Η νεροτριβή ή ντριστέλα ήταν η πιο απλή από όλες τις υδροκίνητες εγκαταστάσεις. Ήταν υπαίθρια ή στεγασμένη και χρησίμευε για την επεξεργασία των μάλλινων υφαντών στο στάδιο κατασκευής τους (για να αφρατέψουν και να δέσουν μεταξύ τους τα μάλλινα νήματα) ή στο ετήσιο πλύσιμό τους.
Η νεροτριβή είναι ένας ξύλινος κάδος σε σχήμα κώνου. Συναρμολογείται από σφηνωμένες μεταξύ τους πλανισμένες σανίδες σε σχήμα σφήνας και δένεται περιφερειακά με σιδερένια τσέρκια. Επειδή μοιάζει με βαρέλι, κατασκευάζεται συνήθως από βαγενά (βαρελά) και όχι από μαραγκό.Το μεγαλύτερο μέρος του βρίσκεται χωμένο βαθιά στο έδαφος, ώστε να μην υπάρχει κίνδυνος να ανοίξουν τα τοιχώματα από την πίεση του νερού. Το στενό του άνοιγμα έχει διάμετρο 0,40μ. και το πλατύ του 2μ. Το ύψος του είναι 2μ., και έχει χωρητικότητα 5κ.μ. νερού και 75κ. υφαντών.
Στην Πελοπόννησο λειτούργησαν δύο τύποι νεροτριβής:
οι γυριστές, με μεγαλύτερη διάμετρο, στις οποίες το νερό εκτοξευόταν από το στόμιο του βαγενιού στο τοίχωμά του, δημιουργώντας περιστροφική κίνηση και
οι βουτηχτές, στις οποίες το βαγένι ήταν πιο όρθιο και το νερό εκτοξευόταν σχεδόν κατακόρυφα.
Στην περιοχή της Δημητσάνας λειτουργούσαν έως τα μέσα του 20ού αιώνα 20 περίπου νεροτριβές. Ο σωστός υπολογισμός του χρόνου παραμονής του κάθε υφαντού στον κάδο αποδείκνυε την τέχνη του νεροτριβιάρη ή ντριστελιάρη Αν έμενε λιγότερο χρόνο, το αποτέλεσμα δεν ήταν ικανοποιητικό, ενώ, αν έμενε περισσότερο, μπορούσε να καταστραφεί. Γι' αυτό έβαζε πάντα μαζί ρούχα όμοιας κατασκευής .
«-Μωρ' καλή νοικοκυρά
βάλε ίδιασε το βλάρι.
Το 'βαλα το ίδιασα
και το νεροτρούβιασα»
Οι νεροτριβές, μαζί με τους νερόμυλους, αποτελούν τις πιο γνωστές υδροκίνητες εγκαταστάσεις της προβιομηχανικής Ελλάδας. Δεν είναι εξάλλου τυχαίο το γεγονός ότι ο λαϊκός λόγος (τραγούδια, παροιμίες, παροιμιώδεις φράσεις) κάνει συχνές αναφορές στα δυο αυτά προτεχνολογικά «εργαστήρια».
Η νεροτριβή Μερκούρη στο Κεφαλάρι
«Μας άργησαν κι αργήσαμε
είχαν τη νύφ' αστόλιστη
είχαν τα ρούχα αδίπλωτα
την τσέργα στη νεροτριβιά...»
Μπορεί οι νεροτριβές να γεννήθηκαν και να έσβησαν οι περισσότερες στη σκιά των μύλων, μπορεί ακόμη και οι ερευνητές να τις «περιφρόνησαν», ωστόσο η συμβολή τους στην καθημερινή οικονομική και κοινωνική ζωή ήταν κάποτε σημαντική. Χώροι που χρησιμοποιήθηκαν για το πλύσιμο των ρούχων οι νεροτριβές, αποτελούσαν παράλληλα και τόπο συγκέντρωσης κυρίως των γυναικών, αλλά και χώρο συνεύρεσης των κατοίκων γειτονικών χωριών».
ΘΕΙΟ ΔΩΡΟ
Για την Αργολίδα αυτό το τελευταίο αποκτά μεγαλύτερη ισχύ, αφού το σύνολο σχεδόν των νεροτριβών του νομού ήταν - και είναι - εγκατεστημένο στο Κεφαλάρι, στο καταπράσινο αυτό χωριό, που είναι συνδεδεμένο τόσο βαθιά με το νερό. Ο λόγος βέβαια προφανής. Από τη γη αναβλύζουν τα νερά της Κεφαλαριώτισσας Ζωοδόχου Πηγής και οι κάτοικοι αξιοποίησαν κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο το θείο αυτό δώρο.
Με τις νεροτριβές - αλλά και τους μύλους που λειτουργούσαν μέχρι πριν λίγα χρόνια -μετέτρεψαν και εκμεταλλεύτηκαν τη φυσική κίνηση και ενέργεια των νερών και τη χρησιμοποίησαν παραγωγικά.
Για πάνω από διακόσια χρόνια, οι νεροτριβές του Κεφαλαρίου παραμένουν αμετάβλητες σχεδόν, προσφέροντας τις υπηρεσίες τους και στο σύγχρονο άνθρωπο. Παρά το γεγονός ότι οι νεροτριβές - σε σύγκριση με άλλες παλιές υδραυλικές εγκαταστάσεις - δεν παρουσιάζουν «τεχνολογικό» μηχανισμό, συνεχίζουν να γοητεύουν με την απλοϊκότητά τους αυτή.
Η συνεχής ροή του νερού, η κίνηση και η ορμή, το κελάρυσμά του, σε συνδυασμό με τα ποταμάκια της περιοχής που συγκλίνουν στον Ερασίνο, η δροσιά και η πλούσια βλάστηση της ευρύτερης περιοχής, συνθέτουν ένα μαγευτικό τοπίο, που αποτελεί πόλο έλξης για όσους μεταφέρουν εκεί τα ρούχα τους, αλλά και για πλήθος επισκεπτών. Το σκηνικό πλαισιώνουν και τα διάσπαρτα ίχνη των μύλων της περιοχής (μυλόπετρες, φτερωτές κλπ.) που παραπέμπουν σε άλλες εποχές.
ΜΝΗΜΕΙΑ ΛΑΪΚΗΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ
Από τις αρχές του Μαΐου οι «νεροτριβιάρηόες» του Κεφαλαρίου αρχίζουν να υποδέχονται τους πελάτες τους, που καταφτάνουν απ' όλα τα σημεία της Αργολίδας, αλλά και από όμορους νομούς. Κουβαλούν φλοκάτες, βελέντζες, χαλιά, κουρελούδες, μοκέτες και τις παραδίνουν σε σίγουρα χέρια. Γνωρίζουν ότι τα ρούχα τους θα καθαρίσουν και θα ξαναπάρουν ζωή από την ορμή των πεντακάθαρων νερών της πηγής.
Ο Ανδρέας Μερκούρης στη νεροτριβή του.
Κατασκευασμένες οι περισσότερες από την εποχή της Τουρκοκρατίας, οι νεροτριβές αποτελούν αναμφίβολα μνημεία λαϊκής αρχιτεκτονικής. Πετρόκτιστες, επιβλητικές, μαγευτικές (αφού το νερό είναι συνδεδεμένο με θρύλους και μύθους) προσφέρουν ένα μοναδικό θέαμα με την περιδίνηση των νερών τους, που παρασύρουν τα ρούχα και τα στροβιλίζουν σ' έναν τρελό χορό...
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ
Παραδοσιακές νεροτριβές, οι τρεις υπαίθριες και η μια ημιυπαίθρια, λειτουργούν σήμερα στο Κεφαλάρι. Λειτουργεί επίσης και μια σύγχρονη, του Γιώργου Παναγάκου. Οι παραδοσιακές νεροτριβές ανήκουν σε γόνους παλιών «νεροτριβιάρηδων» του Κεφαλαρίου. Είναι οι οικογένειες Κεφάλα, Μερκούρη, Χαμπέση και Καλόγηρου.
Ο μεγαλύτερος σε ηλικία νεροτριβάρης είναι ο 74χρονος Γιώργος Μερκούρης. Από το 1944 έως σήμερα ζει τη μαγεία, αλλά και τα βάσανα της νερότριβής. Παλιός μυλωνάς, «όργωνε» κάποτε όλη την Αργολίδα με το κάρο του, κουβαλώντας αλεύρια και ρούχα. Τη νεροτριβή την αγόρασαν οι δικοί του το 1911 από κάποιον Σωτηρόπουλο, Κυνουριάτη.
Όπως του έχουν πει οι παλιότεροι, οι νεροτριβές και οι μύλοι της περιοχής παραδόθηκαν στο Ελληνικό Δημόσιο από τους Τούρκους, κατά την απελευθέρωση. Στη συνέχεια νοικιάστηκαν και πουλήθηκαν σε ιδιώτες και χέρι με χέρι σήμερα βρίσκεται μια απ' αυτές στην ιδιοκτησία του και του γιου του Ανδρέα.
Με φανερή νοσταλγία, ο Γιώργος Μερκούρης αναπολεί: «Ξέρεις τι γινόταν κάθε μέρα εδώ απέξω; Πανηγύρι, κόσμο να δεις. Ερχόντουσαν απ' όλα τα καμποχώρια και τα αρβανιτοχώρια της Αργολίδας, ακόμη και από τα Ίρια και ακόμη πιο μακριά. Μέχρι να πλυθούν οι βελέντζες, τα «σαίσματα», τα «ράσα» (σ.σ. μανικωτά πανωφόρια με κουκούλα), οι φλοκάτες που έπρεπε να αφρατέψουν, μέσα κι έξω γέμιζε μ' ανθρώπους και ζώα, άλογα, μουλάρια, γαϊδούρια. Κάποιες φορές έμεναν όλη τη νύχτα εδώ μέχρι να τελειώσουν και να φύγουν. Tα ίδια γινότανε και με το άλεσμα...».
Σήμερα ο μπάρμπα-Γιώργης έχει αποσυρθεί από την ενεργό δράση, ωστόσο όλη τη μέρα τριγυρνάει ανάμεσα στ' απλωμένα ρούχα, τα φροντίζει, τα διπλώνει και τα ξεδιπλώνει. Το κυριότερο, όμως, είναι ότι ζει μέσα στο νερό. «Τι τα θες, τι τα γυρεύεις, σαν το νερό, τίποτ' άλλο στον κόσμο», λέει. Σ' αυτό συμφωνεί κι ο γιος του Ανδρέας, που συνεχίζει με ευλάβεια την οικογενειακή παράδοση. «Το νερό είναι σαν ένα όμορφο τραγούδι», λέει, καθώς προσπαθεί με τη «διχάλα» να βγάλει από τη γούρνα και το τελευταίο ρούχο.
Νεροτριβή Κεφάλα
ΣΕ ΑΛΛΗ ΕΠΟΧΗ
Οι νεροτριβές του Κεφαλαρίου ανήκουν στην κατηγορία των «γυριστών» (σε άλλες περιοχές της χώρας υπάρχουν και οι «βουτηχτές»).
Όλες τους σχεδόν είναι διπλές, όπως αυτή των αδελφών Σπύρου και Δημήτρη Κεφάλα, την οποία χρησιμοποιεί και ο Γιώργος Κεφάλας. «Αισθάνεσαι διαφορετικά όταν κάνεις μια δουλειά με τον τρόπο που την έκαναν οι δικοί σου πριν πολλά χρόνια», λέει. «Στη νεροτριβή έχεις την αίσθηση ότι ζεις σε άλλη εποχή, τότε που όλα ήταν απλά κι ανθρώπινα».
Το «ντεκόρ» γύρω μας πράγματι παραπέμπει στο παρελθόν: ρυάκια, μικροί καταρράκτες, πλούσια βλάστηση. «Δεν θυμίζει εδώ ο τόπος την εποχή του “Αγαπητικού της Βοσκοπούλας” ή του Τάσου με την Γκόλφω;», μας λέει γελώντας.
ΜΟΥΣΚΕΜΕΝΟΙ ΚΙ ΑΛΕΥΡΩΜΕΝΟΙ
Διατεθειμένος - παρά τις δυσκολίες - να συνεχίσει τη δουλειά των γονιών του δηλώνει και ο νεαρός Χρήστος Χαμπέσης (ο πατέρας του Παναγιώτης λειτουργεί τις νεροτριβές από το 1934). Μπορεί όταν γεννήθηκε, προ είκοσι ετών, ο νερόμυλος της οικογένειας του να μη λειτουργούσε πλέον με νερό, η διπλή νεροτριβή όμως συνεχίζει να πλένει τα ρούχα όπως άλλοτε. «Από τότε που γεννήθηκα θυμάμαι τους δικούς μου να είναι ή αλευρωμενοι ή μουσκεμένοι από τη νεροτριβή», μας λέει. «Όμως εγώ την αγαπούσα αυτή τη δουλειά και θέλω να τη συνεχίσω, αρκεί να υπάρχουν οι προϋποθέσεις». Δίπλα, η μητέρα του, Ασπασία Χαμπέση, δηλώνει συγκαταβατικά: «Κουραστική πολύ είναι αυτή η δουλειά, αλλά τι να κάνουμε; Όλες οι δουλειές έχουν τα βάσανα τους...».
Στην εποχή της πληροφορικής και της παγκοσμιοποίησης, οι νεροτριβές συνεχίζουν ακατάπαυστα να στροβιλίζουν στον τρελό χορό τους και τη δική μας εποχή...
Συνεχίζουμε τη μικρή αναφορά μας στις νεροτριβές, με κείμενο της Ιωάννας Παπαντωνίου, ενδυματολόγου-σκηνογράφου, προέδρου του Πελοποννησιακού Λαογραφικού Ιδρύματος, που περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Στέφανου Νομικού «Η υδροκίνηση στην προβιομηχανική Ελλάδα».
ΤΑ ΥΦΑΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΝΕΡΟΤΡΙΒΗΣ
Tα χοντρά ολόμαλλα υφάσματα του σπιτιού και της φορεσιάς έπρεπε να περάσουν από τη νεροτριβή και το μαντάνι, για να πήξουν και να γίνουν ανθεκτικά. Τέτοια υφάσματα για τη φορεσιά ήταν τα σαγιάκια, τα ράσικα, τα γρίζα και οι τσούκνες, που υφαίνονταν στημόνι-υφάδι-μαλλί σε δίμιτη ύφανση. Υφαντά του σπιτιού ήταν οι βελέντζες, οι μπατανίες, οι τσέργες, τα τσόλια κ.ά., που υφαίνονταν στημόνι-υφάδι-μαλλί, σε απλή ύφανση. Στη νεροτριβή (νιτρουβιά, ντρίστα, ντριστέλα, ντριστίλα) τα χοντρά υφαντά έμπαιναν για ένα μερόνυχτο σε έναν κάδο όπου έπεφτε από ψηλά άφθονο νερό, τα περιέστρεφε με δύναμη και τα έκανε να αναμαλλιάσουν, να φουσκώσουν, να αφρατέψουν και να καθαρίσουν.
Στο μαντάνι (μπατάνι, ντουλάπι, βαένα) έπρεπε να μείνουν πάλι για ένα μερόνυχτο και να χτυπηθούν με ξύλινους κόπανους, που κινούνταν πέρα δώθε, για να πήξουν.
Tα ενδύματα των γυναικείων τοπικών φορεσιών που κατασκευάζονταν από ύφασμα της νεροτριβής ήταν συνήθως οι διάφοροι τύποι μανικωτών και αμάνικων πανωφοριών.
Το γιουρντί, το σιγκούνι, η γκούνα, η σιγκούνα, η σίτα, η γρίζα, το σεγιάκι, το κλασνίκι, η φλοκάτα, το γιλέκι και οι διάφοροι ντουλαμάόες είναι κατασκευασμένα από σαγιάκι.
Tα περισσότερα από τα ενδύματα αυτά, αρχικά τα άφηναν στο φυσικό λευκό χρώμα του μαλλιού. Στα νεότερα όμως χρόνια, τα έβαφαν οι ίδιες οι γυναίκες ή οι ειδικοί μπογιατζήδες σε χρώμα μαύρο, με μέλεγος (φυτό συγγενικό με την κουμαριά). Από μάλλινο ύφασμα της νεροτριβής κατασκευάζονται και τα γυναικεία αμάνικα φορέματα των τοπικών ενδυμασιών της Θράκης, που ονομάζονται τσούκνες. Οι τσούκνες βάφονταν πάντα σε κάποιο χρώμα, όπως μαύρο, καφέ, βυσσινί, κόκκινο και πιο σπάνια κίτρινο ή γαλάζιο.
Tα εξωτερικά ανδρικά ενδύματα ράβονταν και αυτά από σαγιάκι, όπως τα βρακιά (μπουραζάνα, σαλβάρι, πουτούρι κ.ά.), τα γιλέκα, τα ζακέτα, αλλά και τα τουζλούκια, οι γνωστές περικνημίδες ορισμένων φορεσιών με φουστανέλα.
Στα νεότερα χρόνια από σαγιάκι κατασκεύαζαν και τα δυτικού συρμού σκουρόχρωμα ενδύματα (ανδρικά κοστούμια, κυλότες στρατιωτικού τύπου, αλλά και γυναικείες ρεντινγκότες), οι λεγόμενοι φραγκοράπτες, σε αντιδιαστολή με τους τερζήδες, που αυτή την εποχή ονομάστηκαν ελληνοράπτες.
Από μάλλινο ύφασμα της νεροτριβής ράβονταν και βαριά εξωτερικά ενδύματα, όπως οι διάφορες ποιμενικές κάπες και τα καπότα, τα μοραΐτικα ράσα (είδος μανικωτών πανωφοριών με κουκούλα), το λουστάρι του Δρυμού Θεσσαλονίκης, τα τερλίκια (πρόχειρα υποδήματα του σπιτιού), καθώς και πολλές ποδιές της γυναικείας φορεσιάς.
Σε μερικά μόνο χωριά της Βόρειας Ελλάδας, οι γυναίκες φορούσαν στον πολύ βαρύ χειμώνα ένα μάλλινο υφαντό, κομμάτι υφάσματος της νεροτριβής, ραμμένο στη μια πλευρά, για να σχηματίζει κουκούλα. Το πρόχειρο αυτό ένδυμα ονομαζόταν κιλίμι.
Η νεροτριβή είναι ένας ξύλινος κάδος σε σχήμα κώνου. Συναρμολογείται από σφηνωμένες μεταξύ τους πλανισμένες σανίδες σε σχήμα σφήνας και δένεται περιφερειακά με σιδερένια τσέρκια. Επειδή μοιάζει με βαρέλι, κατασκευάζεται συνήθως από βαγενά (βαρελά) και όχι από μαραγκό.Το μεγαλύτερο μέρος του βρίσκεται χωμένο βαθιά στο έδαφος, ώστε να μην υπάρχει κίνδυνος να ανοίξουν τα τοιχώματα από την πίεση του νερού. Το στενό του άνοιγμα έχει διάμετρο 0,40μ. και το πλατύ του 2μ. Το ύψος του είναι 2μ., και έχει χωρητικότητα 5κ.μ. νερού και 75κ. υφαντών.
Στην Πελοπόννησο λειτούργησαν δύο τύποι νεροτριβής:
οι γυριστές, με μεγαλύτερη διάμετρο, στις οποίες το νερό εκτοξευόταν από το στόμιο του βαγενιού στο τοίχωμά του, δημιουργώντας περιστροφική κίνηση και
οι βουτηχτές, στις οποίες το βαγένι ήταν πιο όρθιο και το νερό εκτοξευόταν σχεδόν κατακόρυφα.
Στην περιοχή της Δημητσάνας λειτουργούσαν έως τα μέσα του 20ού αιώνα 20 περίπου νεροτριβές. Ο σωστός υπολογισμός του χρόνου παραμονής του κάθε υφαντού στον κάδο αποδείκνυε την τέχνη του νεροτριβιάρη ή ντριστελιάρη Αν έμενε λιγότερο χρόνο, το αποτέλεσμα δεν ήταν ικανοποιητικό, ενώ, αν έμενε περισσότερο, μπορούσε να καταστραφεί. Γι' αυτό έβαζε πάντα μαζί ρούχα όμοιας κατασκευής .
«-Μωρ' καλή νοικοκυρά
βάλε ίδιασε το βλάρι.
Το 'βαλα το ίδιασα
και το νεροτρούβιασα»
Οι νεροτριβές, μαζί με τους νερόμυλους, αποτελούν τις πιο γνωστές υδροκίνητες εγκαταστάσεις της προβιομηχανικής Ελλάδας. Δεν είναι εξάλλου τυχαίο το γεγονός ότι ο λαϊκός λόγος (τραγούδια, παροιμίες, παροιμιώδεις φράσεις) κάνει συχνές αναφορές στα δυο αυτά προτεχνολογικά «εργαστήρια».
Η νεροτριβή Μερκούρη στο Κεφαλάρι
«Μας άργησαν κι αργήσαμε
είχαν τη νύφ' αστόλιστη
είχαν τα ρούχα αδίπλωτα
την τσέργα στη νεροτριβιά...»
Μπορεί οι νεροτριβές να γεννήθηκαν και να έσβησαν οι περισσότερες στη σκιά των μύλων, μπορεί ακόμη και οι ερευνητές να τις «περιφρόνησαν», ωστόσο η συμβολή τους στην καθημερινή οικονομική και κοινωνική ζωή ήταν κάποτε σημαντική. Χώροι που χρησιμοποιήθηκαν για το πλύσιμο των ρούχων οι νεροτριβές, αποτελούσαν παράλληλα και τόπο συγκέντρωσης κυρίως των γυναικών, αλλά και χώρο συνεύρεσης των κατοίκων γειτονικών χωριών».
ΘΕΙΟ ΔΩΡΟ
Για την Αργολίδα αυτό το τελευταίο αποκτά μεγαλύτερη ισχύ, αφού το σύνολο σχεδόν των νεροτριβών του νομού ήταν - και είναι - εγκατεστημένο στο Κεφαλάρι, στο καταπράσινο αυτό χωριό, που είναι συνδεδεμένο τόσο βαθιά με το νερό. Ο λόγος βέβαια προφανής. Από τη γη αναβλύζουν τα νερά της Κεφαλαριώτισσας Ζωοδόχου Πηγής και οι κάτοικοι αξιοποίησαν κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο το θείο αυτό δώρο.
Με τις νεροτριβές - αλλά και τους μύλους που λειτουργούσαν μέχρι πριν λίγα χρόνια -μετέτρεψαν και εκμεταλλεύτηκαν τη φυσική κίνηση και ενέργεια των νερών και τη χρησιμοποίησαν παραγωγικά.
Για πάνω από διακόσια χρόνια, οι νεροτριβές του Κεφαλαρίου παραμένουν αμετάβλητες σχεδόν, προσφέροντας τις υπηρεσίες τους και στο σύγχρονο άνθρωπο. Παρά το γεγονός ότι οι νεροτριβές - σε σύγκριση με άλλες παλιές υδραυλικές εγκαταστάσεις - δεν παρουσιάζουν «τεχνολογικό» μηχανισμό, συνεχίζουν να γοητεύουν με την απλοϊκότητά τους αυτή.
Η συνεχής ροή του νερού, η κίνηση και η ορμή, το κελάρυσμά του, σε συνδυασμό με τα ποταμάκια της περιοχής που συγκλίνουν στον Ερασίνο, η δροσιά και η πλούσια βλάστηση της ευρύτερης περιοχής, συνθέτουν ένα μαγευτικό τοπίο, που αποτελεί πόλο έλξης για όσους μεταφέρουν εκεί τα ρούχα τους, αλλά και για πλήθος επισκεπτών. Το σκηνικό πλαισιώνουν και τα διάσπαρτα ίχνη των μύλων της περιοχής (μυλόπετρες, φτερωτές κλπ.) που παραπέμπουν σε άλλες εποχές.
ΜΝΗΜΕΙΑ ΛΑΪΚΗΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ
Από τις αρχές του Μαΐου οι «νεροτριβιάρηόες» του Κεφαλαρίου αρχίζουν να υποδέχονται τους πελάτες τους, που καταφτάνουν απ' όλα τα σημεία της Αργολίδας, αλλά και από όμορους νομούς. Κουβαλούν φλοκάτες, βελέντζες, χαλιά, κουρελούδες, μοκέτες και τις παραδίνουν σε σίγουρα χέρια. Γνωρίζουν ότι τα ρούχα τους θα καθαρίσουν και θα ξαναπάρουν ζωή από την ορμή των πεντακάθαρων νερών της πηγής.
Ο Ανδρέας Μερκούρης στη νεροτριβή του.
Κατασκευασμένες οι περισσότερες από την εποχή της Τουρκοκρατίας, οι νεροτριβές αποτελούν αναμφίβολα μνημεία λαϊκής αρχιτεκτονικής. Πετρόκτιστες, επιβλητικές, μαγευτικές (αφού το νερό είναι συνδεδεμένο με θρύλους και μύθους) προσφέρουν ένα μοναδικό θέαμα με την περιδίνηση των νερών τους, που παρασύρουν τα ρούχα και τα στροβιλίζουν σ' έναν τρελό χορό...
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ
Παραδοσιακές νεροτριβές, οι τρεις υπαίθριες και η μια ημιυπαίθρια, λειτουργούν σήμερα στο Κεφαλάρι. Λειτουργεί επίσης και μια σύγχρονη, του Γιώργου Παναγάκου. Οι παραδοσιακές νεροτριβές ανήκουν σε γόνους παλιών «νεροτριβιάρηδων» του Κεφαλαρίου. Είναι οι οικογένειες Κεφάλα, Μερκούρη, Χαμπέση και Καλόγηρου.
Ο μεγαλύτερος σε ηλικία νεροτριβάρης είναι ο 74χρονος Γιώργος Μερκούρης. Από το 1944 έως σήμερα ζει τη μαγεία, αλλά και τα βάσανα της νερότριβής. Παλιός μυλωνάς, «όργωνε» κάποτε όλη την Αργολίδα με το κάρο του, κουβαλώντας αλεύρια και ρούχα. Τη νεροτριβή την αγόρασαν οι δικοί του το 1911 από κάποιον Σωτηρόπουλο, Κυνουριάτη.
Όπως του έχουν πει οι παλιότεροι, οι νεροτριβές και οι μύλοι της περιοχής παραδόθηκαν στο Ελληνικό Δημόσιο από τους Τούρκους, κατά την απελευθέρωση. Στη συνέχεια νοικιάστηκαν και πουλήθηκαν σε ιδιώτες και χέρι με χέρι σήμερα βρίσκεται μια απ' αυτές στην ιδιοκτησία του και του γιου του Ανδρέα.
Με φανερή νοσταλγία, ο Γιώργος Μερκούρης αναπολεί: «Ξέρεις τι γινόταν κάθε μέρα εδώ απέξω; Πανηγύρι, κόσμο να δεις. Ερχόντουσαν απ' όλα τα καμποχώρια και τα αρβανιτοχώρια της Αργολίδας, ακόμη και από τα Ίρια και ακόμη πιο μακριά. Μέχρι να πλυθούν οι βελέντζες, τα «σαίσματα», τα «ράσα» (σ.σ. μανικωτά πανωφόρια με κουκούλα), οι φλοκάτες που έπρεπε να αφρατέψουν, μέσα κι έξω γέμιζε μ' ανθρώπους και ζώα, άλογα, μουλάρια, γαϊδούρια. Κάποιες φορές έμεναν όλη τη νύχτα εδώ μέχρι να τελειώσουν και να φύγουν. Tα ίδια γινότανε και με το άλεσμα...».
Σήμερα ο μπάρμπα-Γιώργης έχει αποσυρθεί από την ενεργό δράση, ωστόσο όλη τη μέρα τριγυρνάει ανάμεσα στ' απλωμένα ρούχα, τα φροντίζει, τα διπλώνει και τα ξεδιπλώνει. Το κυριότερο, όμως, είναι ότι ζει μέσα στο νερό. «Τι τα θες, τι τα γυρεύεις, σαν το νερό, τίποτ' άλλο στον κόσμο», λέει. Σ' αυτό συμφωνεί κι ο γιος του Ανδρέας, που συνεχίζει με ευλάβεια την οικογενειακή παράδοση. «Το νερό είναι σαν ένα όμορφο τραγούδι», λέει, καθώς προσπαθεί με τη «διχάλα» να βγάλει από τη γούρνα και το τελευταίο ρούχο.
Νεροτριβή Κεφάλα
ΣΕ ΑΛΛΗ ΕΠΟΧΗ
Οι νεροτριβές του Κεφαλαρίου ανήκουν στην κατηγορία των «γυριστών» (σε άλλες περιοχές της χώρας υπάρχουν και οι «βουτηχτές»).
Όλες τους σχεδόν είναι διπλές, όπως αυτή των αδελφών Σπύρου και Δημήτρη Κεφάλα, την οποία χρησιμοποιεί και ο Γιώργος Κεφάλας. «Αισθάνεσαι διαφορετικά όταν κάνεις μια δουλειά με τον τρόπο που την έκαναν οι δικοί σου πριν πολλά χρόνια», λέει. «Στη νεροτριβή έχεις την αίσθηση ότι ζεις σε άλλη εποχή, τότε που όλα ήταν απλά κι ανθρώπινα».
Το «ντεκόρ» γύρω μας πράγματι παραπέμπει στο παρελθόν: ρυάκια, μικροί καταρράκτες, πλούσια βλάστηση. «Δεν θυμίζει εδώ ο τόπος την εποχή του “Αγαπητικού της Βοσκοπούλας” ή του Τάσου με την Γκόλφω;», μας λέει γελώντας.
ΜΟΥΣΚΕΜΕΝΟΙ ΚΙ ΑΛΕΥΡΩΜΕΝΟΙ
Διατεθειμένος - παρά τις δυσκολίες - να συνεχίσει τη δουλειά των γονιών του δηλώνει και ο νεαρός Χρήστος Χαμπέσης (ο πατέρας του Παναγιώτης λειτουργεί τις νεροτριβές από το 1934). Μπορεί όταν γεννήθηκε, προ είκοσι ετών, ο νερόμυλος της οικογένειας του να μη λειτουργούσε πλέον με νερό, η διπλή νεροτριβή όμως συνεχίζει να πλένει τα ρούχα όπως άλλοτε. «Από τότε που γεννήθηκα θυμάμαι τους δικούς μου να είναι ή αλευρωμενοι ή μουσκεμένοι από τη νεροτριβή», μας λέει. «Όμως εγώ την αγαπούσα αυτή τη δουλειά και θέλω να τη συνεχίσω, αρκεί να υπάρχουν οι προϋποθέσεις». Δίπλα, η μητέρα του, Ασπασία Χαμπέση, δηλώνει συγκαταβατικά: «Κουραστική πολύ είναι αυτή η δουλειά, αλλά τι να κάνουμε; Όλες οι δουλειές έχουν τα βάσανα τους...».
Στην εποχή της πληροφορικής και της παγκοσμιοποίησης, οι νεροτριβές συνεχίζουν ακατάπαυστα να στροβιλίζουν στον τρελό χορό τους και τη δική μας εποχή...
Συνεχίζουμε τη μικρή αναφορά μας στις νεροτριβές, με κείμενο της Ιωάννας Παπαντωνίου, ενδυματολόγου-σκηνογράφου, προέδρου του Πελοποννησιακού Λαογραφικού Ιδρύματος, που περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Στέφανου Νομικού «Η υδροκίνηση στην προβιομηχανική Ελλάδα».
ΤΑ ΥΦΑΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΝΕΡΟΤΡΙΒΗΣ
Tα χοντρά ολόμαλλα υφάσματα του σπιτιού και της φορεσιάς έπρεπε να περάσουν από τη νεροτριβή και το μαντάνι, για να πήξουν και να γίνουν ανθεκτικά. Τέτοια υφάσματα για τη φορεσιά ήταν τα σαγιάκια, τα ράσικα, τα γρίζα και οι τσούκνες, που υφαίνονταν στημόνι-υφάδι-μαλλί σε δίμιτη ύφανση. Υφαντά του σπιτιού ήταν οι βελέντζες, οι μπατανίες, οι τσέργες, τα τσόλια κ.ά., που υφαίνονταν στημόνι-υφάδι-μαλλί, σε απλή ύφανση. Στη νεροτριβή (νιτρουβιά, ντρίστα, ντριστέλα, ντριστίλα) τα χοντρά υφαντά έμπαιναν για ένα μερόνυχτο σε έναν κάδο όπου έπεφτε από ψηλά άφθονο νερό, τα περιέστρεφε με δύναμη και τα έκανε να αναμαλλιάσουν, να φουσκώσουν, να αφρατέψουν και να καθαρίσουν.
Στο μαντάνι (μπατάνι, ντουλάπι, βαένα) έπρεπε να μείνουν πάλι για ένα μερόνυχτο και να χτυπηθούν με ξύλινους κόπανους, που κινούνταν πέρα δώθε, για να πήξουν.
Tα ενδύματα των γυναικείων τοπικών φορεσιών που κατασκευάζονταν από ύφασμα της νεροτριβής ήταν συνήθως οι διάφοροι τύποι μανικωτών και αμάνικων πανωφοριών.
Το γιουρντί, το σιγκούνι, η γκούνα, η σιγκούνα, η σίτα, η γρίζα, το σεγιάκι, το κλασνίκι, η φλοκάτα, το γιλέκι και οι διάφοροι ντουλαμάόες είναι κατασκευασμένα από σαγιάκι.
Tα περισσότερα από τα ενδύματα αυτά, αρχικά τα άφηναν στο φυσικό λευκό χρώμα του μαλλιού. Στα νεότερα όμως χρόνια, τα έβαφαν οι ίδιες οι γυναίκες ή οι ειδικοί μπογιατζήδες σε χρώμα μαύρο, με μέλεγος (φυτό συγγενικό με την κουμαριά). Από μάλλινο ύφασμα της νεροτριβής κατασκευάζονται και τα γυναικεία αμάνικα φορέματα των τοπικών ενδυμασιών της Θράκης, που ονομάζονται τσούκνες. Οι τσούκνες βάφονταν πάντα σε κάποιο χρώμα, όπως μαύρο, καφέ, βυσσινί, κόκκινο και πιο σπάνια κίτρινο ή γαλάζιο.
Tα εξωτερικά ανδρικά ενδύματα ράβονταν και αυτά από σαγιάκι, όπως τα βρακιά (μπουραζάνα, σαλβάρι, πουτούρι κ.ά.), τα γιλέκα, τα ζακέτα, αλλά και τα τουζλούκια, οι γνωστές περικνημίδες ορισμένων φορεσιών με φουστανέλα.
Στα νεότερα χρόνια από σαγιάκι κατασκεύαζαν και τα δυτικού συρμού σκουρόχρωμα ενδύματα (ανδρικά κοστούμια, κυλότες στρατιωτικού τύπου, αλλά και γυναικείες ρεντινγκότες), οι λεγόμενοι φραγκοράπτες, σε αντιδιαστολή με τους τερζήδες, που αυτή την εποχή ονομάστηκαν ελληνοράπτες.
Από μάλλινο ύφασμα της νεροτριβής ράβονταν και βαριά εξωτερικά ενδύματα, όπως οι διάφορες ποιμενικές κάπες και τα καπότα, τα μοραΐτικα ράσα (είδος μανικωτών πανωφοριών με κουκούλα), το λουστάρι του Δρυμού Θεσσαλονίκης, τα τερλίκια (πρόχειρα υποδήματα του σπιτιού), καθώς και πολλές ποδιές της γυναικείας φορεσιάς.
Σε μερικά μόνο χωριά της Βόρειας Ελλάδας, οι γυναίκες φορούσαν στον πολύ βαρύ χειμώνα ένα μάλλινο υφαντό, κομμάτι υφάσματος της νεροτριβής, ραμμένο στη μια πλευρά, για να σχηματίζει κουκούλα. Το πρόχειρο αυτό ένδυμα ονομαζόταν κιλίμι.