμαχικών δυνάμεων κάνει τους ηγεμόνες της, από τους Σουλτάνους έως τον Ερντογκάν, να σκέπτονται, όπως γράφει με θαυμαστή ακρίβεια ο Βούλγαρης: «Τα χρησμολογήματα του Μωάμεθ πληροφορούν τους Τούρκους ότι αυτοί είναι το έθνος το θεοφιλές και εκλεκτό. Το μόνο έθνος, το οποίο ο Θεός διόρισε να κυβερνήσει όλο τον κόσμο και...δεν είναι δυνατό να καταργηθεί έστω και αν συμφωνήσουν όλες οι δυνάμεις των βασιλίσκων της Ευρώπης....Το βασίλειό τους θα μείνει ακέραιο έως το τέλος του αιώνος, θα απολαύσει δόξα και δύναμη και θα υποτάξει όλους τους χριστιανούς. Ως Τούρκοι πρεσβεύουν το δόγμα ότι υπάρχει μια ισχυρή ειμαρμένη, η οποία κρατάει δεμένους τους Χριστιανούς Βασιλείς, τους σφίγγει και τους κρατά στα όριά τους....Ως Τούρκοι είναι εκ συστήματος άσπονδοι εχθροί του Χριστιανισμού...».
Πιο αυστηρός προς τους Ευρωπαίους συμμάχους είναι ο Γάλλος πολιτικός και ιστορικός Εντουάρ Μπινιόν. Το 1823 κυκλοφόρησε το έργο του «Οι κυβερνήσεις και οι λαοί από το 1815 έως το τέλος του 1822». Το βιβλίο μεταφράστηκε στα ελληνικά από τον ιστορικό και πρωθυπουργό επί κυβερνήτου Καποδίστρια Νικολάου Σπηλιάδη. Στο βιβλίο αυτό ο Μπινιόν χαρακτηρίζει την έναντι της Ελλάδος πολιτική της Αγγλίας και της Αυστρίας «επονείδιστη», επειδή ευνοούσαν τον όλεθρο της Ελλάδος. Ο Μπινιόν διερωτάται μήπως για τις χριστιανικές δυνάμεις της Δύσης ισχύει εκείνο που έγραψε ο Πετράρχης το 1354: «Οι Τούρκοι είναι βέβαια εχθροί. Αλλά οι Έλληνες είναι αιρετικοί και γι’ αυτό χειρότεροι από τους εχθρούς. Επομένως είναι προτιμότερο να κατέχουν τα εδάφη οι Τούρκοι, παρά να τα ελευθερώσουμε για τους Έλληνες...». (Περισσότερα για το θέμα εις βιβλίο Γ.Ν.Παπαθανασόπουλου «Κιβωτός πατριδογνωσίας – Μορφές του 1821», Εκδ. Τήνος, Αθήνα, 2021).
Εκατό χρόνια μετά την απελευθέρωσή τους οι Έλληνες, σε συνεννόηση με τους στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο συμμάχους τους, απελευθερώνουν μέρος των Ελλήνων στη Μικρά Ασία. Τα όσα συνέβησαν εκεί περιγράφει γλαφυρά ο Χρ. Εμ. Αγγελομάτης στον πρόλογο της α΄ έκδοσης του εξαιρετικού βιβλίου – συγγράμματός του «Χρονικόν μεγάλης τραγωδίας (Το έπος της Μικράς Ασίας), Βρ. Ακαδημίας Αθηνών, Έκδ. Βιβλ. Εστίας, 1962):
« Ο ελληνικός στρατός δεν ηττήθη εις την Μικρασίαν. Ο ελληνικός στρατός έκαμεν ό, τι κανείς άλλος στρατός δεν θα ημπορούσε να κάμη. Έμεινε νικητής επί τρία ολόκληρα χρόνια, μαχόμενος συνεχώς, εναντίον ενός αδιαλείπτως επιτιθεμένου εχθρού, μαχόμενος εναντίον των στερήσεων, των κακουχιών, ανεπαρκώς εφοδιασμένος, ανεπαρκώς τροφοδοτούμενος, ενώ αι σύμμαχοι χριστιανικαί Δυνάμεις με κάθε τρόπον και εις κάθε ώραν εφωδίαζαν τον αντίπαλόν του. Εις το τέλος, όταν κάθε προσπάθεια κατεβλήθη από τα χριστιανικάς δυνάμεις να τον πείσουν ότι δεν επρόκειτο να μείνη εις την Μικρασίαν, όταν με κάθε μέσον ενίσχυσαν τους τούρκους, συναγωνιζόμενοι εις τουρκοφιλίαν, όταν η ελληνική διχόνοια, εβοήθησε και αυτή τον εχθρόν, εις ίσην μοίραν που τον εβοήθησαν αι χριστιανικαί δυνάμεις, τότε έφθασε και το τέλος της ελληνικής Μικρασίας. Όμως ο ελληνικός στρατός δεν ενικήθη. Έφθασεν εις ένα είδος απεργίας, διότι απηλπίσθη από τους πάντας και τα πάντα και διότι επίστευσεν εις τα λόγια της προπαγάνδας».
Στο βιβλίο τους «Μικρασιατική καταστροφή – 50 ερωτήματα και απαντήσεις» (Εκδ. Πατάκη), οι καθηγητές Άγγελος Συρίγος και Ευάνθης Χατζηβασιλείου κάνουν συγκεκριμένη την έναντι των Ελλήνων στάση των συμμάχων τους κατά τη Μικρασιατική εκστρατεία. Για τη συμπεριφορά των Γάλλων αναφέρουν ότι ήσαν οι πρώτοι που άρχισαν επαφές με τον Κεμάλ και τον Μάιο του 1920 υπέγραψαν μαζί του συμφωνία, με την οποία αναγνώριζαν ντε φάκτο την κεμαλική κυβέρνηση και έδωσαν τον βαρύ γαλλικό οπλισμό στα κεμαλικά στρατεύματα, «παραβιάζοντας τις στοιχειώδεις αρχές συμμαχικών υποχρεώσεων έναντι της Ελλάδος».
Ως προς τους Ιταλούς οι δύο καθηγητές σημειώνουν ότι «υιοθέτησαν εντελώς ανθελληνική στάση, επιτρέποντας στο κίνημα του Κεμάλ να στρατολογεί άνδρες και να συγκροτεί μονάδες στα εδάφη της Μικράς Ασίας που κατείχαν». Παράλληλα, από τον Οκτώβριο του 1921 γαλλικά και ιταλικά πλοία άρχισαν να μεταφέρουν στα λιμάνια της Μερσίνας και της Αττάλειας, που προστατεύονταν από τη Γαλλία και την Ιταλία αντιστοίχως, πολεμικό υλικό προς τον Κεμάλ.
Ως προς τους Βρετανούς στο βιβλίο τους οι κ.κ. Συρίγος και Χατζηβασιλείου επισημαίνουν ότι το Λονδίνο προέκρινε τη λύση του ειρηνικού διακανονισμού με τους Τούρκους, εις βάρος της διευθετήσεως των Σεβρών και κατ’ επέκταση εις βάρος των ελληνικών συμφερόντων. Και επιλέγουν ότι η Βρετανία έδωσε μιαν άτυπη υποστήριξη στην ελληνική πλευρά, χωρίς αυτή να συνοδεύεται με ουσιαστική και, κυρίως, στρατιωτική βοήθεια.
Συμπερασματικά, στα διακόσια περίπου χρόνια ελευθέρου βίου εξακολουθούν να δεσπόζουν στην Ελλάδα η μεταξύ μας εθνοκτόνα διχόνοια, το δυσβάσταχτο χρέος από δάνεια και η ανεύθυνη εναπόθεση στους συμμάχους μας ελπίδων, που συνήθως δεν υλοποιούνται.-