Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2015

ΤΙΜΗ ΚΑΙ ΔΟΞΑ !!! ΣΤΟΝ ΗΡΩ'Ι'ΚΟ ΦΡΟΥΡΟ ΤΗΣ ΑΚΡΟΠΟΛΗΣ !!! ΤΟΥ 1941













Ο ηρωικός φρουρός που πήδηξε από την Ακρόπολη για να μην κατεβάσει την Ελληνική σημαία!!!


Όταν μπήκαν οι Γερμανοί στην Αθήνα, 27 Απριλίου 1941, η πρώτη τους δουλειά ήταν να στείλουν ένα απόσπασμα υπό τον λοχαγό Γιάκομπι και τον υπολοχαγό Έλσνιτς για να κατεβάσει τη Γαλανόλευκη από τον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης και να… υψώσει τη σβάστικα. Δεξιά ο Παρθενώνας, αριστερά οι Καρυάτιδες.

Από την ελιά της Αθηνάς οι Γερμανοί αντικρύζουν στο ακραίο σημείο τού βράχου της Ακρόπολης που δεσπόζει της πόλης, τη γαλανόλευκη σημαία που θ” αντικατασταθεί από τον αγκυλωτό σταυρό.

Η εθνική Σημαία με το μεγάλο σταυρό στη μέση λάμπει και τα χρώματά της τονίζουν και τονίζονται από τον Παρθενώνα που στέκει αγέρωχος και όμορφος όπως πάντα. Εκεί στην θέση Καλλιθέα, στο ανατολικό σημείο του Ιερού Βράχου ο επικεφαλής του αποσπάσματος ζήτησε από τον εύζωνο που φρουρούσε τη σημαία μας να την κατεβάσει και να την παραδώσει.

Ο απλός αυτός φαντάρος, ο Κωνσταντίνος Κουκίδης (ή Κουκκίδης) όταν στις 8:45 το πρωί έφθασαν μπροστά του οι κατακτητές της χώρας μας και με το δάκτυλο στη σκανδάλη των πολυβόλων τους, τον διέταξαν να κατεβάσει το Εθνικό μας σύμβολο, δεν έδειξε κανένα συναίσθημα. Δεν πρόδωσε την τρικυμία της ψυχής του. Ψυχρός, άτεγκτος και αποφασισμένος… απλά αρνήθηκε! Οι ώρες της περισυλλογής, που μόνος του είχε περάσει δίπλα στην σημαία, τον είχαν οδηγήσει στη μεγάλη απόφαση.

«ΟΧΙ»! Αυτό μονάχα πρόφερε και τίποτε άλλο. Μια απλή λέξη, με πόση όμως τεράστια σημασία και αξία. Η Ελληνική μεγαλοσύνη σε όλη την απλή μεγαλοπρέπειά της κλεισμένη μέσα σε δύο συλλαβές! Ξέρουν απ” αυτά οι Έλληνες… Ο λοχαγός Γιάκομπι διέταξε ένα Γερμανό στρατιώτη να το πράξει.





Ο στρατιώτης την κατέβασε κι αφού με τη βοήθεια ενός συναδέλφου του την δίπλωσε πολύ προσεκτικά, την παρέδωσε στα χέρια του Έλληνα φρουρού. Ο εύζωνας κοίταξε για λίγα δευτερόλεπτα με κατεβασμένο κεφάλι το διπλωμένο γαλανόλευκο πανί πάνω στα χέρια του. Κι ύστερα τυλίχτηκε με τη σημαία, έτρεξε ως την άκρη του Ιερού Βράχου και μπρος στα μάτια των εμβρόντητων Γερμανών ρίχτηκε μ” ένα σάλτο στον γκρεμό, βάφοντας το εθνικό μας σύμβολο με το τίμιο αίμα του.

Οι Γερμανοί σκύβουν πάνω από το κενό: 60 μέτρα πιό κάτω, κείτεται ο Εύζωνας, νεκρός πάνω στόν βράχο, σκεπασμένος με το σάβανο που διάλεξε.

Οι δύο Γερμανοί αξιωματικοί, που είναι επί κεφαλής των εμπροσθοφυλακών, ο αρχηγός ιππικού Γιάκομπι και ο λοχαγός Έλσνιτς τής 6ης ορεινής μεραρχίας, χρησιμοποιούν τον ραδιοφωνικό σταθμό Αθηνών για να στείλουν μήνυμα στον Χίτλερ:

«Μάϊν Φύρερ, στίς 27 Απριλίου, στίς 8 καί 10, εισήλθαμε εις τάς Αθήνας, επί κεφαλής τών πρώτων γερμανικών τμημάτων στρατού, καί στίς 8 καί 45, υψώσαμε τήν σημαία τού Ράϊχ πάνω στήν Ακρόπολη καί στό Δημαρχείο. Χάϊλ, μάϊν Φύρερ».





Η γερμανική στρατιωτική διοίκηση Αθηνών υποχρέωσε την προδοτική κυβέρνηση Τσολάκογλου να δημοσιεύσει στον Τύπο ανακοίνωση, σύμφωνα με την οποία ο φρουρός της σημαίας μας, υπέστη έμφραγμα από την συγκίνηση όταν του ζητήθηκε να την παραδώσει.

Όμως οι στρατιώτες κι οι επικεφαλής του γερμανικού αποσπάσματος είχαν συγκλονιστεί απ” αυτό που είδαν και δεν κράτησαν το στόμα τους κλειστό. Στις 9 Ιουνίου η είδηση δημοσιεύθηκε στην DAILY MAIL με τίτλο: «A Greek carries his flag to the death» (Ένας Έλληνας φέρει την σημαία του έως τον θάνατο).





Η θυσία του Έλληνα στρατιώτη έγινε αιτία να εκδοθεί διαταγή από τον Γερμανό φρούραρχο να υψώνεται και η ελληνική σημαία δίπλα στη γερμανική. Μέχρι πριν από λίγα χρόνια, εκεί στα Αναφιώτικα κάτω από τον Ιερό Βράχο, ζούσαν ακόμα αυτόπτες μάρτυρες, που είδαν το παλληκάρι να γκρεμοτσακίζεται μπροστά στα μάτια τους τυλιγμένο με την Γαλανόλευκη. Και κάθε χρόνο, στο μνημόσυνό του στις 27 Απριλίου, άφηναν τα δάκρυά τους να κυλήσουν στη μνήμη του. Ουδείς ενδιαφέρθηκε ποτέ να καταγράψει τη μαρτυρία τους.


Οι απόψεις διίστανται

Ωστόσο, εδώ θα πρέπει να αναφέρουμε ότι η ιστορία αυτή ίσως και να αγγίζει τα όρια του μύθου και αυτό διότι υπάρχουν πολλές μαρτυρίες και δεδομένα που αμφισβητούν την ύπαρξη του ανθρώπου αυτού του προσώπου και άρα και του γεγονότος.

Ο Δημήτρης Αβραμόπουλος παρευρισκόμενος σε τηλεοπτική εκπομπή της ΕΤ1 στις 26 Απριλίου του 2000 ως δήμαρχος Αθηναίων, παραδέχθηκε πως όσο και εάν έψαξε στοιχεία για τον συγκεκριμένο εύζωνα δεν βρέθηκαν.

Εν τω μεταξύ τα ίδια υποστήριξε και ο εκπρόσωπος της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού (ΔΙΣ) ο οποίος τόνισε πως παρά την εκτεταμένη έρευνα συλλογής στοιχείων για τον Κωνσταντίνο Κουκίδη δεν βρέθηκε τίποτα που να αποδεικνύει την ύπαρξή του. Όπως υποστηρίχθηκε μάλιστα στρατιώτης με αυτό το όνομα δεν βρέθηκε ούτε καν στα στοιχεία του Στρατού.

Από την άλλη πλευρά όμως υπάρχουν μαρτυρίες ανθρώπων οι οποίοι υποστηρίζουν πως το νέο διαδόθηκε γρήγορα στην κατακτημένη Αθήνα και πως ήταν αληθινό. Ο τότε Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος, στα απομνημονεύματά του, αναφέρει ότι:

«Ο Έλλην φρουρός τής Ελληνικής σημαίας επί τής Ακροπόλεως, μή θελήσας νά παραστή μάρτυς τού θλιβερού θεάματος τής αναρτήσεως τής εχθρικής σημαίας, ώρμησεν εκ τής Ακροπόλεως κρημνισθείς καί εφονεύθη. Εκάθησα στό γραφείον μου περίλυπος μέχρι θανάτου καί δακρύων…».

Όπως επίσης στο γεγονός αναφέρεται και η βρετανική εφημερίδα «Daily Mail» σε δημοσίευμα με τίτλο «A Greek carries his flag to the death» (Ένας Έλληνας φέρει την σημαία του έως τον θάνατο) στις 9 Ιουνίου 1941. Στο άρθρο δηλώνεται: «Ο Κώστας Κουκίδης, Έλληνας στρατιώτης ο οποίος φρουρούσε το εθνικό σύμβολο των Ελλήνων πάνω στην Ακρόπολη, τυλιγμένος με την Γαλανόλευκη, εφόρμησε στο κενό και αυτοκτόνησε (27/4/1941)».

Επίσης και ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του Cambridge, Νίκολας Χάμοντ και αξιωματικός Ειδικών Επιχειρήσεων Καΐρου στην Ελλάδα κατά την Κατοχή, αναφέρει πως:

«Την 27ην Απριλίου 1941, λίγο προτού χαράξει, όλα ήσαν κλειστά. Τότε έμαθα ότι οι Γερμανοί διέταξαν τον φρουρό τής Ακροπόλεως να κατεβάσει το ελληνικό σύμβολο. Πράγματι, εκείνος την υπέστειλε. Τυλίχθηκε με αυτήν και αυτοκτόνησε, πέφτοντας από τον βράχο…».

Η αλήθεια είναι πως ακόμη δεν έχει αποδειχθεί και ίσως δεν θα αποδειχθεί ποτέ η ύπαρξη του Κωνσταντίνου Κουκίδη. Όπως και να έχει, η πίστη στο εάν υπήρξε ο εύζωνας αυτός ή όχι επαφίεται στον αναγνώστη της Ιστορίας.