Εξήντα έξι χρόνια μετά από τη ρίψη της ατομικής βόμβας, ένας από τους επιζώντες του εφιάλτη, οΚεϊτζίρο Ματσουσίμα, μιλά στο Al Jazeera για τη μέρα του θανάτου και της καταστροφής.
O Mατσουσίμα ήταν 16 ετών, όταν στις 6 Αυγούστου του 1945 οι Αμερικανοί έριξαν την ατομική βόμβα στην ιαπωνική πόλη της Χιροσίμα, η οποία αφαίρεσε 100.000 ζωές μέσα σε μόλις μία ημέρα.
Ο 82χρονος, πλέον, Ιάπωνας θυμάται ότι η μοιραία εκείνη μέρα είχε ξεκινήσει με ένα πολύ όμορφο σκηνικό, με έναν καταγάλανο ουρανό. Αυτός και οι συμμαθητές του είχαν επιστρέψει στο σχολείο μόλις μια εβδομάδα πριν, αφού προηγουμένως αναγκάστηκαν να δουλεύουν επί 1,5 χρόνο σε εργοστάσιο που κατασκεύαζε στρατιωτικές στολές.
«Κοίταξα έξω από το παράθυρο. Είδα δύο αμερικανικά βομβαρδιστικά τύπου Β-29. Σκέφτηκα ότι επρόκειτο ξανά για αμερικανικά αεροσκάφη σε πτήσεις ρουτίνας» ανέφερε κι ενώ η ώρα ήταν 8:15 και ο δάσκαλος είχε ξεκινήσει να παραδίδει μάθημα.
Όταν κοίταξε ξανά πίσω στο βιβλίο του, όλα άλλαξαν. Η βόμβα εξερράγη.«Υπήρξε μία μεγάλη λάμψη κι ένα ωστικό κύμα. Τα πάντα έγιναν πορτοκαλί. Ένιωσα σαν να πέφτω μέσα σε έναν φούρνο για μια στιγμή» εξομολογήθηκε. Αργότερα, έμαθε ότι η θερμοκρασία στο έδαφος κοντά στο σημείο της έκρηξης, μόλις 2 χιλιόμετρα από το σχολείο του, έφτασε τουλάχιστον τους 3.000 βαθμούς Κελσίου.
Η λάμψη ακολουθήθηκε από μία ισχυρή έκρηξη. Ακόμη και τώρα, ο Ματσουσίμα δεν ξέρει αν ήταν ο ήχος τηςβόμβας ή της κατάρρευσης των κτιρίων. «Υπήρχε νεκρική σιγή. Σερνόμουν τριγύρω, κάτω από τα θρανία και σκεφτόμουν, "βοήθησέ με μητέρα, βοήθησέ με Βούδα". Ήταν η πρώτη φορά που προσευχήθηκα στο Βούδα» είπε.
Ο Ματσουσίμα, θεωρεί ότι στάθηκε τυχερός αφού είχε μόνο κοψίματα από θραύσματα γυαλιών και όχι σοβαρούς τραυματισμούς. Βλέποντας τα γκρεμισμένα κτίρια αναρωτήθηκε: «Ήταν μόνο δύο αεροπλάνα. Τι έκαναν»;
Μαζί με τον τραυματισμένο, στο κεφάλι, φίλο του περπάτησαν στο δρόμο. Είδαν ανθρώπους που έχασαν εν ριπή οφθαλμού τα μαλλιά τους, το δέρμα τους, ανθρώπους με εγκαύματα, με καμμένα ρούχα. Ήταν σαν «παρέλαση»φαντασμάτων, είπε, σκεπτόμενος ότι «η Χιροσίμα πεθαίνει».
Πολλοί άνθρωποι σέρνονταν προς το ποτάμι, ώστε να δροσίσουν τις πληγές τους. Αρκετοί πέθαναν ή πνίγηκαν. Το ποτάμι γέμισε από σορούς, επεσήμανε.
Αφού συνειδητοποίησαν ότι δεν θα μπορούσαν να λάβουν βοήθεια εξαιτίας των καταστροφών στο νοσοκομείο του Ερυθρού Σταυρού, οι δύο νεαροί άνδρες συνέχισαν να περπατούν και για καλή τους τύχη βρέθηκε ένα φορτηγό που τους μετέφερε σε νοσοκομείο εκτός πόλης.
Η μητέρα του Ματσουσίμα, η οποία είχε φύγει από την πόλη ένα χρόνο νωρίτερα, μετά από το θάνατο του συζύγου της, είδε το πυρηνικό μανιτάρι και πίστεψε ότι ο γιός της θα ήταν νεκρός. Ο 16χρονος Ματσουσίμα, έφτασε τελικά στο σπίτι της μητέρας του, ταξιδεύοντας με τρένο.
Την επόμενη μέρα της έκρηξης, ο Ματσουσίμα αρρώστησε, παρουσιάζοντας υψηλό πυρετό και διάρροιες. Μετά από διάστημα μιας εβδομάδας έγινε απολύτως καλά και αυτό οφείλεται, κατά τον Ιάπωνα, στο γεγονός ότι εγκατέλειψε άμεσα την πόλη και απέφυγε την έκθεση σε ραδιενέργεια.
Υπενθυμίζεται ότι τρεις μέρες μετά από το «χτύπημα» στη Χιροσίμα, άλλη μία ατομική βόμβα εξερράγη στο Ναγκασάκι. Αξίζει να σημειωθεί ότι μόνο μετά από την παράδοσή τους στις 15 Αυγούστου, οι Ιάπωνες έμαθαν τι είδους βόμβες είχαν εκραγεί στις πόλεις τους. Μέχρι το τέλος του χρόνου, περίπου 140.000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους εξαιτίας της ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα, με άλλους 80.000 στο Ναγκασάκι.
Παρά τον όλεθρο που προκάλεσε η ρίψη της βόμβας, ο Ματσουσίμα που κατοικεί στην μοντέρνα πόλη της Χιροσίμα, του ενός εκατ. κατοίκων, δεν αισθάνεται καμία πικρία για τους Αμερικανούς.
«Οι άνθρωποι τρελαίνονται στους πολέμους. Εάν η Ιαπωνία είχε μια τέτοια βόμβα μπορεί να την είχε χρησιμοποιήσει. Οι διαφωνίες του παρελθόντος δεν υπάρχουν πια. Τώρα πρέπει να συνεργαστούμε όλοι μαζί για την κατάργηση των πυρηνικών» ήταν το μήνυμα του 82χρονου Ιάπωνα.
Βαγγέλης Βιτζηλαίος
O Mατσουσίμα ήταν 16 ετών, όταν στις 6 Αυγούστου του 1945 οι Αμερικανοί έριξαν την ατομική βόμβα στην ιαπωνική πόλη της Χιροσίμα, η οποία αφαίρεσε 100.000 ζωές μέσα σε μόλις μία ημέρα.
Ο 82χρονος, πλέον, Ιάπωνας θυμάται ότι η μοιραία εκείνη μέρα είχε ξεκινήσει με ένα πολύ όμορφο σκηνικό, με έναν καταγάλανο ουρανό. Αυτός και οι συμμαθητές του είχαν επιστρέψει στο σχολείο μόλις μια εβδομάδα πριν, αφού προηγουμένως αναγκάστηκαν να δουλεύουν επί 1,5 χρόνο σε εργοστάσιο που κατασκεύαζε στρατιωτικές στολές.
«Κοίταξα έξω από το παράθυρο. Είδα δύο αμερικανικά βομβαρδιστικά τύπου Β-29. Σκέφτηκα ότι επρόκειτο ξανά για αμερικανικά αεροσκάφη σε πτήσεις ρουτίνας» ανέφερε κι ενώ η ώρα ήταν 8:15 και ο δάσκαλος είχε ξεκινήσει να παραδίδει μάθημα.
Όταν κοίταξε ξανά πίσω στο βιβλίο του, όλα άλλαξαν. Η βόμβα εξερράγη.«Υπήρξε μία μεγάλη λάμψη κι ένα ωστικό κύμα. Τα πάντα έγιναν πορτοκαλί. Ένιωσα σαν να πέφτω μέσα σε έναν φούρνο για μια στιγμή» εξομολογήθηκε. Αργότερα, έμαθε ότι η θερμοκρασία στο έδαφος κοντά στο σημείο της έκρηξης, μόλις 2 χιλιόμετρα από το σχολείο του, έφτασε τουλάχιστον τους 3.000 βαθμούς Κελσίου.
Η λάμψη ακολουθήθηκε από μία ισχυρή έκρηξη. Ακόμη και τώρα, ο Ματσουσίμα δεν ξέρει αν ήταν ο ήχος τηςβόμβας ή της κατάρρευσης των κτιρίων. «Υπήρχε νεκρική σιγή. Σερνόμουν τριγύρω, κάτω από τα θρανία και σκεφτόμουν, "βοήθησέ με μητέρα, βοήθησέ με Βούδα". Ήταν η πρώτη φορά που προσευχήθηκα στο Βούδα» είπε.
Ο Ματσουσίμα, θεωρεί ότι στάθηκε τυχερός αφού είχε μόνο κοψίματα από θραύσματα γυαλιών και όχι σοβαρούς τραυματισμούς. Βλέποντας τα γκρεμισμένα κτίρια αναρωτήθηκε: «Ήταν μόνο δύο αεροπλάνα. Τι έκαναν»;
Μαζί με τον τραυματισμένο, στο κεφάλι, φίλο του περπάτησαν στο δρόμο. Είδαν ανθρώπους που έχασαν εν ριπή οφθαλμού τα μαλλιά τους, το δέρμα τους, ανθρώπους με εγκαύματα, με καμμένα ρούχα. Ήταν σαν «παρέλαση»φαντασμάτων, είπε, σκεπτόμενος ότι «η Χιροσίμα πεθαίνει».
Πολλοί άνθρωποι σέρνονταν προς το ποτάμι, ώστε να δροσίσουν τις πληγές τους. Αρκετοί πέθαναν ή πνίγηκαν. Το ποτάμι γέμισε από σορούς, επεσήμανε.
Αφού συνειδητοποίησαν ότι δεν θα μπορούσαν να λάβουν βοήθεια εξαιτίας των καταστροφών στο νοσοκομείο του Ερυθρού Σταυρού, οι δύο νεαροί άνδρες συνέχισαν να περπατούν και για καλή τους τύχη βρέθηκε ένα φορτηγό που τους μετέφερε σε νοσοκομείο εκτός πόλης.
Η μητέρα του Ματσουσίμα, η οποία είχε φύγει από την πόλη ένα χρόνο νωρίτερα, μετά από το θάνατο του συζύγου της, είδε το πυρηνικό μανιτάρι και πίστεψε ότι ο γιός της θα ήταν νεκρός. Ο 16χρονος Ματσουσίμα, έφτασε τελικά στο σπίτι της μητέρας του, ταξιδεύοντας με τρένο.
Την επόμενη μέρα της έκρηξης, ο Ματσουσίμα αρρώστησε, παρουσιάζοντας υψηλό πυρετό και διάρροιες. Μετά από διάστημα μιας εβδομάδας έγινε απολύτως καλά και αυτό οφείλεται, κατά τον Ιάπωνα, στο γεγονός ότι εγκατέλειψε άμεσα την πόλη και απέφυγε την έκθεση σε ραδιενέργεια.
Υπενθυμίζεται ότι τρεις μέρες μετά από το «χτύπημα» στη Χιροσίμα, άλλη μία ατομική βόμβα εξερράγη στο Ναγκασάκι. Αξίζει να σημειωθεί ότι μόνο μετά από την παράδοσή τους στις 15 Αυγούστου, οι Ιάπωνες έμαθαν τι είδους βόμβες είχαν εκραγεί στις πόλεις τους. Μέχρι το τέλος του χρόνου, περίπου 140.000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους εξαιτίας της ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα, με άλλους 80.000 στο Ναγκασάκι.
Παρά τον όλεθρο που προκάλεσε η ρίψη της βόμβας, ο Ματσουσίμα που κατοικεί στην μοντέρνα πόλη της Χιροσίμα, του ενός εκατ. κατοίκων, δεν αισθάνεται καμία πικρία για τους Αμερικανούς.
«Οι άνθρωποι τρελαίνονται στους πολέμους. Εάν η Ιαπωνία είχε μια τέτοια βόμβα μπορεί να την είχε χρησιμοποιήσει. Οι διαφωνίες του παρελθόντος δεν υπάρχουν πια. Τώρα πρέπει να συνεργαστούμε όλοι μαζί για την κατάργηση των πυρηνικών» ήταν το μήνυμα του 82χρονου Ιάπωνα.
Βαγγέλης Βιτζηλαίος