ΜΕΓΑΛΗ ΔΕΥΤΕΡΑ: Ο ΕΦΗΣΥΧΑΣΜΟΣ ΜΑΣ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟΝ ΝΥΜΦΙΟ ΠΟΥ ΕΡΧΕΤΑΙ «ΕΝ ΤΩ ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΝΥΚΤΟΣ»
«Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός». Στἠν σιγαλιά τοῦ βραδιοῦ, ἐκεῖ πού οἱ αἰσθήσεις ἡσυχάζουν ἀπό τήν τύρβη τῆς ἡμέρας καί ἀδρανοποιοῦνται οἱ ἀνθρώπινες δυνάμεις καί γλυκός ἔρχεται ὁ ὕπνος «πρὸς ἀνάπαυσιν τῆς ἡμετέρας σαρκός», γίνεται ἡ ἀπρόσμενη ἐπίσκεψη τοῦ Νυμφίου.
Τὀ ὅλο τροπάριο παραπέμπει στήν σχετική καινοδιαθηκική περικοπή τῆς Παραβολῆς τῶν δέκα Παρθένων. Ὁ Κύριος μᾶς προειδοποιεῖ καί μᾶς προτρέπει: «Γρηγορεῖτε (=ἀγρυπνεῖτε) οὖν, ὅτι οὐκ οἴδατε ποίᾳ ὥρᾳ ὁ Κύριος ὑμῶν ἔρχεται». Ὁ Κύριος κάνει μία ἀντιδιαστολή μεταξύ τοῦ «μακαρίου δούλου» πού ἐργάζεται φιλότιμα καί φέρεται ἄψογα στούς συνδούλους πού τοῦ ἐμπιστεύτηκε καί ἀπό τήν ἄλλη μᾶς παρουσιάζει το πρότυπο τοῦ «κακοῦ δούλου», πού φέρεται μέ σκληρότητα στούς συνδούλους του. Ὁ πονηρός αὐτός δοῦλος σκέπτεται ὅτι ὁ Κύριός του ἀργεῖ νά ἔλθει («χρονίζει») καί τό ρίχνει στό φαγητό καί τό ποτό μαζί μέ αὐτούς πού μεθοῦν. Ὁ Κύριος ὅμως θά ἔλθει σέ ὥρα πού ἐκεῖνος ἀγνοεῖ καί θά τόν τιμωρήσει τοποθετώντας τον στό μέρος τῆς τιμωρίας τῶν ὑποκριτῶν, ὅπου θά κλαίει καί θά τρίζουν τά δόντια του.
Ὁ ἐφησυχασμός, ἡ ἀδράνεια, ἡ κραιπάλη, ἡ ἀδιαφορία γιά τόν συνάνθρωπο, ὁ ἄκρατος ἀτομισμός, οἱ ἰδιοτελεῖς σκέψεις καί συμπεριφορές, νά οἱ καταστάσεις καί οἱ τακτικές πού μᾶς βγάζουν «ἔξω τοῦ νυμφῶνος Χριστοῦ».
Ὁ ἐφησυχασμός, ἡ ἀδράνεια, ἡ κραιπάλη, ἡ ἀδιαφορία γιά τόν συνάνθρωπο, ὁ ἄκρατος ἀτομισμός, οἱ ἰδιοτελεῖς σκέψεις καί συμπεριφορές, νά οἱ καταστάσεις καί οἱ τακτικές πού μᾶς βγάζουν «ἔξω τοῦ νυμφῶνος Χριστοῦ».
Ὅπως, ὅταν ὁ καθηγητής πού βάζει ἀπροειδοποίητο πρόχειρο διαγώνισμα, βλέπει ποιοί μαθητές ἐργάσθηκαν φιλότιμα καί ἀπέδωσαν καί ποιοί τεμπέλιασαν καί τό ἔριξαν ἔξω, ἔτσι καί ὁ Κύριος θά μᾶς τεστάρει. Θά μᾶς περάσει ἀπό τήν πνευματική κρισάρα ἀπροειδοποίητα καί ἀνάλογα θά μᾶς κατατάξει. Σέ αὐτήν τήν ζωή μας ἀνέχεται, περιμένει τή διόρθωσή μας, μᾶς δίνει πολλές εὐκαιρίες μετάνοιας καί διορθώσεως τῆς συμπεριφορᾶς μας. Ἐπειδή ὅμως ὑπάρχει ὁ κίνδυνος τῆς πνευματικῆς ἀδράνειας, γι᾽αὐτό καί ἡ ὥρα τοῦ θανάτου τοῦ καθενός ἀπό ἐμᾶς εἶναι ἄγνωστη.
Ἡ πνευματική ἀγρύπνια ἔχει κόπο, κόστος σωματικό, θυσία. Ἔχει ὅμως καί πλούσιους καρπούς. Ὁ κίνδυνος εἶναι νά πάρουμε τήν παροῦσα ζωή ὡς μόνιμη κατάσταση,νά ἐπιδοθοῦμε στήν ἀπόλαυση τῶν πρόσκαιρων ἡδονῶν, νά ξεχάσουμε τόν συνάνθρωπο ἀπό τόν ὁποῖο κρίνεται ὡς ἕνα βαθμό καί ἡ σωτηρία μας καί ναρκωμένοι νά παραδοθοῦμε στόν ὀλέθριο ὕπνο τῆς καλοπέρασης.
Ὁ δοῦλος πού ἐργάζεται φιλότιμα ὀνομάζεται μακάριος, εὐτυχής. Ἄνθρωπος πού βαδίζει σύμφωνα μέ τίς ἐντολές τοῦ Κυρίου καί ὄχι σύμφωνα μέ τά ἁμαρτωλά θελήματα τῆς καρδιᾶς του. Ἄνθρωπος πού ὑπακούει στό θεῖο νόμο καί δέν ανακαλύπτει δικό του νόμο καί φιλοσοφίες ζωῆς. Ἄνθρωπος ταπεινός, πού ἀναφέρει ὅλη του τη ζωή στόν ἀρχηγό τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου.
Μέσα στό χαμηλό κατανυκτικό φῶς τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, ὁ πιστός ἀσπάζεται τμέ εὐλάβεια καί δέος τήν εἰκόνα τοῦ Νυμφίου Χριστοῦ, συγκινεῖται ἀπό τό θεῖο πάθος καί τή θεϊκή συγκατάβαση, μαλακώνει ἡ καρδιά του πού ἔχει σκληρυνθεῖ καί ἔχει πωρωθεῖ ἀπό τόν κοσμικό τρόπο ζωῆς. Ἀρχίζει νά ἔχει τήν καλή ἀνησυχία. Ἔρχεται εἰς ἑαυτόν. Συνειδητοποιεῖ ὅτι μέχρι τώρα τρεφόταν μέ τά ξυλοκέρατα τῆς πικρῆς ἁμαρτίας. Αρχίζει νά καλλιεργεῖ μέσα του τόν φόβο τοῦ Θεοῦ, κάνει ἕναν αὐτοέλεγχο τῆς κατάστασής του καί μέ δειλά βήματα στήν ἀρχή, πού στή συνέχεια γίνονται πιό ἀποφασιστικά καί σταθεροποιοῦνται, ἐπιζητεῖ μιά εἰλικρινή σχέση μέ τόν ἀγαπημένο του ᾽Ιησοῦ, τόν Νυμφίο τῆς ψυχῆς του.
Ἐδῶ δέν χωροῦν δικανικά σχήματα, ἠθικολογικοῦ τύπου, ἐπιταγές καί στεῖρο τυπολατρικό πνεῦμα. Στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας οἰκοδομοῦνται μόνο σχέσεις ἐμπιστοσύνης καί ἀγάπης. Μόνο μιά τέτοια σχέση εἶναι ἱκανή νά μᾶς κάνει νά νά «γρηγοροῦμε» καί νά θυσιάζουμε τό ἐγώ μας. Μόνο μιά τέτοια σχέση εἶναι ἱκανή νά μᾶς εἰσάγει στόν νυμφικό θάλαμο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Ἡ πνευματική ἀγρύπνια ἔχει κόπο, κόστος σωματικό, θυσία. Ἔχει ὅμως καί πλούσιους καρπούς. Ὁ κίνδυνος εἶναι νά πάρουμε τήν παροῦσα ζωή ὡς μόνιμη κατάσταση,νά ἐπιδοθοῦμε στήν ἀπόλαυση τῶν πρόσκαιρων ἡδονῶν, νά ξεχάσουμε τόν συνάνθρωπο ἀπό τόν ὁποῖο κρίνεται ὡς ἕνα βαθμό καί ἡ σωτηρία μας καί ναρκωμένοι νά παραδοθοῦμε στόν ὀλέθριο ὕπνο τῆς καλοπέρασης.
Ὁ δοῦλος πού ἐργάζεται φιλότιμα ὀνομάζεται μακάριος, εὐτυχής. Ἄνθρωπος πού βαδίζει σύμφωνα μέ τίς ἐντολές τοῦ Κυρίου καί ὄχι σύμφωνα μέ τά ἁμαρτωλά θελήματα τῆς καρδιᾶς του. Ἄνθρωπος πού ὑπακούει στό θεῖο νόμο καί δέν ανακαλύπτει δικό του νόμο καί φιλοσοφίες ζωῆς. Ἄνθρωπος ταπεινός, πού ἀναφέρει ὅλη του τη ζωή στόν ἀρχηγό τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου.
Μέσα στό χαμηλό κατανυκτικό φῶς τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, ὁ πιστός ἀσπάζεται τμέ εὐλάβεια καί δέος τήν εἰκόνα τοῦ Νυμφίου Χριστοῦ, συγκινεῖται ἀπό τό θεῖο πάθος καί τή θεϊκή συγκατάβαση, μαλακώνει ἡ καρδιά του πού ἔχει σκληρυνθεῖ καί ἔχει πωρωθεῖ ἀπό τόν κοσμικό τρόπο ζωῆς. Ἀρχίζει νά ἔχει τήν καλή ἀνησυχία. Ἔρχεται εἰς ἑαυτόν. Συνειδητοποιεῖ ὅτι μέχρι τώρα τρεφόταν μέ τά ξυλοκέρατα τῆς πικρῆς ἁμαρτίας. Αρχίζει νά καλλιεργεῖ μέσα του τόν φόβο τοῦ Θεοῦ, κάνει ἕναν αὐτοέλεγχο τῆς κατάστασής του καί μέ δειλά βήματα στήν ἀρχή, πού στή συνέχεια γίνονται πιό ἀποφασιστικά καί σταθεροποιοῦνται, ἐπιζητεῖ μιά εἰλικρινή σχέση μέ τόν ἀγαπημένο του ᾽Ιησοῦ, τόν Νυμφίο τῆς ψυχῆς του.
Ἐδῶ δέν χωροῦν δικανικά σχήματα, ἠθικολογικοῦ τύπου, ἐπιταγές καί στεῖρο τυπολατρικό πνεῦμα. Στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας οἰκοδομοῦνται μόνο σχέσεις ἐμπιστοσύνης καί ἀγάπης. Μόνο μιά τέτοια σχέση εἶναι ἱκανή νά μᾶς κάνει νά νά «γρηγοροῦμε» καί νά θυσιάζουμε τό ἐγώ μας. Μόνο μιά τέτοια σχέση εἶναι ἱκανή νά μᾶς εἰσάγει στόν νυμφικό θάλαμο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Μεγάλη Δευτέρα (30 Ἀπριλίου 2013)