Εἶπε καὶ αὐτοῦ τὴν ἄφησε κι ἐπῆγε στὲς φυσοῦνες,
στὸ πῦρ τὲς στρέφει καὶ γοργὰ νὰ ἐργάζωνται προστάζει.
Φυσοῦνες εἴκοσι φυσοῦν στὲς κάψες τους καὶ βγάζουν
εὐκολοφύσητην πνοὴν σφοδρὴν ἢ μετρημένην,
πότε μὲ βιὰ πότε σιγὰ νὰ ὑπηρετοῦν, ὡς θέλει
ὁ ῞Ηφαιστος, ὥστ’ εὔκολα τὸ ἔργον νὰ τελειώση·
σκληρὸν χαλκόν, κασσίτερον, πολύτιμο χρυσάφι
καὶ ἀσήμι βάζει στὴν φωτιὰ, κατόπιν μέγ’ ἀμόνι
εἰς τὸν κορμὸν τοποθετεῖ καὶ στὸ δεξί του χέρι
σφύραν ἀδράχνει δυνατήν, καὶ τὸ διλάβι στ’ ἄλλο.
Κι ἔπλασε, πρῷτα δυνατὴν ἀσπίδα καὶ μεγάλην
ὅλην μὲ τέχνην καὶ τριπλὸν λαμπρὸν τριγύρω κύκλον˙
μὲ πέντε δίπλες ἔγινεν ἡ ἀσπίδα καὶ σ’ ἐκείνην
λογιῶν εἰκόνες ἔπλαθε μὲ τὴν σοφήν του γνῶσιν.
Τὴν γῆν αὐτοῦ, τὸν οὐρανὸν, τὴν θάλασσαν μορφώνει
τὸν ἥλιον τὸν ἀκούραστον, γεμάτο τὸ φεγγάρι,
τ’ ἀστέρια ὁποὺ τὸν οὐρανὸν ὁλοῦθε στεφανώνουν,
τὴν δύναμιν τοῦ ᾽Ωρίωνος, ῾Υάδες, Πληιάδες
τὴν Ἄρκτον, ποὺ καὶ Ἅμαξαν καλοῦν, καὶ αὐτοῦ γυρίζει
πάντοτε, τὸν ᾽Ωρίωνα ἀσάλευτα τηρώντας.
Ἡ μόνη ποὺ τ’ ᾽Ωκεανοῦ τὸ λοῦσμα δὲν γνωρίζει.
Δύο κατόπιν ἔκαμεν ἀνθρώπων πολιτεῖες
καλές. Στὴν μίαν γίνονταν τοῦ γάμου χαροκόπι·
νυφάδες ἀπ’ τὰ γονικὰ συνώδευαν στὴν πόλιν
μὲ τὰ δαδιὰ καὶ ἀλαλαγμὸς σηκώνετο ὑμεναίου˙
καὶ ἀγόρια κεῖ στριφογυρνοῦν εἰς τὸν χορὸν τεχνίτες,
αὐλοί, κιθάρες ἀντηχοῦν στὴν μέσην καὶ οἱ γυναῖκες
ὁλόρθες εἰς τὰ πρόθυρα θωροῦσαν κι ἐθαυμάζαν.
Κι ἦταν λαοῦ συνάθροισις στὴν ἀγοράν, ποὺ δύο
φιλονικοῦσαν ἄνθρωποι γιὰ πρόστιμο ἑνὸς φόνου.
Ὁ ἕνας ποὺ ὅλα ἐπλήρωσεν ἐκήρυττε στὰ πλήθη,
ὁ ἄλλος ὁποὺ τίποτε δὲν ἔλαβε· καὶ οἱ δύο
ἐμπρὸς ἠθέλαν στὸν κριτὴν τὸ πράγμα νὰ τελειώση.
Τοῦ ἑνὸς καὶ τ’ ἄλλου μὲ φωνὲς τὰ πλήθη ἐπαῖρναν μέρος·
οἱ κήρυκες τὰ ἡσύχαζαν˙ καὶ μὲς στὸν ἅγιον κύκλον
στὰ σκαλισμένα μάρμαρα ἐκάθισαν οἱ γέροι,
καὶ ἀπὸ τὰ χέρια λάμβαναν τῶν λιγυρῶν κηρύκων
τὰ σκῆπτρα κι ἐσηκώνονταν κι ἐδίκαζε καθένας.
Βαλμένα ἦσαν στὴν μέσην τους δυὸ τάλαντα χρυσάφι
γι’ αὐτὸν ποὺ δικαιότερα τὴν κρίσιν του προφέρη.
Τὴν ἄλλην πόλιν ἔζωναν δύο στρατοὶ τριγύρω
ποὺ στ’ ἄρματά τους ἔλαμπαν· καὶ δύο γνῶμες εἶχαν,
νὰ τὴν χαλάσουν παντελῶς ἢ τὰ μισὰ νὰ λάβουν
ἀπ’ ὅσα κτήματα ἡ λαμπρὴ χωροῦσε πολιτεία·
ἐκεῖνοι δὲν ἐπείθοντο καὶ κρύφια γιὰ καρτέρι
ὁπλίζονταν· ἐφύλαγαν τὸ τεῖχος οἱ γυναῖκες
μὲ ὅλα τ’ ἀνήλικα παιδιὰ καὶ οἱ γέροντες μαζί τους.
Κι ἐκεῖνοι ἐβγαῖναν ἡ Ἀθηνᾶ καὶ ὁ Ἄρης ἀρχηγοί τους
χρυσοὶ καὶ οἱ δύο μὲ χρυσὰ τὰ ἐνδύματα, μεγάλοι,
ὄμορφοι, ὡσὰν ἀθάνατοι, μὲ τ’ ἄρματα καὶ πέρα
ξεχωριζόνταν˙ κι ἔβλεπες μικρὰ τὰ πλήθη κάτω·
καὶ ὅτ’ ἔφθασαν ὅπου ἔπρεπε νὰ στήσουν τὸ καρτέρι,
στὸν ποταμὸν ποὺ ἐπότιζε καθένας τὸ κοπάδι,
αὐτοῦ καθίσαν σκεπαστοί, μὲ τὰ λαμπρά τους ὅπλα.
Καὶ δύο ξέμακρα σκοποὶ σταθῆκαν καρτερώντας
πότε νὰ ἰδοῦν τὰ πρόβατα νὰ φθάσουν κι οἱ ἀγελάδες.
Γρήγορα ἐκεῖνα ἐπρόβαλαν καὶ δυὸ βοσκοὶ κατόπιν
καὶ τοῦτοι ἀνυποψίαστοι μὲ σύριγγες ἐπαῖζαν.
Κι ἐκεῖνοι ἅμα τοὺς ξάνοιξαν ἐπάνω τους χυθῆκαν,
μέρος τῶν μόσχων ξέκοψαν καὶ τῶν λευκῶν προβάτων
κι ἔσφαξαν κεῖ καὶ τοὺς βοσκούς˙ κι οἱ ἄλλοι ὡς ἐννοῆσαν
στὰ βόδια τόσην ταραχήν, σηκώθηκαν ἀπ’ ὅπου
κάθονταν στὸ στρατόπεδο, καὶ ἀμέσως ἀνεβῆκαν
εἰς τ’ ἀνεμόποδ’ ἄλογα καὶ γρήγορα τοὺς φθάσαν.
Κι ἐκεῖ στὴν ἀκροποταμιὰ τὴν μάχην ἀρχινῆσαν
κι ἀπ’ τὰ δυὸ μέρη ἐρίχνονταν τὰ χάλκινα κοντάρια.
Ἡ ῎Ερις μέσα ἐγύριζεν, ὁ Κυδοιμὸς καὶ ἡ Μοίρα,
ποὺ ἄλλον ἐκράτει ἀλάβωτον, κι αἱματωμένον ἄλλον,
ἄλλον ποδόσερνε νεκρὸν στὴν ταραχὴν τῆς μάχης˙
κι ἔνδυμα ἐφόρει κόκκινον ἀπ’ τῶν ἀνδρῶν τὸ αἷμα.
Στρέφονταν κεῖ σὰν ζωντανοὶ θνητοὶ κι ἐπολεμοῦσαν,
καὶ ἀπ’ τὰ δυὸ μέρη τοὺς νεκροὺς στὸ σιάδι ἐποδοσέρναν.
῎Εβαλε ἀλλοῦ τριόργητο καὶ μαλακὸ χωράφι
ἐκτεταμένον, κάρπιμο καὶ μέσα ζευγολάτες
πολλοὶ μὲ τὰ ζευγάρια τους τὸ ἐσχίζαν ἄνω κάτω.
Καὶ ὅταν γυρίζαν κι ἔφθαναν στοῦ χωραφιοῦ τὴν ἄκρην,
ἄνθρωπος τοὺς ἐπρόσφερνε ποτήρι ὅλο γεμάτο
γλυκὸ κρασί, κι ἐγύριζαν στὲς αὐλακιὲς ἐκεῖνοι
πρόθυμοι τοῦ μεγάλου ἀγροῦ νὰ φθάσουν εἰς τὴν ἄκρην.
Μαυρίζει ὄπισθεν ἡ γῆ καὶ δείχνει ἀλετρεμένη
μ’ ὅλον ὁπού ᾽ναι ὁλόχρυση, τῆς τέχνης μέγα θάμα.
Φραγμένο κτῆμα θέτει ἀλλοῦ πού ᾽χε ὑψηλὰ τὰ στάχια
καὶ μέσα ἐργάτες θέριζαν μὲ κοφτερὰ δρεπάνια.
Καὶ ἅλλες χεριὲς ἐπανωτὲς στὲς αὐλακιὲς ἐπέφταν,
καὶ ἄλλες μὲ καλαμόσχοινα τὲς δέναν ἐπιστάτες
τρεῖς διορισμένοι, ἐνῶ παιδιὰ κατόπι τους σηκῶναν
χερόβολα στὲς ἀγκαλιὲς καὶ ἀδιάκοπα τὰ ἐδέναν˙
καὶ ὁ κύριος στὴν αὐλακιὰ μὲ σκῆπτρον εἰς τὸ χέρι
σιωπηλὸς ἐστέκονταν κι ἐχαίρετο ἡ ψυχή του.
Παρέκει κάτω ἀπό ᾽να δρὺ σφακτὸ μεγάλο βόδι
γιὰ τὸ τραπέζι ἑτοίμαζαν· καὶ ὡστόσον οἱ γυναῖκες
πλῆθος ἀλεύρια μούσκευαν φαγὶ γιὰ τοὺς ἐργάτες.
Ἀμπέλι μέγα ἔβαλεν ἀλλοῦ καρπὸν γεμάτο,
καλό, χρυσὸ κι ἐμαύριζαν ὁλοῦθε τὰ σταφύλια˙
τὰ κλήματ’ ἦσαν σ’ ἀργυρὰ σταλίκια στυλωμένα.
Καὶ λάκκον ἀπὸ χάλυβα καὶ κασσιτέρου φράκτην
ἔσυρε γύρω καὶ ἄνοιξε στὴν ἄκρην μονοπάτι
γιὰ νὰ περνοῦν, ὅταν τρυγᾶν τὸ ἀμπέλι, οἱ καρποφόροι.
Καὶ ἀγόρια, κόρες λιγερές, ἀμέριμνα στὴν γνώμην
ἐφέρναν τὸν γλυκὺν καρπὸν μέσα εἰς τὰ καλάθια.
Γλυκιὰν κιθάραν ἔπαιζε στὴν μέσην τους ἀγόρι
καὶ μὲ τὴν λιγερὴ λαλιὰ τὸν λίνον τραγουδοῦσε
μελωδικά, καὶ ὅλοι μαζί τριγύρω του ἐσκιρτοῦσαν
καὶ τὲς φωνές τους ἔσμιγαν μὲ τὸ γλυκὸ τραγούδι.
Ἀγέλην ἔκαμεν ἀλλοῦ ταύρων όρθοκεράτων,
καὶ οἱ ταῦροι ἐπλάσθηκαν χρυσοῦ καὶ κασσιτέρου ἀκόμη
καὶ ἀπ’ τὴν αὐλὴν μουγκρίζοντας πρὸς τὴν βοσκὴν κινοῦσαν
εἰς τὸ ποτάμι, ὁποὺ βροντᾶ στὰ τρυφερὰ καλάμια.
Χρυσοὶ βαδίζαν τέσσεροι μ’ ἐκείνους βοδηλάτες,
κι ἐννέα σκύλοι φύλακες γοργόποδες τριγύρω.
Καὶ ἀπὸ τοὺς πρώτους τῆς κοπῆς δυὸ τρομερὰ λιοντάρια
βαρβάτον ταῦρον ἅρπαξαν ποὺ ἐμούγκρα ἐνῶ τὸν σέρναν.
Καὶ οἱ σκύλοι ἐπάνω ἐχούμησαν καὶ ὁμοῦ τὰ παλικάρια.
Καὶ ἀφοῦ τοῦ ταύρου ἔκοψαν τὸ δέρμα τὰ θηρία
αἷμα τοῦ ἐρούφαν κι ἄντερα· τοῦ κάκου οἱ βοδηλάτες
ἐπάνω τὰ γοργόποδα σκυλιὰ παρακινοῦσαν.
Δὲν ἐκοτοῦσαν δάγκαμα νὰ δώσουν στὰ λεοντάρια,
ἀλύχταν μόνο ἀπὸ σιμὰ καὶ πάλι ἀναμερίζαν.
Κι ἕναν πλατὺν βοσκότοπον λευκόμαλλων προβάτων
ἔκαμ’ ὁ ἔνδοξος χωλὸς μέσα εἰς καλὸ λαγκάδι,
στάνες, καλύβες σκεπαστές, καὶ μανδριὰ μεγάλα.
Κι ἕναν χορὸν ἱστόρησεν ὁ μέγας ζαβοπόδης,
ὅμοιον μ’ αὐτὸν ποὺ ὁ Δαίδαλος εἶχε φιλοτεχνήσει
τῆς Ἀριάδνης τῆς λαμπρῆς εἰς τῆς Κνωσοῦ τὰ μέρη.
Ἀγόρια ἐκεῖ, πολύπροικες παρθένες ἐχορεῦαν
κι ἐγύριζαν χεροπιαστοί· καὶ οἱ κόρες ἐφοροῦσαν
λινὰ ἐνδύματα λεπτά, κι εἶχαν τὰ παλικάρια
ἀπὸ τὸ λάδι λαμπεροὺς καλόγνεστους χιτῶνες.
Λαμπρὰ στεφάνια εἶχαν αὐτές, εἶχαν χρυσὰ ἐκεῖνοι
μαχαίρια ποὺ ἀπ’ ἀργυροὺς κρεμιόνταν τελαμῶνες·
καὶ πότ’ ἐτρέχαν κυλητὰ μὲ πόδια μαθημένα,
ὡσὰν σταμνάς, ὁποὺ τροχὸν ἁρμόδιον στὴν παλάμην
τὴν τριγυρνᾶ καθήμενος νὰ δοκιμάση ἂν τρέχη,
καὶ πότε ἀράδα ἔτρεχαν ἀντίκρυ στὴν ἀράδα.
Καὶ τὸν ἀσύγκριτον χορὸν τριγύρω ἐδιασκεδάζαν
πολὺς λαὸς καὶ ἀνάμεσα ὁ ἀοιδὸς ὁ θεῖος
κιθάριζε· καὶ ὡς ἄρχιζεν ἐκεῖνος τὸ τραγούδι
δυὸ χορευτὲς στὴ μέση τους πηδοῦσαν κι ἐγυρίζαν.
Τὸν ποταμὸν ᾽Ωκεανὸν καὶ δυνατὸν καὶ μέγαν
γύρω στὸν κύκλον ἔθεσε τῆς στερεῆς ἀσπίδος.
Καὶ τὴν τρανὴν ὡς τοῦ ᾽καμεν ἀσύντριφτην ἀσπίδα,
θώρακα κάμνει π’ ἄστραφτεν ὅσο ἡ φωτιὰ δὲν λάμπει,κράνος κατόπι στερεὸν ἁρμόδιον στὸ κεφάλι,
καλότεχνο μὲ ὁλόχρυσο στὴν κορυφήν του λόφον,
καὶ ἀπὸ λεπτὸν κασσίτερον μορφώνει τὲς κνημίδες.
Καὶ ὅλα τὰ ὅπλα ὡς ἔκαμε τὰ σήκωσε ὁ τεχνίτης
καὶ τοῦ Ἀχιλλέως τά ᾽βαλεν ἐμπρὸς εἰς τὴν μητέρα.
Καὶ αὐτὴ μὲ τ’ ὅπλα π’ ἄστραφταν, τοῦ Ἡφαίστου δῶρο, ἐχύθη
ὡσαν γεράκι ἀπ’ τὴν κορφὴν τοῦ χιονισμένου Ὀλύμπου.-
(ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΣ, ΡΑΨ. Σ, στ. 468 – 617
ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ: Ι. ΠΟΛΥΛΑΣ)
ΑΣΠΙΣ ΑΧΙΛΛΕΩΣ - ΗΛΙΟΥ ΤΕΘΡΙΠΠΟΝ
ΑΣΠΙΣ ΑΧΙΛΛΕΩΣ - ΣΚΗΝΗ ΜΑΧΗΣ
Ἥφαιστε πρόμολ' ὧδε· Ἑλλὰς νύ τι σεῖο χατίζει!
Τεῦξον ἄλκαρ Ἑλλήνων, φωσφόρε, πανυπέρτατε!
ΠΥΡίΣΠΟΡΟΣ
autochthonesellhnes
diadrastiko