H «κουλτούρα της ακύρωσης» επισημοποιημένη
Του Νικήτα Χιωτίνη
Αυτό το οποίο ονομάζουμε «κουλτούρα» -όρο που έχουμε επαρκώς και αδίκως σατιρίσει- δεν είναι άλλο παρά το «συλλογικό φαντασιακό» ή η «φαντασιακή θέσμιση» των κοινωνιών, όπως θα έλεγε ο Καστοριάδης, «η φιλοσοφική θεμελίωση των κοινωνιών», θα λέγαμε εμείς.
Γιατί δεν πρόκειται παρά του τρόπου θεώρησης του Κόσμου και του Ανθρώπου, του τρόπου νοηματοδότησης δηλαδή της ύπαρξής μας, απ’ όπου προκύπτουν οι προτεραιότητες της ζωής μας. Οι κοινωνίες δεν μπορούν να υπάρξουν χωρίς τέτοιες «φιλοσοφικές θεμελιώσεις» ή «φαντασιακές θεσμίσεις». Εσχάτως όμως, είμαστε μάρτυρες προσπαθειών «ακύρωσης», έως γελοιοποιήσεως, κάθε περασμένης «κουλτούρας», δηλαδή όλων των περασμένων θεμελίων των εποχών και των Πολιτισμών, αλλά και κάθε αναζήτησης νέων φιλοσοφικών θεμελιώσεών μας. Βρισκόμαστε σε περίοδο έλλειψης νοήματος.
Οι φιλοσοφικές θεμελιώσεις των περασμένων εποχών, δημιούργησαν και την εικόνα τους. Έτσι δημιουργήθηκαν οι Πυραμίδες, οι Παρθενώνες, η Αγία Σοφία, κλπ. Από τέτοια φιλοσοφική θεμελίωση, οι ανήκοντες στην «αριστοκρατική τάξη» των Αθηναίων, θεωρούσαν εαυτούς υποχρεωμένους να πολεμήσουν πρώτοι για την πατρίδα τους και ο Σωκράτης προτίμησε να πιεί το κώνειο παρά να πειστεί από τον Κρίτωνα να αποδράσει, σώζοντας τη ζωή του. Χρησιμοποίησα την αόριστη έκφραση «περασμένες εποχές», γιατί καταδήλως δεν έχουν ακόμα λήξει, τουλάχιστον οριστικώς και σε όλο τον κόσμο. Η επαναστάτες του 1821, π.χ., Έλληνες και φιλέλληνες, για συλλογικούς στόχους και ανώτερα υπαρξιακά νοήματα αγωνίστηκαν, δεν τους επηρέασαν οι φιλοσοφικές προτάσεις περί Κόσμου, Ανθρώπου και ζωής της Νεωτερικότητας.
Τελικώς όμως η Νεωτερικότητα, σταδιακώς και επιτυχώς, οδήγησε στη διάλυση των κοινωνιών ή έστω σε σοβαρό κλυδωνισμό τους, αποκλείοντας την αναζήτηση από τον άνθρωπο ανώτερων υπαρξιακών νοημάτων. Οδηγηθήκαμε σε μία σχεδόν ολοκληρωτική διάλυση των κοινωνιών όπως τις ξέραμε ή έστω όπως τις προσελάμβανε το συλλογικό μας ασυνείδητο (που κινείται με δικούς του νόμους, «σιωπηρώς και ανεπαισθήτως»). Ο όρος «κοινωνία» χρησιμοποιήθηκε λαθραίως από τις ευρωπαϊκές γλώσσες, ταυτίζοντάς την με την «εταιρία» (society, société) , θεμελιωμένη στην αρχή του «εις οιωνός άριστος αμύνεσθαι …για την πάρτη σας», όπως χαριτολογούσαμε όταν είμαστε παιδιά.
Καθοριστική συμμετοχή στην αποστέρηση από τον άνθρωπο κάθε νοήματος ευρύτερου του « cogito ergo sum», στην ακύρωση κάθε συλλογικότητος και στην σχεδόν οριστική επικράτηση της ατομικότητος, έχει η εσχάτως και ραγδαίως εξαπλούμενη «κουλτούρα της ακύρωσης». Οι ζηλωτές της μάλιστα, συχνά μετέρχονται και χυδαιοτήτων.
Ο εκπρόσωπος της κυβέρνησης Κος Οικονόμου, κληθείς να σχολιάσει το γνωστό σκίτσο με τον Ιωσήφ και την Παναγία, που ανάρτησε στο διαδίκτυο ο εκπρόσωπός μας σε διεθνείς οργανισμούς, Κος Μόσιαλος, είπε ευθαρσώς πως «η κυβέρνηση δεν σχολιάζει προσωπικές απόψεις». Ασχέτως, εννοείται, αν αυτοί οι «έχοντες προσωπικές απόψεις» κατέχουν θέση εκπροσώπου της Πολιτείας. Ασχέτως και αν χαριεντίζονται επί καταδήλως χυδαίων σκίτσων, με τρόπο που δεν θα τολμούσαν να κάνουν με άλλες φαντασιασές θεσμίσεις λαών, π.χ. των Μουσουλμάνων και των Εβραίων. Με άλλα λόγια, η κυβέρνηση θεωρεί πως δεν είναι μόνο η συνολική κοινωνία που αποτελείται από ανεξάρτητα και αυτοαναφερόμενα άτομα, αλλά έτσι είναι και η οργανωμένη πολιτική αρχή της, της οποίας ο Κος Μόσιαλος αποτελεί μέρος, ως εκπρόσωπός της σε διεθνείς οργανισμούς.
Το ζήτημα με τον Κο Μόσιαλο είναι πως δεν έχει κατανοήσει πως όταν εκφράζεται δημοσίως, εκπροσωπεί τη χώρα του. Με τις «απόψεις» του, που έσπευσε να υποστηρίξει αμέσως ο Κος Φίλης (πρώην υπουργός Παιδείας), δεν συνεισφέρει μόνο στην προώθηση της «κουλτούρας της ακύρωσης», που αποτελεί ύβρη για την Ιστορία του ανθρώπου, αλλά ειρωνεύεται και προσπαθεί να γελοιοποιήσει και τον τρόπο που η χώρα του υπάρχει. Γιατί η σημερινή Ελλάς δεν θα υπήρχε χωρίς αυτήν την Παναγία. Το αρχαιοελληνικό «υπέρ βωμών και εστιών» συνέχισε να οδηγεί το Έθνος, με το «μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος», που διακήρυξε ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, στις 24ης Φεβρουαρίου του 1821. Ο Χριστιανισμός -το χριστιανικό αφήγημα αν θέλετε, που δεν είναι παρά σχηματοποίηση οντολογίας και ως τέτοιο δεν μπορεί να κριθεί ως ιστορικό γεγονός- διατήρησε επί τέσσερεις αιώνες την Ελληνική γλώσσα, ο Χριστιανισμός διατήρησε το Ελληνικό Έθνος, η αρχή «για την πίστη του Χριστού την Αγία και της Πατρίδος την ελευθερία», οδήγησε στο «ελευθερία ή θάνατος» των Ελλήνων, χάρις στο οποίο υπάρχουμε εμείς σήμερα ως χώρα. Αυτό ειρωνεύτηκε ο Κος Μόσιαλος και προσπάθησε να γελοιοποιήσει.
Η ρήση μάλιστα του κυβερνητικού εκπροσώπου, «η κυβέρνηση δεν σχολιάζει προσωπικές απόψεις», αναφερόμενη στον Κο Μόσιαλο και στη συγκεκριμένη του ανάρτηση (που αποκάλεσε «άποψη»), εν πολλοίς επισημοποιεί την «κουλτούρα ακύρωσης», μη ενιστάμενος στην προσπάθεια γελοιοποιήσεως του ίδιου του τρόπου που υπήρξαμε και του ίδιου του τρόπου που μας έκανε να εξακολουθούμε να υπάρχουμε.
Ο tempora ο mores….θα πείτε. Επιτρέψτε μου να πιστεύω -και να ελπίζω- πως η Ιστορία δεν τελείωσε, παρά την εμμονή των υβριστών της.
H «κουλτούρα της ακύρωσης» επισημοποιημένη
Του Νικήτα Χιωτίνη
Αυτό το οποίο ονομάζουμε «κουλτούρα» -όρο που έχουμε επαρκώς και αδίκως σατιρίσει- δεν είναι άλλο παρά το «συλλογικό φαντασιακό» ή η «φαντασιακή θέσμιση» των κοινωνιών, όπως θα έλεγε ο Καστοριάδης, «η φιλοσοφική θεμελίωση των κοινωνιών», θα λέγαμε εμείς.
Γιατί δεν πρόκειται παρά του τρόπου θεώρησης του Κόσμου και του Ανθρώπου, του τρόπου νοηματοδότησης δηλαδή της ύπαρξής μας, απ’ όπου προκύπτουν οι προτεραιότητες της ζωής μας. Οι κοινωνίες δεν μπορούν να υπάρξουν χωρίς τέτοιες «φιλοσοφικές θεμελιώσεις» ή «φαντασιακές θεσμίσεις». Εσχάτως όμως, είμαστε μάρτυρες προσπαθειών «ακύρωσης», έως γελοιοποιήσεως, κάθε περασμένης «κουλτούρας», δηλαδή όλων των περασμένων θεμελίων των εποχών και των Πολιτισμών, αλλά και κάθε αναζήτησης νέων φιλοσοφικών θεμελιώσεών μας. Βρισκόμαστε σε περίοδο έλλειψης νοήματος.
Οι φιλοσοφικές θεμελιώσεις των περασμένων εποχών, δημιούργησαν και την εικόνα τους. Έτσι δημιουργήθηκαν οι Πυραμίδες, οι Παρθενώνες, η Αγία Σοφία, κλπ. Από τέτοια φιλοσοφική θεμελίωση, οι ανήκοντες στην «αριστοκρατική τάξη» των Αθηναίων, θεωρούσαν εαυτούς υποχρεωμένους να πολεμήσουν πρώτοι για την πατρίδα τους και ο Σωκράτης προτίμησε να πιεί το κώνειο παρά να πειστεί από τον Κρίτωνα να αποδράσει, σώζοντας τη ζωή του. Χρησιμοποίησα την αόριστη έκφραση «περασμένες εποχές», γιατί καταδήλως δεν έχουν ακόμα λήξει, τουλάχιστον οριστικώς και σε όλο τον κόσμο. Η επαναστάτες του 1821, π.χ., Έλληνες και φιλέλληνες, για συλλογικούς στόχους και ανώτερα υπαρξιακά νοήματα αγωνίστηκαν, δεν τους επηρέασαν οι φιλοσοφικές προτάσεις περί Κόσμου, Ανθρώπου και ζωής της Νεωτερικότητας.
Τελικώς όμως η Νεωτερικότητα, σταδιακώς και επιτυχώς, οδήγησε στη διάλυση των κοινωνιών ή έστω σε σοβαρό κλυδωνισμό τους, αποκλείοντας την αναζήτηση από τον άνθρωπο ανώτερων υπαρξιακών νοημάτων. Οδηγηθήκαμε σε μία σχεδόν ολοκληρωτική διάλυση των κοινωνιών όπως τις ξέραμε ή έστω όπως τις προσελάμβανε το συλλογικό μας ασυνείδητο (που κινείται με δικούς του νόμους, «σιωπηρώς και ανεπαισθήτως»). Ο όρος «κοινωνία» χρησιμοποιήθηκε λαθραίως από τις ευρωπαϊκές γλώσσες, ταυτίζοντάς την με την «εταιρία» (society, société) , θεμελιωμένη στην αρχή του «εις οιωνός άριστος αμύνεσθαι …για την πάρτη σας», όπως χαριτολογούσαμε όταν είμαστε παιδιά.
Καθοριστική συμμετοχή στην αποστέρηση από τον άνθρωπο κάθε νοήματος ευρύτερου του « cogito ergo sum», στην ακύρωση κάθε συλλογικότητος και στην σχεδόν οριστική επικράτηση της ατομικότητος, έχει η εσχάτως και ραγδαίως εξαπλούμενη «κουλτούρα της ακύρωσης». Οι ζηλωτές της μάλιστα, συχνά μετέρχονται και χυδαιοτήτων.
Ο εκπρόσωπος της κυβέρνησης Κος Οικονόμου, κληθείς να σχολιάσει το γνωστό σκίτσο με τον Ιωσήφ και την Παναγία, που ανάρτησε στο διαδίκτυο ο εκπρόσωπός μας σε διεθνείς οργανισμούς, Κος Μόσιαλος, είπε ευθαρσώς πως «η κυβέρνηση δεν σχολιάζει προσωπικές απόψεις». Ασχέτως, εννοείται, αν αυτοί οι «έχοντες προσωπικές απόψεις» κατέχουν θέση εκπροσώπου της Πολιτείας. Ασχέτως και αν χαριεντίζονται επί καταδήλως χυδαίων σκίτσων, με τρόπο που δεν θα τολμούσαν να κάνουν με άλλες φαντασιασές θεσμίσεις λαών, π.χ. των Μουσουλμάνων και των Εβραίων. Με άλλα λόγια, η κυβέρνηση θεωρεί πως δεν είναι μόνο η συνολική κοινωνία που αποτελείται από ανεξάρτητα και αυτοαναφερόμενα άτομα, αλλά έτσι είναι και η οργανωμένη πολιτική αρχή της, της οποίας ο Κος Μόσιαλος αποτελεί μέρος, ως εκπρόσωπός της σε διεθνείς οργανισμούς.
Το ζήτημα με τον Κο Μόσιαλο είναι πως δεν έχει κατανοήσει πως όταν εκφράζεται δημοσίως, εκπροσωπεί τη χώρα του. Με τις «απόψεις» του, που έσπευσε να υποστηρίξει αμέσως ο Κος Φίλης (πρώην υπουργός Παιδείας), δεν συνεισφέρει μόνο στην προώθηση της «κουλτούρας της ακύρωσης», που αποτελεί ύβρη για την Ιστορία του ανθρώπου, αλλά ειρωνεύεται και προσπαθεί να γελοιοποιήσει και τον τρόπο που η χώρα του υπάρχει. Γιατί η σημερινή Ελλάς δεν θα υπήρχε χωρίς αυτήν την Παναγία. Το αρχαιοελληνικό «υπέρ βωμών και εστιών» συνέχισε να οδηγεί το Έθνος, με το «μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος», που διακήρυξε ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, στις 24ης Φεβρουαρίου του 1821. Ο Χριστιανισμός -το χριστιανικό αφήγημα αν θέλετε, που δεν είναι παρά σχηματοποίηση οντολογίας και ως τέτοιο δεν μπορεί να κριθεί ως ιστορικό γεγονός- διατήρησε επί τέσσερεις αιώνες την Ελληνική γλώσσα, ο Χριστιανισμός διατήρησε το Ελληνικό Έθνος, η αρχή «για την πίστη του Χριστού την Αγία και της Πατρίδος την ελευθερία», οδήγησε στο «ελευθερία ή θάνατος» των Ελλήνων, χάρις στο οποίο υπάρχουμε εμείς σήμερα ως χώρα. Αυτό ειρωνεύτηκε ο Κος Μόσιαλος και προσπάθησε να γελοιοποιήσει.
Η ρήση μάλιστα του κυβερνητικού εκπροσώπου, «η κυβέρνηση δεν σχολιάζει προσωπικές απόψεις», αναφερόμενη στον Κο Μόσιαλο και στη συγκεκριμένη του ανάρτηση (που αποκάλεσε «άποψη»), εν πολλοίς επισημοποιεί την «κουλτούρα ακύρωσης», μη ενιστάμενος στην προσπάθεια γελοιοποιήσεως του ίδιου του τρόπου που υπήρξαμε και του ίδιου του τρόπου που μας έκανε να εξακολουθούμε να υπάρχουμε.
Ο tempora ο mores….θα πείτε. Επιτρέψτε μου να πιστεύω -και να ελπίζω- πως η Ιστορία δεν τελείωσε, παρά την εμμονή των υβριστών της.